ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

(Λκ. 18, 10-14)

Ἡ πα­ρα­βο­λὴ τοῦ Τε­λώ­νου καὶ τοῦ Φα­ρι­σαί­ου εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα δι­δα­κτι­κή, δι­ό­τι μᾶς ὑποδεικνύει δύο βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς. Πρῶτον, τὸ ὅ­τι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος συ­ναι­σθαν­θεῖ τὰ σφάλ­μα­τά του καὶ με­τα­νο­ή­σει καὶ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δι­και­ώ­νε­ται καὶ προσλαμβάνεται ξανὰ ὡς κατὰ χάριν υἱός. Δεύτερον, τὸ ὅτι ὅ­ταν θε­ω­ρή­σει κανεὶς τὸν ἑ­αυ­τό του δί­και­ο, ἀ­να­μάρ­τη­το, ἐπαρκῆ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση κρι­τὴ ὅ­λων τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων, ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ὡς ὑποκριτής.


Οἱ Τε­λῶ­νες, ὡς φο­ρο­ει­σπρά­κτο­ρες καὶ ὡς ὄρ­γα­να τῶν Ρω­μαί­ων, ἦ­ταν πρό­σω­πα ἰ­δι­αί­τε­ρα μι­ση­τὰ γιὰ τὸν λα­ὸ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Κα­τὰ τὴν εἴ­σπρα­ξη τῶν φό­ρων προ­έ­βαι­ναν σὲ αὐ­θαι­ρε­σί­ες, ἐκ­με­ταλ­λευ­ό­με­νοι τὸν ἁ­πλὸ λα­ό. Ἐ­ξοῦ καὶ ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός τους ὡς με­γά­λων ἁ­μαρ­τω­λῶν. Ὁ Τε­λώ­νης, ὅ­μως, τῆς ση­με­ρι­νῆς πα­ρα­βο­λῆς φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­χε συ­ναί­σθη­ση τῶν ἀ­δι­κι­ῶν του, καὶ ἀντίληψη τῶν σφαλμάτων του. Ἔτσι ἀ­νέ­βη­κε στὸν Να­ὸ γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ καὶ ἐν μετανοίᾳ καὶ συντριβῇ καρδίας νὰ ἐπικαλεστεῖ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ.

Στὸν Να­ὸ ἀ­νέ­βη­κε καὶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐ­υ­πό­λη­πτος στὰ μά­τια τοῦ λα­οῦ, δί­και­ος, ἄ­μεμ­πτος καὶ ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα πι­στὸς τη­ρη­τὴς τῶν διατάξεων τοῦ Νό­μου τοῦ Θεοῦ. Φτά­νον­τας ὅμως στὸν Να­ὸ ἐπέδειξε μία παράδοξη συμπεριφορά, πλήρη ἐγωισμοῦ. Δὲν προ­σευ­χή­θη­κε δηλαδὴ στὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ τὸν δο­ξο­λο­γή­σει καὶ νὰ ἐ­πι­κα­λε­στεῖ τὸ ἔ­λε­ός του, ἀλλὰ ἀ­φοῦ στά­θη­κε ἐ­πι­δει­κτι­κὰ σὲ μί­α πε­ρί­ο­πτη καὶ δι­α­κε­κρι­μέ­νη θέ­ση τοῦ Να­οῦ, ἄρ­χι­σε με­γα­λο­φώ­νως νὰ αὐ­το­εγ­κω­μι­ά­ζε­ται, νὰ ἐ­παι­νεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, νὰ τὸν δι­και­ώ­νει, νὰ ἀ­πα­ριθ­μεῖ τὶς κα­λές του πρά­ξεις: «νη­στεύ­ω», ἔλεγε, «δὶς τοῦ σαβ­βά­του, ἀ­πο­δε­κα­τῶ πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι», καὶ νὰ κα­τα­κρί­νει ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους. Θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἀναμάρτητο καὶ τέλειο στὴν τήρηση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, δὲν δίστασε νὰ ἐκφράσει τὴν εὐχαριστία του πρὸς τὸν Θεό, δι­α­κρί­νον­τας αὐ­τά­ρε­σκα τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους καὶ βέ­βαι­α καὶ ἀ­πὸ τὸν Τε­λώ­νη: «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι», ἔλεγε, «ὅτι οὐκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀν­θρώ­πων... ἢ καὶ ὡς οὗ­τος ὁ τε­λώ­νης».

Οὐ­σι­α­στι­κὰ δη­λα­δή, ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ἀ­νέ­βη­κε στὸν Να­ὸ γιὰ νὰ αὐ­το­δι­και­ω­θεῖ καὶ νὰ προ­βλη­θεῖ στοὺς ἀν­θρώ­πους, ὡς ὁ τέ­λει­ος καὶ ἀ­να­μάρ­τη­τος, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους, τοὺς ὁποίους θεωροῦσε καὶ χαρακτήριζε ὡς ὑποδεέστερους, ὡς ἁ­μαρ­τω­λούς, φαύλους, δι­ε­φθαρ­μέ­νους, ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κους καὶ μοι­χούς. Δι­α­φη­μί­ζον­τας τὴν ἐκ μέ­ρους του τή­ρη­ση τοῦ Νό­μου, δηλαδὴ τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας, τῆς νη­στεί­ας καὶ τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἕ­νας ἐ­πι­φα­νει­α­κὸς ἄν­θρω­πος, γε­μά­τος ἐ­γω­ι­σμὸ καὶ φι­λα­ρέ­σκει­α. Στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ἡ τή­ρη­ση τοῦ Νό­μου, ὁ ὁποῖος δίχως ἄλλο δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐν­τού­τοις ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­νώ­φε­λη, μά­ται­α καὶ κα­τα­λή­γει νὰ εἶ­ναι μί­α ἁ­πλὴ ἐ­φαρ­μο­γὴ κά­ποιων ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τύ­πων. Ἡ οὐ­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­φο­ρᾶ στὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ στὴ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­νε­πάρ­κει­άς μας, πρᾶγ­μα βέ­βαι­α ποὺ ὁ­δη­γεῖ καὶ στὴν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ἐ­λέ­ους τοῦ Θε­οῦ, ἀ­που­σί­α­ζε ἀ­πὸ τὸν Φα­ρι­σαῖ­ο. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διακήρυξε ὅτι ἀκόμα καὶ ἐὰν τηρήσουμε ὅλο τὸν Νόμο, πάλι παραμένουμε «δοῦλοι ἀχρεῖοι», παραμένουμε δηλαδὴ σὲ μία κατάσταση ἀνεπάρκειας, ὅπου ἡ ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία ὥστε νὰ σωθοῦμε. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τελικὰ ἡ παραβολὴ τελειώνει, κατακρίνοντας τὸν Φαρισαῖο.

Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν ὑ­πο­κρι­σί­α καὶ τὴν αὐ­το­δι­καί­ω­ση τοῦ Φα­ρι­σαί­ου, ὁ Τε­λώ­νης ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἀ­λη­θι­νὴ με­τά­νοι­α. Συ­ναι­σθα­νό­με­νος τὰ με­γά­λα σφάλ­μα­τά του, κα­θὼς καὶ τὶς πάμ­πολ­λες ἀ­δι­κί­ες ποὺ ἔ­κα­νε, ἐ­λε­ει­νο­λο­γεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του. Στέ­κε­ται κά­που ἀ­πό­με­ρα καὶ μὲ τὸ βλέμ­μα κά­τω λυ­πᾶ­ται, με­τα­νο­εῖ πραγ­μα­τι­κὰ καὶ ζη­τᾶ μὲ συν­τρι­βὴ καὶ αὐ­το­ε­ξου­δέ­νω­ση τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ: «ὁ Θε­ός, ἰ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ», λέει. Καὶ ὄν­τως, ὁ Τε­λώ­νης ἐ­πι­τυγ­χά­νει τὸ ζη­τού­με­νο. Ἡ προ­σευ­χή του εἰ­σα­κού­ε­ται καὶ λαμ­βά­νει τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του, τὴ δι­καί­ω­ση καὶ τὴν υἱ­ο­θε­σί­α ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ.

Αὐ­τὸ ποὺ οὐ­σι­α­στι­κὰ με­τρά­ει στὸν Θε­ὸ δὲν εἶ­ναι ἡ μι­κρὴ ἢ ἡ με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α κά­ποιου ἢ καὶ ἡ ἐν­δε­χό­με­νη τήρηση κάποιων ἐξωτερικῶν θρησκευτικῶν τύπων, ἀλ­λὰ ἡ με­τά­νοι­α ποὺ θὰ ἐ­πι­δει­χθεῖ. Αὐ­τὴ εἶ­ναι τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό. Ὁ Χρι­στὸς ξε­κι­νῶν­τας τὸ κή­ρυγ­μά του δὲν ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους τὴν ἀ­να­μαρ­τη­σί­α, ἀλ­λὰ τὴ με­τά­νοι­ά τους καὶ τὴ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τάς τους. Ἔ­τσι ὁ­δη­γεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος στὸν Θε­ό, ἐ­νῶ ἡ ἀντίληψη τῆς πνευματικῆς ἐπάρκειας καὶ ἡ αὐ­το­δι­καί­ω­ση τὸν ἀ­πο­μα­κρύ­νει. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στός, στὸ τέ­λος τῆς πα­ρα­βο­λῆς, δη­λώ­νει μὲ ἔμ­φα­ση ὅ­τι «ὁ ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, ὁ δὲ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου