Κυριακή 28 Ἰανουαρίου 2018 ( ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ ) (Λουκ. ιη’ 10-14)
Δυό ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό, μᾶς λέει ἡ εὐαγγελική μας περικοπή. Γιατί ἆραγε; Γιά νά προσευχηθοῦν, μᾶς λέει ὁ Κύριος.
Πράγματι ὁ ἕνας, ὁ τελώνης, γιά νά προσευχηθεῖ ἀνέβαινε. Ὅμως ὁ Φαρισαῖος, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ἀπό τήν ὅλη παραβολή, τελικά δέν προσευχήθηκε στό Θεό ἀλλά στόν ἑαυτό του. Καί τότε ποιός ὁ λόγος νά πάει στό ναό; Προσέρχεται στόν ἱερότατο τόπο, γιά νά προσευχηθεῖ στόν ἑαυτό του; Ὁ Φαρισαῖος ἄλλωστε προσευχόταν σέ γωνίες τῶν δρόμων, σέ κεντρικές θέσεις, γιά νά τόν βλέπουν πολλοί. Δέν τοῦ ἔφθανε αὐτό; Ἤθελε, φαίνεται, μεγαλύτερη δημοσιότητα. Ἤθελε νά προσευχηθεῖ κάπου πού θά τόν ἔβλεπαν περισσότερα μάτια. Ὁ ναός, λοιπόν, ἦταν χῶρος καλύτερος γι’ αὐτό τό σκοπό. Ἐδῶ θά τόν ἔβλεπαν πολλοί, καί μάλιστα ἄνθρωποι θεοσεβεῖς, ἀξιοπρεπεῖς, ἐνάρετοι, ἄνθρωποι τῆς καλῆς κοινωνίας. Γι’αὐτό, λοιπόν, καί ὁ Φαρισαῖος στάθηκε σέ μία θέση περίοπτη τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ, γιά νά τόν βλέπουν ὅλοι.
Ἐμεῖς γιατί πηγαίνουμε στό ναό τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς, γιά νά προσευχηθοῦμε,θά ἀπαντήσουμε,γιά νά λατρεύσουμε τόν Θεό! Μήπως, ὅμως, κι ἐμεῖς κάποτε ἀσυναίσθητα μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ θέλουμε νά προβάλουμε τήν ἀρετή μας ἤ καί τά ἐνδύματά μας, γιά νά μᾶς θαυμάζουν οἱ ἄλλοι; Καί ἀντί νά προσευχόμαστε στό Θεό, ἐπιδεικνύουμε τό ἐγώ μας, προσευχόμαστε στόν ἑαυτό μας;
Ὁ Φαρισαῖος ἔπιασε μιά κεντρική θέση. Καί πῆρε μιά στάση πού ἀποκάλυπτε τό ἀταπείνωτο φρόνημά του, ἕναν ἀπροκάλυπτο ἐγωισμό σέ ὅλο του τό μεγαλεῖο. Κατόπιν ἔστρεψε ὑπεροπτικά τό βλέμμα του πρός τόν οὐρανό. Ἀλλά οὐσιαστικά δέν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο, παρά μόνο τόν ἑαυτό του. Κι ὅταν ἀκόμη ἔρριξε ἕνα βλέμμα πρός τούς γύρω του, τό ἔκανε αὐτό, γιά νά ἐπιβεβαιώσει τή δική του ὑπεροχή. Ἀντίθετα σέ μία ἄκρη τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ στάθηκε ἕνας τελώνης, μακριά ἀπό τό θυσιαστήριο. Δέν τολμοῦσε ὄχι μόνο τά χέρια του ἀλλά οὔτε καί τό πρόσωπό του νά ὑψώσει πρός τόν οὐρανό. Διότι ἔκρινε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς θέας τοῦ Θεοῦ. Καί χτυπώντας τό στῆθος του, κτυποῦσε τήν ἁμαρτωλή καρδιά του, τήν ἔνοχη συνείδησή του. Μέ τήν ὅλη στάση του ἀποκάλυπτε τό ἀπαρρησίαστο τῆς ψυχῆς του, τή μεγάλη του ταπείνωση.
Βέβαια, ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς σήμερα νά χτυποῦμε τό στῆθος μας μέσα στό ναό, οὔτε νά στρέφουμε τό βλέμμα μας στή γῆ. Ὅμως μᾶς ζητᾶ νά στεκόμαστε στόν ἱερό ναό μέ ἱερό δέος, μέ φόβο καί τρόμο καί ταπείνωση πολλή. Νά στεκόμαστε μέ συντριβή ψυχῆς καί ὄχι μέ ὑποκριτικά σχήματα, γιά νά φαινόμαστε εὐσεβεῖς καί δίκαιοι. Νά μή στρέφουμε τά βλέμματά μας δεξιά καί ἀριστερά, ἀλλά νά τά ἔχουμε διαρκῶς προσηλωμένα στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό μέ συναίσθηση τῆς δικῆς μας ἀναξιότητας καί τῆς δικῆς του μεγαλειότητας. Νά στεκόμαστε στό ναό μέ εὐλάβεια ἀληθινή καί συντριβή, μέ «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. ν’ 19). Μέ τή συναίσθηση ὅτι εἴμαστε οἱ τελευταῖοι ὅλων τῶν πιστῶν πού παρευρίσκονται στό ναό.
Τί ζήτησε ἆραγε ὁ Φαρισαῖος ἀπό τό Θεό στήν προσευχή του; Θά μᾶς φανεῖ ἀκατανόητο, ἀλλά δέν ζήτησε ἀπό τόν Θεό τίποτε! Διότι ἦταν ἱκανοποιημένος ἀπό τήν κατάστασή του. Ἡ προσευχή του ἦταν ἕνας ἔπαινος καί θυμίαμα πρός τόν ἑαυτό του. Δέν ἦταν κἄν προσευχή αὐτά πού ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος. Βέβαια ἀπό τά λόγια του φαίνεται νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ὅμως στήν πραγματικότητα συγχαίρει τόν ἑαυτό του. Διότι ὅλες τίς ἀρετές πού ἀπαριθμεῖ τίς θεωρεῖ δικό του κατόρθωμα. Καί μάλιστα φτάνει στό σημεῖο νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, πιστεύοντας πώς αὐτός μόνο εἶναι ἐνάρετος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, «οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων», εἶναι ἁμαρτωλοί.
Ἀντίθετα ἡ προσευχή τοῦ τελώνου ἦταν πολύ σύντομη. Μιά πολύ σύντομη προσευχή. «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ἔλεγε διαρκῶς. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του καί τό δέος μπροστά στόν Θεό δέν τοῦ ἔδιναν τό δικαίωμα νά λέει πολλά. Τά λόγια του ἦταν ἐλάχιστα. Περιέκλειαν, ὅμως, τά πάντα. Διότι αὐτή ἡ σύντομη προσευχή του περιέχει κάθε τι πού μπορεῖ νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος στό Θεό. Ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός καί μέ συντετριμμένη καρδία ἐκζητοῦσε μόνο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί τήν προσευχή του αὐτή τήν συνόδευε μέ στεναγμούς, ἴσως καί μέ λυγμούς, πού ἔπνιγαν τά λόγια του.
Πόση δύναμη ἔχει αὐτή ἡ σύντομη τελωνική προσευχή! Καί μάλιστα ὅταν τήν ψελλίζουμε μέ μετάνοια καί συντριβή! Ἑλκύουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καθαρίζουμε μέ τά δάκρυά μας τήν ψυχή μας ἀπό τίς τόσες ἁμαρτίες μας, ἀνακουφιζόμαστε ἀπό τήν ἔνοχη συνείδησή μας, ξεκουραζόμαστε μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κάνουμε τόν Θεό νά γίνει ἵλεως καί νά μᾶς εἰσακούσει.
Ἄς τήν λέμε, λοιπόν, καθημερινά μέ συντριβή καί πόνο: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καί ἐλέησόν με. Καί ὁ Θεός θά μᾶς εὐσπλαχνίζεται καί θά γίνεται ἵλεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου