ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

(Μθ. 4, 12-17)

Τὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, παρότι μι­κρὸ σὲ ἔ­κτα­ση, ἐν τού­τοις πε­ρι­κλεί­ει πολ­λὰ καὶ με­λίρ­ρυ­τα νο­ή­μα­τα. Τὸ κυριό­τε­ρο ἐξ αὐτῶν ἀφορᾶ στὸ ὅτι στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πα­λη­θεύ­ον­ται οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ δὲ ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν ἀποτελεῖ τὸ ση­μεῖ­ο ἀ­να­γνώ­ρι­σης τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Μεσ­σί­α, τὸν ὁποῖο ἀ­νέ­με­νε ὁ Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κὸς λα­ὸς γιὰ τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­σή του. Ἡ λύ­τρω­ση βέβαια ποὺ προσφέρθηκε ξε­περ­νᾶ τὰ ὅ­ρι­α τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ καὶ ἐ­πε­κτεί­νε­ται καὶ στὰ λεγόμενα ἔ­θνη, δη­λα­δὴ σὲ ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος.


«Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι Ἰ­ω­άν­νης παρεδόθη», διαβάζουμε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, «ἀ­νε­χώ­ρη­σε εἰς τὴν Γα­λι­λαί­αν». Γιὰ ποιὸ λό­γο ἀ­να­χω­ρεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν Καπερναούμ; Ἐ­πει­δὴ θέ­λει νὰ μᾶς δι­δά­ξει νὰ μὴν προ­κα­λοῦ­με τοὺς πει­ρα­σμούς, ἀλ­λὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­φεύ­γου­με, ὑ­πο­χω­ρώντας. Ὅ­ταν πά­λι δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς ἀ­πο­φύ­γου­με νὰ τοὺς ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με μὲ ἀν­δρεί­α. Ἀ­να­χω­ρών­τας γιὰ τὴν Κα­περ­να­οὺμ ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν προ­φη­τεί­α τοῦ Ἠσαΐα καὶ ἑλκύει πρὸς ἑαυτὸν τοὺς ἐθνικούς. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ὅτι σὲ ὅ­λες τὶς πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ ὁ Χρι­στὸς στρέ­φε­ται στὰ ἔ­θνη, δηλαδὴ στοὺς μὴ Ἰουδαίους, λαμ­βά­νει τὶς ἀ­φορ­μὲς ἀ­πὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους. Μὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν τρόπο κα­τα­νο­εῖ καὶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦλος τὴ στροφὴ τοῦ Χριστοῦ: «ἡ ἀ­πι­στί­α τους», ἐ­πι­ση­μαί­νει, «ἔ­φε­ρε πλού­σι­α τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ στὸν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο, καὶ ἡ ἥτ­τα τους πλού­τι­σε πνευ­μα­τι­κὰ τὰ ἔ­θνη».

Ἡ «γῆ Νε­φθα­λείμ», ἡ «πέ­ραν τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου», ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν προ­φη­τεί­α εἶ­ναι ἡ Γα­λι­λαί­α. Οἱ πρῶ­τοι κά­τοι­κοί της προέρχονταν ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νες φυ­λὲς τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ποὺ ἀ­να­μί­χθη­καν μὲ ἀλ­λό­φυ­λους. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ ἦ­ταν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν Μω­σα­ϊ­κὸ Νό­μο προέκυψε τὸ πε­ρι­φρο­νη­τι­κὸ ὄ­νο­μα «Γα­λι­λαί­α τῶν ἐ­θνῶν». Πα­ρὰ ταῦ­τα, οἱ Γα­λι­λαῖ­οι -σὲ σχέση μὲ ἄλλους- εἶ­χαν ὀρθό­τε­ρη ἀν­τί­λη­ψη πε­ρὶ τοῦ Μεσ­σί­α, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καὶ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῶν μα­θη­τῶν του. Οἱ Γα­λι­λαῖ­οι λοι­πὸν εἶ­ναι «ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει», ὁ ὁποῖος «εἶ­δε φῶς μέ­γα». Τὸ οὐσιαστικὸ «σκό­τος» πε­ρι­γρά­φει τὴν πλά­νη καὶ τὴν ἀ­σέ­βει­α ποὺ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε, ἐνῶ τὸ «μέ­γα φῶς» ἀντιστοιχεῖ στὸν Χρι­στό, ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ ὁποίου ἐ­ξα­φα­νί­ζει κά­θε σκό­τος. Τὸ «φῶς» τοῦ Χρι­στοῦ, γιὰ νὰ δι­α­κρι­θεῖ ἀ­πὸ τὸ αἰ­σθη­τὸ φῶς, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ, ὀ­νο­μά­ζεται ἀπὸ τὸν προ­φή­τη «φῶς μέ­γα», ἐνῶ σὲ ἄλλη περίπτωση χαρακτηρίζεται ὡς τὸ «ἀ­λη­θι­νὸ φῶς». Γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ σκότους, ὅμως, τὸ ὁποῖο σημειωτέον δὲν ἀποτελεῖ κάποια πραγματικότητα, παρὰ μόνο συνιστᾶ τὴν ἔλλειψη τοῦ φωτός, χρησιμοποιεῖται ἡ ἔκφραση: «χώρα καὶ σκι­ὰ θα­νά­του».

Μὲ τὴ φρά­ση «φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς» κα­τα­δει­κνύ­εται ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη καὶ ἡ κί­νη­ση τοῦ Θε­οῦ στοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ροῦ­σε μὲ τὶς δικές του προ­σπά­θει­ες νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ βρεῖ τὸν Θε­ό, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ κατήντησε στὴν πλάνη καὶ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων. Ἔ­τσι πο­ρεύ­θη­κε ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα στὸ πέ­ρα­σμα τῶν αἰ­ώ­νων καὶ πρὶν τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­φτα­σαν στὴν ἔ­σχα­τη κα­τά­πτω­ση, ἦ­ταν δηλαδὴ «κα­θήμενοι ἐν χώρα καὶ σκι­ὰ θα­νά­του». Αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ο τοῦ ἀ­δι­ε­ξό­δου, τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας ποὺ ἔ­φτα­σε ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἀλ­λὰ καὶ συ­νά­μα τῆς ἀ­να­μο­νῆς τοῦ Μεσ­σί­α.

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ κλί­νει μὲ τὴ φρά­ση: «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Για­τί ὅ­μως ἔ­πρε­πε νὰ φυ­λα­κι­στεῖ ὁ Ἰ­ω­άν­νης γιὰ νὰ ἀρ­χί­σει νὰ κη­ρύτ­τει; Ἐ­πει­δὴ τό­τε ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἰ­ω­άν­νη, ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α δηλαδὴ τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ νὰ δε­χθοῦν τὸν Μεσ­σί­α. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, γιὰ νὰ μὴν τὸν θεωρήσουν ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, οὐδένα θαῦ­μα ἐπετέλεσε. Κήρυττε, ὅμως, με­τά­νοι­α καὶ κατέδειξε στοὺς ἀν­θρώ­πους τὸν Μεσ­σί­α, πρᾶγμα ποὺ ὁλοκλήρωσε καὶ τὸ ἔργο του. Ἀφοῦ δηλαδὴ ἐμφανίστηκε ὁ ἥλιος καὶ φώτισε τὸν κόσμο, τὸ μικρὸ ἄστρο ἔμεινε στὴν ἀφάνεια.

Τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν εἶναι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ φι­λαν­θρω­πί­α δὲν ἄ­φη­σε τὸ πλά­σμα του νὰ παραμείνει στὸ πνευματικὸ σκο­τά­δι καὶ στὴν ἄγνοια τῆς ἀλήθειας, ἀλ­λὰ ἀ­νέ­τει­λε ὁ ἴδιος, ὡς «φῶς μέ­γα», καὶ ἦρ­θε στὴ γῆ, γινόμενος ἄν­θρω­πος κατὰ πάντα ὅμοιος μὲ ἐμᾶς, ἔ­τσι ὥ­στε καὶ ἐ­μεῖς νὰ θε­ο­ποι­η­θοῦ­με. Αὐτὸ συνιστᾶ μέγα γεγονὸς ἐλπίδας καὶ χαρᾶς, στὸ ὁποῖο ὅλοι μετέχουμε ἐν μετανοίᾳ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου