Κυριακή 14 Ἰανουαρίου 2018 ( ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ ) (Ματθ. δ’ 12-17)
Ὅταν ὁ Κύριός μας πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος συνελήφθη καί κρατεῖται στή φυλακή, ἀναχώρησε στή Γαλιλαία γιά νά ἀρχίσει συστηματικά πλέον τό δημόσιο ἔργο του. Ἐφόσον τό ἅγιο στόμα τοῦ Ἰωάννου σίγησε, ἐφόσον ἡ φωνή τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ δέν θά ἀκούγεται πλέον, ὁ Κύριος ἀρχίζει τή δημόσια διδασκαλία του. Τώρα πού ὁ Ἰωάννης τελείωσε τήν προδρομική του ἀποστολή, ξεκινᾶ ὁ Κύριος τό σωτηριῶδες ἔργο του. Τό ἀστέρι δύει καί ἀνατέλλει ὁ ἥλιος.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος προπορεύθηκε «ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιού» (Λουκ. α’ 17), ἑτοίμασε τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, ἄνοιξε τόν δρόμο. Τά πλήθη τῆς Ἰουδαίας καί ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου δέν θά ἄκουγαν πλέον τή φωνή του. Τό προδρομικό κήρυγμα τῆς μετανοίας, πού προετοίμασε τόν λαό νά ὑποδεχθεῖ τόν Κύριο, τώρα λαμβάνει τέλος. Καί ὁ Κύριος περιμένει τήν ὥρα αὐτή, χωρίς νά βιάζεται. Περιμένει πρῶτα νά τελειώσει τήν ἀποστολή του ὁ Ἰωάννης. Δέν ἐκδηλώνει πλήρως τή θαυματουργική του δράση οὔτε διδάσκει ἐπίσημα στά πλήθη. Ἀρχίζει τό ἐπίσημο δημόσιο ἔργο του, ὅταν ἔρχεται ἡ κατάλληλη στιγμή. Γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Χριστός «μέσος ὑμῶν ἕστηκεν, ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε» (Ἰω. α’ 26). Εἰσέδυσε φυσιολογικά στήν ἱστορία καί τή ζωή μας. Ἡ Παλαιά Διαθήκη τελείωσε πλέον, τώρα ἀρχίζει ἡ Καινή Διαθήκη. Ἰδού «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. α’ 15).
Πόσα ἔχει νά μᾶς διδάξει αὐτή ἡ μετάβαση ἀπό τή μία ἐποχή στήν ἄλλη. Μία μετάβαση πού γίνεται τόσο ὁμαλά, ἁπαλά, διακριτικά. Μέ σύνεση καί σοφία. Τά ὄντως μεγάλα καί ἱερά πράγματα στήν πορεία τοῦ κόσμου δέν γίνονται μέ ἐντάσεις, ἐντυπωσιασμούς καί ἐπαναστάσεις, γίνονται μέ ἱερή σιγή. «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως» (Λουκ. ιζ’ 20). Ἀλλά φυσικά, ἀβίαστα καί ἀδιόρατα. Καί μαθαίνουμε ἀπό αὐτό νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι τῆς διακρίσεως καί τῆς συνέσεως. Νά ἐπιδιώκουμε τό καθετί νά γίνεται στήν ὥρα του μέ τόν κατάλληλο τρόπο.
Ὁ Κύριος ἐγκαταστάθηκε πλέον στή δυτική ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ὁ πληθυσμός ἦταν πυκνός καί μικτός ἀπό Ἰουδαίους καί ἐθνικούς. Ἐγκαταστάθηκε σέ μία πόλη παραλίμνια τῆς Γαλιλαίας, τήν Καπερναούμ, τήν ὁποία ἐπέλεξε ὡς καταλληλότερο κέντρο γιά τήν δημόσια δράση του. Ἡ πόλη αὐτή ἀξιώθηκε νά ἀκούσει ὑπέροχες διδασκαλίες, νά δεῖ καταπληκτικά θαύματα, νά φιλοξενήσει τόν Θεό τοῦ οὐρανοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος. Πόσο μεγάλη ἡ τιμή γιά τήν Καπερναούμ! Ὁ Κύριος τήν ἐπέλεξε ἀνάμεσα σ’ ὅλες τίς πόλεις τοῦ κόσμου. Ὅμως, οἱ κάτοικοί της δέν συναισθάνθηκαν τήν ὑψηλή τιμή πού τούς ἔκανε ὁ Κύριος. Δέν μετανόησαν. Γι’αὐτό καί ὁ Χριστός εἶπε σέ ἄλλη εὐκαιρία: «Καί σύ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ» (Ματθ. ια’ 23). Ἐσύ, Καπερναούμ, πού ἀξιώθηκες νά φτάσεις μέχρι τά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, θά κατεβεῖς ντροπιασμένη μέχρι τόν ἅδη. Καί συνεχίζει ὁ Κύριος: Ἐάν οἱ Σοδομίτες ἔβλεπαν τόσα θαύματα ὅσα εἶδες ἐσύ, Καπερναούμ, θά μετανοοῦσαν καί δέν θά καταστρέφονταν. Γι’ αὐτό καί προλέγει ὅτι οἱ Σοδομίτες θά ὑποφέρουν λιγότερο στήν κόλαση ἀπό ὅ,τι οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναούμ. Ἡ Καπερναούμ πλήρωσε ἄμεσα τήν περιφρόνηση πού ἔδειξε στόν Κύριο. Μετά ἀπό λίγα χρόνια καταστράφηκε ὁλοσχερῶς, ἐξαφανίστηκε ἀπό τό χάρτη.
Αὐτό θά πρέπει νά προβληματίσει ὅλους ἐμᾶς, πού χρόνια πολλά ἀξιωνόμαστε νά δεχόμαστε τόσες εὐεργεσίες ἀπό τόν Θεό. Τόσα ἀκοῦμε, τόσα βλέπουμε καί αἰσθανόμαστε. Καί τί κάνουμε; Ἀνταποκρινόμαστε στίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Κύριος, μόλις ἀρχίζει τή δημόσια δράση του, ἀνατέλλει ὡς πνευματικός ἥλιος στό πυκνό σκοτάδι τῆς ἀνθρωπότητος. «Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Ἐπί αἰῶνες οἱ ἄνθρωποι εἶχαν βυθιστεῖ μέσα στό πνευματικό σκοτάδι τῆς πλάνης καί τῆς ἀσέβειας. Οὔτε κἄν ἤλπιζαν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό αὐτό. Τώρα, ὅμως, ἀνέτειλε στή ζωή τους «φῶς μέγα», τό φῶς τό ἀληθινόν, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἔλαμψε καί ἀκτινοβόλησε καί διέλυσε τή σκιά τοῦ θανάτου, τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Αὐτό πού ἰδιαιτέρως θά πρέπει νά προσέξουμε ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ λαός αὐτός δέν βρῆκε τό φῶς ἐπειδή τό ζήτησε μόνος του, ἀλλά ἐπειδή ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε τό φῶς του. Δέν ζήτησαν πρῶτα οἱ ἄνθρωποι τό φῶς οὔτε ἔτρεξαν πρός αὐτό, ἀλλά τό φῶς ἐπεφάνη σάν νά τούς καταδιώκει.
Μᾶς καταδιώκει πράγματι τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ἆραγε τό δεχόμαστε στή ζωή μας; Ἀφήνουμε τό φῶς αὐτό νά ἀκτινοβολήσει μέσα μας καί ν’ ἀλλάξει τή ζωή μας; «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον», ἀλλά δυστυχῶς «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς», γράφει τό Εὐαγγέλιο (Ἰω. γ’ 19). Εἶναι τραγικό νά προσφέρει ὁ Χριστός τό φῶς του κι ἐμεῖς νά προτιμοῦμε νά ζοῦμε μέσα στό σκοτάδι.
Ἄς τρέξουμε, λοιπόν, πρός τό φῶς τό ἀληθινό, τόν Φωτοδότη Κύριό μας. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς στέλνει συνεχῶς τό ἱλαρό φῶς τοῦ προσώπου του, νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς λαμπρύνει καί νά μᾶς ἁγιάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου