ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
( Λουκ. ιη’ 1824 )
28 Ἰανουαρίου 2018
«Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 18,11).
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς τέσσερεις Κυριακὲς, ποὺ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς πύλη. Ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ περάσουμε στὴν ἱερὴ περίοδο, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ Πάσχα. Ἡ πύλη ποὺ διευκολύνει τὴν πρόσβασή μας στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς μετανοίας, ὅπου θὰ πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγήσει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Τὴν Κυριακὴ αὐτὴ, ποὺ στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ὀνομάζεται «Κυριακή του Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου», ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μᾶς ὠθήσει πρὸς τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, θέτει γιὰ ἄλλη μία φορὰ, μπροστὰ μας τὴν εἰκόνα δύο ἀνθρώπων, ποὺ ἀνεβαίνουν στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν.
Ὁ Φαρισαῖος, εἶναι ὁ εὐσεβὴς καὶ δίκαιος στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας «καλὸς χριστιανὸς» μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στὴ συνείδηση ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ἕνας ὑπερήφανος κι ὁ ἄλλος συντετριμμένος. Ἂς δοῦμε ὅμως τὴν εἰκόνα τοῦ Φαρισαίου.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκρουστικὸς τύπος ἀπὸ τὸν ἀλαζόνα καὶ ὑπερήφανο. Ξεχωρίζει μὲ ἀλαζονικὸ τρόπο τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Φτιάχνει ἕνα φανταστικὸ, ἐπηρμένο θρόνο, στὸν ὁποῖο κάθεται μὲ ἀγέρωχο ὕφος καὶ βλέπει ὅλους τούς ἄλλους μὲ περιφρόνηση. Ἂν ἔχει κάτι καλὸ τὸ μεγαλοποιεῖ, τὸ ὑπερεκτιμᾶ, τὸ παριστάνει μὲ τὴν φαντασία του σὰν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο δικό του κατόρθωμα καὶ προνόμιο. Δίπλα σ’ αὐτὸ προσθέτει καὶ ἄλλα φανταστικὰ καὶ ἀνύπαρκτα κατορθώματα, γιὰ νὰ κάνει, ὅπως νομίζει, ἀκόμη λαμπρότερο τὸ θρόνο τῆς ματαιοδοξίας του. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ βρίσκεται σὲ μία τέτοια κατάσταση, μπορεῖ μὲ ἀσέβεια νὰ ὑπερηφανεύεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ περιφρόνηση νὰ μιλάει γιὰ τὸν συνάνθρωπό του: «Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων».
Ἂν παρατηρήσουμε προσεκτικὰ τὸν φαρισαῖο τῆς παραβολῆς θὰ δοῦμε, ὅτι εἶναι ἀσεβὴς καὶ ἱερόσυλος. Χρησιμοποιεῖ ὅ,τι ἱερὸ ὑπάρχει γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του. Προσεύχεται στὸ ναό, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ λατρεύσει τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοποθετήσει καὶ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό του, τὸ δικό του εἴδωλο. Σταμάτησε στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, «καθ’ ἑαυτόν», ἀγέρωχος, δηλαδὴ, ἄκαμπτος, ὑπερήφανος καὶ μεγαλοπρεπής, μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, χωρὶς νὰ καταδεχθεῖ νὰ σκύψει μὲ εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν συμπεριφορὰ του παραμερίζει τὸν Θεὸ καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν ναὸ ὡς τόπο καὶ εὐκαιρία νὰ ἐπιδείξει στοὺς προσκυνητὲς τὸ ἑαυτό του. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς προσκυνητὲς τοῦ ναοῦ: «Σὲ μένα στρέψετε τὴν προσοχὴ καὶ τὰ μάτια σας· ὄχι στὸ ναὸ καὶ στὸν οὐρανό. Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ».
Ὡς ἱερόσυλος ὁ Φαρισαῖος, ἔτσι χρησιμοποιεῖ τὴν προσευχή. Διότι τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ προνόμιο ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Πανάγαθος Κύριος νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Νὰ Τὸν δοξάζουμε γιὰ τὸ ἄπειρο μεγαλεῖο Του, νὰ Τοῦ ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας γιὰ τὶς ἀνεκτίμητες δωρεές Του, νὰ Τοῦ ἐκθέτουμε μὲ σεβασμὸ τὶς ἀνάγκες μας, νὰ ζητοῦμε μὲ πίστη τὴ χάρη Του καὶ τὴ βοήθειά Του. Ὁ Φαρισαῖος, ὅμως, ἀσεβὴς πρὸς τὸν Θεό, χρησιμοποίησε τὸν ἱερὸ αὐτὸ θεσμὸ τῆς προσευχῆς ὄχι γιὰ νὰ δοξάσει τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάσει τὸν ἑαυτό του. Γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅτι, δῆθεν, προσεύχεται καὶ νὰ τοὺς παρασύρει νὰ ἀκούσουν τὸ αὐτολιβάνισμά του.
Ποιὸ ἦταν τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς του; Τί ἔλεγε πρὸς τὸν Θεό; Στὸν Θεὸ δὲν ἔλεγε τίποτε, ἔλεγε μόνο πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διαλαλοῦσε τὴν φανταστικὴ ὑπεροχὴ καὶ ἀνωτερότητά του σὲ σύγκριση μὲ ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ προσευχὴ του εἶναι μία ἀποκρουστικὴ καὶ ἐξοργιστικὴ διαφήμιση τῆς «ἀναμαρτησίας» του, ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπῆρχε. Κατηγοροῦσε τοὺς πάντες. Ἔλεγε: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Ποῦ γνώριζε ὅμως αὐτὸς τί ἦταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Κι ἂν εἶδε μερικοὺς νὰ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι καὶ μοιχοί, μὲ ποιὰ λογικὴ γενικεύει αὐτὴ τὴν διαπίστωση καὶ χαρακτηρίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους ὡς ἁμαρτωλούς; Ποιὸς τοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει καὶ νὰ κατακρίνει τοὺς πάντες;
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθανε ἡ γενικὴ καταδίκη ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων, στράφηκε μὲ καταφρόνηση πρὸς τὸν τελώνη. Τὸν ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του σὲ ὅλους καὶ μὲ ἐγωισμὸ πρόσθεσε στὰ λεγόμενά του: «οὐκ εἰμί…ὥσπερ οὗτος ὁ τελώνης». Ποῦ γνώριζε ὁ φαρισαῖος τί γινόταν στὴν καρδιὰ τοῦ τελώνου καὶ τί ἔλεγε ὁ Θεὸς τὴν ὥρα ἐκείνη στὸν εἰλικρινὰ μετανοημένο τελώνη; Ὑπῆρξε πραγματικὰ μεγάλος ἁμαρτωλὸς ὁ τελώνης ἀλλὰ δὲν ἦταν πλέον. Ἕνας ἦταν ἐκεῖ ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ὑπερήφανος καὶ ἀλαζονικὸς φαρισαῖος, τὸν ὁποῖο ὁ ἑωσφορικὸς ἐγωισμὸς τὸν παρέσυρε, ὅπως συμβαίνει πολὺ συχνὰ μὲ τοὺς ἐγωπαθεῖς, νὰ καταδικάζει ὅλους τούς ἄλλους καὶ νὰ παρουσιάζει τὸν ἑαυτὸ του ὁλόλευκο κρίνο, μοναδικὸ φαινόμενο ἀναμαρτησίας στὸν κόσμο.
Δὲν σταμάτησε ὅμως ἐδῶ. Συνέχισε τὸ ἐγωιστικὸ ὑβρεολόγιό του ἐναντίον τῶν ἄλλων. Συνέχισε νὰ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἄρχισε νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς δῆθεν ἀρετές του, γιὰ τὶς ὁποῖες θεωροῦσε ὑποχρεωμένο κατὰ κάποιο τρόπο τὸν Θεὸ νὰ τὸν βραβεύσει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὸν τιμήσουν καὶ νὰ τὸν δοξάσουν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ δῆθεν ἀρετές του; Μήπως ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ καλωσύνη, ἡ πραότητα καὶ ἡ μακροθυμία, ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ προθυμία γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὅσων εἶχαν ἀνάγκη, ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς τέκνα Θεοῦ; Ἦταν, ὅπως δίδασκε ὁ Νόμος, ἡ ἐξ ὅλης της καρδιᾶς καὶ ψυχῆς καὶ διανοίας ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὰ καλὰ ἔργα, πού ἡ ἀγάπη ἐπιβάλει; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἁπλῶς ὅλες οἱ ἀρετὲς του ἦταν ἡ τήρηση δύο τυπικῶν καὶ ἀνώδυνων μᾶλλον καθηκόντων. Ἡ νηστεία του δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἡ προσφορὰ στὸ ναὸ τοῦ ἑνὸς δεκάτου ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά του.
Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε μὲ κάθε ἐγωιστή. Ἂν τύχει καὶ κάνει κανένα καλὸ ἔργο τὸ ὑπερβάλλει καὶ τὸ διαφημίζει, γιατί τὸ κάνει ὄχι γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλὰ «εἰς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Ἀλλὰ κι ἀκόμη ὁ Φαρισαῖος ἐφάρμοζε πλήρως τὸ Μωσαϊκὸ νόμο κι ἂν τηροῦσε «πᾶσαν δικαιοσύνην», πάλι ἡ ἀρετή του θὰ ἦταν ἕνα τίποτε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε. Κι ἂν εἶχε κάνει κάποιο καλὸ ἔργο, αὐτὸ εἶναι, ἔλεγε τοῦ Θεοῦ. Ποῦ νὰ φανεῖ ὅμως τέτοια εὐαισθησία στοὺς φαρισαίους. Ὁ φαρισαῖος λατρεύει τὸν ἑαυτὸ του ἐνῶ καταφρονεῖ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ γίνεται μισητὸς στὸν Θεό. Ἀποκρουστικὸς στοὺς ἀνθρώπους. Πολὺ σωστὰ τὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς μᾶς συμβουλεύει: «Φαρισαίου φύγομεν ὑψηγορίαν».
Ἀγαπητοί μου, Ἂς ξεκινήσουμε, λοιπὸν, τὸ ταξίδι μας πρὸς τὸ Πάσχα, συνειδητοποιώντας, ὅτι εἴμαστε φαρισαῖοι. Εἴμαστε φαρισαῖοι ποὺ καλούμαστε νὰ γίνουμε τελῶνες. Κι ἂν, ἔστω καὶ γιά λίγο, κατορθώσουμε νὰ δοῦμε, ὅτι δὲν εἴμαστε τίποτε παραπάνω ἀπὸ «ἀχρεῖοι δοῦλοι», τότε θὰ ἔχουμε κάνει μία ἀρχή. Θὰ ἔχουμε πάρει τὸν δρόμο, ποὺ, μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη, «ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», καὶ τὴ μετάνοια, ὁδηγεῖ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ χαρὰ τοῦ ἀναστάσιμου θριάμβου Του. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου