ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ)

(Λκ. 19, 1-10)

Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰσῆλθε στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ καὶ ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν γνωρίσει. Λό­γῳ ὅ­μως τοῦ πλή­θους καὶ τοῦ μικροῦ του ἀ­να­στή­μα­τος ἀ­νέ­βη­κε σὲ μί­α συ­κο­μο­ρέ­α καὶ τὸν πε­ρί­με­νε νὰ πε­ρά­σει. Ὁ Χρι­στός, ὅ­ταν ἔ­φτα­σε στὸ ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο, σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα του, εἶ­δε τὸν Ζακ­χαῖ­ο καὶ τοῦ εἶ­πε «Ζακ­χαῖ­ε, κα­τέ­βα για­τὶ σή­με­ρα πρέπει νὰ μεί­νω στὸ σπί­τι σου». Για­τί, ὅμως, ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἤ­θε­λε τό­σο πο­λὺ νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό; Καὶ για­τί ὁ Χρι­στὸς ἔ­δω­σε τό­ση με­γά­λη ση­μα­σί­α στὸν Ζακ­χαῖ­ο καὶ τὸν τί­μη­σε τό­σο πο­λύ;


Κατὰ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία, ὁ Ζακ­χαῖ­ος, δι­α­κα­τε­χό­ταν ἀ­πὸ δύ­ο σκέ­ψεις: ἡ μί­α ἦ­ταν νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ ἡ ἄλ­λη ἦταν μή­πως ὁ Χρι­στὸς τὸν ἀ­πορ­ρί­ψει. Οἱ σκέψεις αὐτὲς ἦ­ταν συ­νέ­πει­α τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς του κατάστασης. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὰ ἔρ­γα του τὸν εἶ­χαν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἦ­ταν ἕ­νας στιγ­μα­τι­σμέ­νος ἁ­μαρ­τω­λός. Συ­νε­πῶς -μὲ βάση τὶς τότε ἀντιλήψεις- ἦταν ἀ­κά­θαρ­τος καὶ ἄρα δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πά­ρει μέ­ρος στὴ λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­χε ἐ­πί­σης ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, διότι αὐτοί, ἐπειδὴ τοὺς ἀδικοῦσε κατὰ τὴν εἴ­σπρα­ξη τῶν φό­ρων, τὸν μισοῦσαν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν.

Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ζοῦ­σε χω­ρὶς ἀ­ξι­ο­πρέ­πει­α καὶ αὐ­το­σε­βα­σμό. Εἶ­χε σκοτίσει τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ μέ­σα του, γι’ αὐ­τὸ ἔ­πρε­πε νὰ τὴν ἀ­πο­κα­τα­στή­σει. Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ ζω­ὴ τὸν ὁ­δή­γη­σε πρὸς τὸν Χριστό. Ἔ­τσι ἀ­φοῦ ἄ­κου­σε ὅ­τι θὰ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν πό­λη του καὶ γνωρίζοντας ὅτι φε­ρό­ταν μὲ ἐ­πι­εί­κει­α στοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, θέ­λη­σε νὰ τὸν συ­ναν­τή­σει.

Δι­α­πί­στω­νε ὁ Ζακχαῖος ὅ­τι ἂν ἤ­θε­λε νὰ μὴ ζεῖ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­κά­θαρ­τος ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Θε­οῦ, ἔ­πρε­πε νὰ μι­σή­σει ὄ­χι μό­νο τὴν κα­τά­στα­ση ποὺ ζοῦ­σε, ἀλ­λὰ καὶ τὴν αἰ­τί­α της: τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πλού­του. Αὐ­τὴ τὸν εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει στὴν ἐκ­με­τάλ­λευ­ση τῶν ἀν­θρώ­πων. Παίρ­νον­τας αὐ­τὴ τὴν ἀ­πό­φα­ση, ἄρ­χι­σε νὰ ση­κώ­νει τὸν σταυ­ρό του. Αὐ­τὸ ἀ­παι­τεῖ πό­νο καὶ κό­πο. Ὁ σταυ­ρός του ἔ­γι­νε τὸ μέσο γιὰ νὰ ἀναρριχηθεῖ στὸν Σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέλεξε νὰ πλησιάσει τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι νὰ λύσει τὰ πρβλήματά του μὲ τὶς δι­κές του δυ­νά­μεις, ὁ Χρι­στὸς ὄχι μόνο τὸν ἀποδέχθηκε, ἀλλὰ κατέλυσε καὶ στὸ σπί­τι του.

Ἡ σχέ­ση τοῦ Θε­οῦ μὲ τὸν κα­θέ­να μας εἶ­ναι σχέ­ση πα­τέ­ρα καὶ παι­διῶν, γι’ αὐ­τὸ καὶ εἶ­ναι σχέ­ση πλη­γω­μέ­νη καὶ γε­μά­τη πό­νο. Ἐ­πει­δὴ ἡ ἀ­γά­πη, οἱ πλη­γές, ὁ πό­νος καὶ ὁ πό­θος συ­νο­δεύ­ον­ται ἀπὸ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τά μας, συ­χνὰ μπερ­δεύ­ου­με τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μὲ τὶς δι­κές μας κα­τα­στά­σεις ποὺ θέ­λου­με νὰ ξε­πε­ρά­σου­με.

Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου μᾶς δεί­χνει τὸν σω­στὸ δρό­μο. Ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς πῆ­γε στὸ σπί­τι του, ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε «Κύ­ρι­ε, ὑ­πό­σχο­μαι νὰ δώ­σω τὰ μι­σά μου ὑ­πάρ­χον­τα στοὺς φτω­χοὺς καὶ ν’ ἀν­τα­πο­δώ­σω στὸ τε­τρα­πλά­σι­ο ὅ­σα πῆ­ρα μὲ ἀ­πά­τες». Ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν τε­λώ­νης καὶ εἶ­χε κα­κὲς οἰ­κο­νο­μι­κὲς σχέ­σεις μὲ τοὺς ἄλ­λους. Δὲν ἦ­ταν μέ­θυ­σος, πόρ­νος ἢ φο­νιάς. Γι’ αὐ­τὸ καὶ δὲν εἶ­πε «τώ­ρα ποὺ με­τάνιω­σα θ’ ἀρ­χί­σω νὰ ζῶ μὲ νη­στεῖ­ες, προ­σευ­χὲς καὶ ἀ­γρυ­πνί­ες». Ἂν τὸ ἔ­κα­νε αὐ­τό, θὰ ἀ­πο­κοί­μι­ζε τὴ συ­νεί­δη­σή του καὶ δὲν θὰ πο­λε­μοῦ­σε τὴν αἰ­τί­α τῆς κα­τά­στα­σής του καὶ δὲν θὰ ἀ­πο­κα­θι­στοῦ­σε τὴ σχέ­ση του μὲ τὸν Θε­ό. Κατ’ ἐπέκταση δὲν θὰ ἄ­κου­γε τὸ «σή­με­ρα αὐ­τὸ τὸ σπί­τι σώ­θη­κε, για­τὶ καὶ αὐ­τὸς εἶ­ναι παι­δὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ».

Ὁ Ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­ὰκ μᾶς διδάσκει καὶ λέ­ει: «μὲ ὅ,­τι ἔ­χα­σες τὸ ἀ­γα­θὸ μὲ αὐ­τὸ νὰ τὸ ἀ­πο­κτή­σεις. Ἂν δηλαδὴ χρω­στᾶς ὀ­βο­λὸν στὸν Θε­ό, δὲν δέ­χε­ται ἀν­τὶ γιὰ αὐ­τὸ νὰ τοῦ δώ­σεις μαρ­γα­ρί­τη. Ἂν ἔ­χα­σες τὴ σω­φρο­σύ­νη δὲν δέ­χε­ται ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἐφ' ὅ­σον ἐ­πι­μέ­νεις στὴν ἀ­πρέ­πει­α. Σὲ και­ρὸ θέ­ρους δὲν ἀν­τι­με­τω­πί­ζεις τὴ ζέ­στη μὲ τὰ ροῦ­χα τοῦ χει­μώ­να. Ἔ­τσι ὁ κα­θέ­νας ὅ,­τι σπεί­ρει, αὐ­τὸ καὶ θὰ θε­ρί­σει καὶ κά­θε ἀρ­ρώ­στια θε­ρα­πεύ­ε­ται μὲ τὰ δι­κά της φάρ­μα­κα».

Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἐνεργεῖ καὶ ὁ Ζακ­χαῖ­ος. Δὲν ὑ­πό­σχε­ται νὰ κά­νει ἐ­κεῖ­νο ποὺ δὲν θὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Κά­νει ἐ­κεῖ­νο ποὺ θὰ τὸν ὁ­δη­γή­σει στὴ θε­ρα­πεί­α καὶ θὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει τὴ σχέ­ση του μὲ τὸν Θε­ό. Ἀ­πὸ πλού­σι­ος ἔ­γι­νε φτω­χός. Καὶ ὁ Χρι­στὸς δέ­χτη­κε τὴ με­τά­νοι­ά του, για­τὶ ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νή.  Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἔ­ψα­χνε μὲ τὰ μά­τια του τὸν Χρι­στό, προ­σπα­θών­τας νὰ κα­τα­λά­βει ἂν ἡ με­τά­νοι­ά του θὰ γι­νό­ταν δε­κτή. Καὶ ἔ­γι­νε δε­κτή, διότι ἀκολουθήθηκε ὁ σω­στὸς τρό­πος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου