ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ)
(Λκ. 19, 1-10)
Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ὁ Ἰησοῦς εἰσῆλθε στὴν Ἱεριχὼ καὶ ὁ Ζακχαῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν γνωρίσει. Λόγῳ ὅμως τοῦ πλήθους καὶ τοῦ μικροῦ του ἀναστήματος ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα καὶ τὸν περίμενε νὰ περάσει. Ὁ Χριστός, ὅταν ἔφτασε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, σήκωσε τὸ βλέμμα του, εἶδε τὸν Ζακχαῖο καὶ τοῦ εἶπε «Ζακχαῖε, κατέβα γιατὶ σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου». Γιατί, ὅμως, ὁ Ζακχαῖος ἤθελε τόσο πολὺ νὰ δεῖ τὸν Χριστό; Καὶ γιατί ὁ Χριστὸς ἔδωσε τόση μεγάλη σημασία στὸν Ζακχαῖο καὶ τὸν τίμησε τόσο πολύ;
Κατὰ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία, ὁ Ζακχαῖος, διακατεχόταν ἀπὸ δύο σκέψεις: ἡ μία ἦταν νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἄλλη ἦταν μήπως ὁ Χριστὸς τὸν ἀπορρίψει. Οἱ σκέψεις αὐτὲς ἦταν συνέπεια τῆς ἐσωτερικῆς του κατάστασης. Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του τὸν εἶχαν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἦταν ἕνας στιγματισμένος ἁμαρτωλός. Συνεπῶς -μὲ βάση τὶς τότε ἀντιλήψεις- ἦταν ἀκάθαρτος καὶ ἄρα δὲν μποροῦσε νὰ πάρει μέρος στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἐπίσης ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, διότι αὐτοί, ἐπειδὴ τοὺς ἀδικοῦσε κατὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων, τὸν μισοῦσαν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν.
Ὁ Ζακχαῖος ζοῦσε χωρὶς ἀξιοπρέπεια καὶ αὐτοσεβασμό. Εἶχε σκοτίσει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὴν ἀποκαταστήσει. Ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ τὸν ὁδήγησε πρὸς τὸν Χριστό. Ἔτσι ἀφοῦ ἄκουσε ὅτι θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὴν πόλη του καὶ γνωρίζοντας ὅτι φερόταν μὲ ἐπιείκεια στοὺς ἁμαρτωλούς, θέλησε νὰ τὸν συναντήσει.
Διαπίστωνε ὁ Ζακχαῖος ὅτι ἂν ἤθελε νὰ μὴ ζεῖ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε νὰ μισήσει ὄχι μόνο τὴν κατάσταση ποὺ ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτία της: τὴν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου. Αὐτὴ τὸν εἶχε ὁδηγήσει στὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἀνθρώπων. Παίρνοντας αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, ἄρχισε νὰ σηκώνει τὸν σταυρό του. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ πόνο καὶ κόπο. Ὁ σταυρός του ἔγινε τὸ μέσο γιὰ νὰ ἀναρριχηθεῖ στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέλεξε νὰ πλησιάσει τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι νὰ λύσει τὰ πρβλήματά του μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο τὸν ἀποδέχθηκε, ἀλλὰ κατέλυσε καὶ στὸ σπίτι του.
Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα μας εἶναι σχέση πατέρα καὶ παιδιῶν, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι σχέση πληγωμένη καὶ γεμάτη πόνο. Ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη, οἱ πληγές, ὁ πόνος καὶ ὁ πόθος συνοδεύονται ἀπὸ τὰ συναισθήματά μας, συχνὰ μπερδεύουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς δικές μας καταστάσεις ποὺ θέλουμε νὰ ξεπεράσουμε.
Ἡ περίπτωση τοῦ Ζακχαίου μᾶς δείχνει τὸν σωστὸ δρόμο. Ὅταν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ σπίτι του, ἐκεῖνος εἶπε «Κύριε, ὑπόσχομαι νὰ δώσω τὰ μισά μου ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ ν’ ἀνταποδώσω στὸ τετραπλάσιο ὅσα πῆρα μὲ ἀπάτες». Ὁ ἄνθρωπος ἦταν τελώνης καὶ εἶχε κακὲς οἰκονομικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους. Δὲν ἦταν μέθυσος, πόρνος ἢ φονιάς. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶπε «τώρα ποὺ μετάνιωσα θ’ ἀρχίσω νὰ ζῶ μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἀγρυπνίες». Ἂν τὸ ἔκανε αὐτό, θὰ ἀποκοίμιζε τὴ συνείδησή του καὶ δὲν θὰ πολεμοῦσε τὴν αἰτία τῆς κατάστασής του καὶ δὲν θὰ ἀποκαθιστοῦσε τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Κατ’ ἐπέκταση δὲν θὰ ἄκουγε τὸ «σήμερα αὐτὸ τὸ σπίτι σώθηκε, γιατὶ καὶ αὐτὸς εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ».
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ μᾶς διδάσκει καὶ λέει: «μὲ ὅ,τι ἔχασες τὸ ἀγαθὸ μὲ αὐτὸ νὰ τὸ ἀποκτήσεις. Ἂν δηλαδὴ χρωστᾶς ὀβολὸν στὸν Θεό, δὲν δέχεται ἀντὶ γιὰ αὐτὸ νὰ τοῦ δώσεις μαργαρίτη. Ἂν ἔχασες τὴ σωφροσύνη δὲν δέχεται ἐλεημοσύνη, ἐφ' ὅσον ἐπιμένεις στὴν ἀπρέπεια. Σὲ καιρὸ θέρους δὲν ἀντιμετωπίζεις τὴ ζέστη μὲ τὰ ροῦχα τοῦ χειμώνα. Ἔτσι ὁ καθένας ὅ,τι σπείρει, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει καὶ κάθε ἀρρώστια θεραπεύεται μὲ τὰ δικά της φάρμακα».
Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἐνεργεῖ καὶ ὁ Ζακχαῖος. Δὲν ὑπόσχεται νὰ κάνει ἐκεῖνο ποὺ δὲν θὰ τὸν θεραπεύσει. Κάνει ἐκεῖνο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ θεραπεία καὶ θὰ ἀποκαταστήσει τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Ἀπὸ πλούσιος ἔγινε φτωχός. Καὶ ὁ Χριστὸς δέχτηκε τὴ μετάνοιά του, γιατὶ ἦταν ἀληθινή. Ὁ Ζακχαῖος ἔψαχνε μὲ τὰ μάτια του τὸν Χριστό, προσπαθώντας νὰ καταλάβει ἂν ἡ μετάνοιά του θὰ γινόταν δεκτή. Καὶ ἔγινε δεκτή, διότι ἀκολουθήθηκε ὁ σωστὸς τρόπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου