ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ 
Ο ΑΝΘΡΑΞ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ

ΚΥΡΙAΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
(Ματθ. ΣΤ' 14-21)

Ὅσο καί νά προσπαθήσει ἐγωϊστικά καί αὐτοδύναμα ὁ ἄνθρωπος νά προσεγγίσει τόν Θεό, οὐδέποτε θά κατορθώσει νά ὑποτάξει μέσα στήν κρούστα τοῦ δικοῦ του ὑποκειμενισμοῦ, τήν διαλεκτική τοῦ Θεοῦ. Θά παραμένει πάντοτε στήν ἀντιδικία ἤ στήν ἀκούσια καί σκανδαλώδη ἀποδοχή. 
Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι μία τέτοια κατάσταση εἶναι ἀδύνατο νά ἐπιφέρει πνευματική προκοπή καί συναίσθηση προσωπικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Τριαδικό Θεό. 

Γι' αὐτό καί θά πρέπει νά γίνει κατανοητό, ὅτι ἡ θέση μας ἔναντι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτή τῆς εὐλογημένης ἀποδοχῆς καί ὑπακοῆς καί τῆς ἀγαπητικῆς διαθέσεως ἔναντι τοῦ Λατρευτοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ μία τέτοια δηλ. στάση ἀγάπης, πού ἑρμηνεύεται ὡς ἑκούσια καί καρδιακή ἀποδοχή τῶν θείων ἐντολῶν. Μία γνήσια καί ἀνεξάντλητη ὑπακοή, πού ἐπιβεβαιώνεται ἐκ μέρους μας μέ τόν προφητικό λόγο «λάλει Κύριε καί ὁ δοῦλος σου ἀκούει», ἀποτελεῖ καί τήν ἀρίστη προϋπόθεση, μά καί τό πρῶτο δεῖγμα, τοῦ ὅτι ἡ καρδιά μας μαγνητίζεται ἀπό τόν οὐράνιο θησαυρό. 
Καί αὐτός ὁ οὐράνιος θησαυρός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ἀποκαλυπτική του διδασκαλία.
Φυσικά, ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δέν μπορεῖ παρά νά μαγνητισθεῖ καί νά ἑλκύεται ἀπό ἐκεῖνο πού ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποδεχθεῖ ὡς θησαυρό. Ἐκεῖνο πού ἔχει ἀποδεχθεῖ, ἀλλά καί ἔχει κλείσει στόν ἐσωτερικό του κόσμο, σ΄ ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀγάπησε καί βεβαίως ἀγωνίζεται νά κατακτήσει. 
Καί ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κεντρικό ζήτημα, πού στήν ἔκφραση τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας «ὅπου ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» ὁ ἄνθρωπος σοκάρεται καί ἀρχίζει νά αἰσθάνεται γιά τά καλά τί θά πεῖ ὁλοκληρωτική ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ.
Βεβαίως, ὅσοι βρίσκονται ἐκτός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας μας καί μακριά ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ὅσοι συνειδητά ἔχουν ἐπιλέξει ὡς «χῶρο διαμονῆς» τους τούς «παγωμένους ὠκεανούς» τῆς ἀπιστίας καί τούς «κατεψυγμένους πόλους» τοῦ μίσους, ἀδυνατοῦν νά ἐννοήσουν τόν Κυριακό αὐτόν λόγο. 
Ἀλλά μήπως, φίλοι μου, καί ὅσοι ἔχουμε προσελκυσθεῖ ἀπό τήν ζωή τῆς πίστεως, ὅσοι ἔχουμε ζήσει ἔτη καί δεκαετίες μέσα στό πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς περισσότερο «γνώσεως» παρά ζωῆς, ἔχουμε τελικῶς συνειδητοποιήσει πώς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔχει διατυπώσει καί ἀποκαλυπτικά ἀναλύσει, μέσα σέ δύο παραβολές, τήν ἔννοια τοῦ «θησαυροῦ» μέ τό βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο περιεχόμενό του;
Ἡ πρώτη παραβολή εἶναι παρμένη ἀπό τήν ὄμορφη, ἀλλά περιφρονημένη ἀπό τήν γενιά μας, ἀγροτική ζωή (Ματθ. ΙΓ' 44), καί ἡ δεύτερη ἀναδύεται μέσα ἀπό τό ἄγχος καί τήν παραζάλη τῆς ἐμπορικῆς ζωῆς. Τῆς ζωῆς ἐκείνης, πού, ὅποιος τήν ἐπιλέγει, θά πρέπει νά γίνεται τόσο προσεκτικός στό κάθε βῆμα τῶν συναλλαγῶν του (Ματθ. ΙΓ' 45-46).
Ἡ οὐσία τῶν παραβολῶν εἶναι πώς ὁ θησαυρός εἶναι πολύτιμος. Μά ταυτοχρόνως καί κρυμμένος. Ἴσως νά βρίσκεται κάτω ἀπό τά πόδια σου, μά ἐσύ νά μένεις ἀνυποψίαστος. Κι αὐτός ὁ θησαυρός εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πού θά πεῖ, ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει κρυμμένη καί μυστική σέ ὅσους ἀπό τούς βαπτισμένους Ὀρθοδόξους εἶναι ἐπιπόλαιοι καί δέν ἔχουν διάθεση νά τήν βροῦν. Γιά δέ τόν ἀνυποψίαστο, πού οἱ κεραῖες τῆς καρδιᾶς του εἶναι ρυθμισμένες στό νά συλλαμβάνουν ἄλλα πράγματα, πεζά καί καθημερινά, ἡ βασιλεία αὐτή μοιάζει σάν νά μήν ὑπάρχει κἄν. 
Μόνον ὅποιος ἀρχίζει νά ἐννοεῖ ὅτι ὑφίστανται καί ἄλλες πραγματικότητες, πού δέν ἀναλύονται παρά στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς πού λαχταρᾷ τήν ἀγάπη, μόνο τότε μπορεῖ νά ἀνακαλύψει τί θησαυρός κρύπτεται μέσα στό χωράφι τῆς ὑπάρξεώς του. Καί ἐπειδή ἡ ἀξία τοῦ θησαυροῦ τῆς πίστεως, πού κορυφώνεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀδελφῶν, εἶναι ἀσύγκριτη καί ἀνυπέρβλητη, χρειάζεται ἀγώνας μεγάλος, τόσο γιά τήν κατάκτησή του, ὅσο καί γιά τήν διασφάλισή του. 
Ὁ καλός ἔμπορος, δέν χάνει καμμία εὐκαιρία πού τοῦ δίνεται. Ὅταν βρεῖ τόν «πολύτιμο μαργαρίτη», πουλάει τά πάντα γιά νά τόν ἀγοράσει. Δίνει τά πάντα γιά ν' ἀγοράσει τό ἕνα, πού στήν ἀξία του εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα πού κατεῖχε, καί πού ἕως τότε νόμιζε ὅτι αὐτά ἦσαν τά μοναδικά. Καί ὅταν πραγματοποιεῖ αὐτό, ὅταν δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει τό ποῦ βρίσκεται ὁ θησαυρός, ὅταν δώσει τά πάντα γι' αὐτόν τόν «πολύτιμο μαργαρίτη» καί τόν βρῆ, καί στή συνέχεια, ὅταν ἀγωνισθεῖ νά τόν διασφαλίσει μέσα στόν ἱερό ναό τῆς καρδιᾶς του, ἔ, φίλοι μου, ὁ ἕως τότε ἀναζητητής, ἀνακαλύπτει τότε τόν προορισμό του. Αὐτῆς δέ τῆς μακαριότητας καί εὐλογίας, «οὐκ ἔσται τέλος». 
Ἴσως τώρα νά ρωτήσει κάποιος: «Ναί, καταλάβαμε, ὅτι τελικῶς  αὐτός ὁ θησαυρός ὁ πολύτιμος, εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἀναπτύσσεται στό ἔδαφος τῆς πίστεως. Ἀλλά ποιοί εἶναι αὐτοί πού τόν ἀνακάλυψαν καί ποῦ βρίσκονται γιά νά τούς γνωρίσουμε; Καί, κατ' ἐπέκτασιν, πῶς θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ν' ἀνακαλύψουμε τόν ἀμύθητο αὐτό θησαυρό;». 
Μά, φίλοι μου, ἡ ἀπάντηση εἶναι τόσο εὔκολη, ἀφοῦ ἤδη γνωρίζουμε τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας καί συνάμα ἔχουμε φίλους καί ἀδελφούς τούς Ἁγίους μας. Αὐτές δηλ. τίς καταπληκτικές προσωπικότητες πού ἀποδεικνύουν στήν πράξη τί θά πεῖ νά στρέφεται ἡ καρδιά στόν οὐράνιο ἐκεῖνο θησαυρό, ὅπου «οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν».
Εἶναι πράγματι μεγάλο πρᾶγμα νά ἔχουμε κοντά μας καί δίπλα μας τούς ποδηγέτες αὐτούς πού πρίν ἀπό ἐμᾶς ἀνακάλυψαν, ἔσκαψαν, βρῆκαν, θησαύρισαν καί διαφύλαξαν τόν «πολύτιμο μαργαρίτη» καί τόν «οὐράνιον θησαυρόν» τῆς πίστεως, τῆς ἐν Χριστῷ δηλαδή ἀρετῆς καί τῆς ἀγάπης. Καί ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς τώρα, τό ἄν καί κατά πόσον θά ἀποδείξουμε τούς ἑαυτούς μας καλούς μαθητές καί γνήσια τέκνα τῶν θεοπνεύστων αὐτῶν σκαπανέων τῆς πίστεως καί τῶν ἀναρριχητῶν τῆς φωτόλουστης κορυφῆς τῆς ἀγάπης. 
Ἐννοεῖται δέ, ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ συνδράμει σέ πολύ μεγάλο βαθμό, ὅταν ἀποφασίσουμε αὐτόν τόν θησαυρό τῆς Σταυρικῆς Ἀγάπης νά τόν οἰκειοποιηθοῦμε. Τά φωτόμορφα μάλιστα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι δηλ., πού προσέχουν τόν κάθε τους λόγο καί τήν κάθε τους κίνηση ὥστε νά μή διασπαθίζεται καί νά μή χάνεται ἐκτός τοῦ Σώματος ὁ πλουτισμός τῆς ἐμπειρίας καί ὁ θησαυρός τῆς θεολογίας, μᾶς ὑποδεικνύουν ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ τήν μέθοδο καί τόν τρόπο, ὥστε ὁ ἀγώνας αὐτός νά εἶναι «νόμιμος». 
Καί τοῦτο, διότι ὑφίσταται πάντοτε καί ὁ μεγάλος κίνδυνος, ἐπάνω στήν ἀδιακρισία του κανείς, νά σκάπτει, ὄχι στό ἔδαφος πού κρύπτεται ὁ θησαυρός, ἀλλά στά μπάζα τοῦ ὑποκειμενισμοῦ, στήν χωματερή τῶν «φασμάτων τῆς ἀληθείας». Νά τειχίζει σέ προσχώσεις καί νά οἰκοδομεῖ σέ ἁρμύρες. Τότε, ἄν συμβαίνει αὐτό, ἀλλοίμονο ! Τά ἀδειανά κονσερβοκούτια, πού λίγο γυαλίζουν στόν ἥλιο, τά νομίζει γιά διαμάντια καί τόν ἀνθυγιεινό ἄνθρακα τόν ἐκλαμβάνει ὡς θησαυρό.  Ἔτσι καταντᾷ, ὥστε ὁ πλουτισμός του νά μήν εἶναι κἄν θησαυρός, καί τό χειρότερο, νά ἀντιτίθεται σέ ὅποιον σκάπτει στό κανονικό χωράφι ὑπό τήν καθοδήγηση τῶν ἐπαϊόντων, δηλ. τῶν φωτισμένων καί θεουμένων Ἁγίων. 
Φαντάζεται λοιπόν κανείς, πόσοι κόποι καί μόχθοι πᾶνε τελικά χαμένοι καί πόση βλάβη καί ζημιά ἤδη ἔχει ὑποστεῖ ἕνας τέτοιος ἔμπορος, πού ξεπουλᾷ τά ὄσα κατέχει γιά κάτι τι τό καλύτερο, καί τελικῶς ἐκεῖνο πού καταλήγει ν' ἀγοράσει δέν εἶναι παρά κίβδηλο, ἄχρηστο καί κυρίως ἐπιζήμιο, τόσο γιά τόν ἴδιον, ὅσο καί γιά ὅσους λαμβάνουν μέρος στήν πολύμοχθη ἀλλά ἀνεπιτυχῆ ἐπιχείρηση. 
Ἀλλά νά φυλάει ὁ Θεός ἀπό τέτοιες περιπτώσεις, πού, ἐκεῖνο τό ὁποῖο φανερώνουν, εἶναι ἡ αἰθαλομίχλη τῆς ἀδιακρισίας καί ὁ ὀχληρός γνόφος τῆς συγχύσεως καί τῆς πλάνης. Καί, ὅπως γίνεται σέ ὅλους φανερό, τό εὐρύτατο αὐτό φάσμα τῆς ἀκαταλληλότητας τοῦ ἐδάφους, τῆς ἐξόρυξης τοῦ ἄνθρακα καί τέλος ἡ «παζαριώτικη συλλογή καί ἀγοραπωλησία τῶν ρεταλιῶν», παρουσιάζει εὐρύτατο φάσμα «ἀδελφικῆς ἀπόνευσης» καί ξεδιπλώνει βεντάλια μεγάλων ἀποκλίσεων καί ἐποστράκισμα εὐαγγελικῆς συμπεριφορᾶς.
Στό πλαίσιο αὐτό τώρα, μπορεῖ κανείς νά ἁλιεύσει ἀπό περιπτώσεις οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό ἀκατάσχετη δίψα ὡς πρός τόν ἐπίγειο πλουτισμό καί τίς ἀθέμιτες ἀπολαύσεις τῶν ἡδονῶν, ἕως καί αὐτές τίς λεπτές ψυχικές ἀποχρώσεις πού ἀποκαλύπτουν τήν ἀντικειμενική ποιότητα τῆς «πνευματικῆς ζωῆς». Στήν παράγραφο δέ αὐτή ἐντάσσεται καί ἡ ἐμμονή ὁρισμένων, νά ἀποχωροῦν ἀπό τόν χῶρο πού ἔχει ἤδη ἀνακαλυφθεῖ ὁ «μαργαρίτης καί ὁ θησαυρός», καί (τό) νά σκάπτουν σέ διαφορετικά καί χέρσα χωράφια. Ἀλλά καί ἡ ἐπιμονή τους γιά ἀναρρίχηση ἀπό τά ὀλισθηρά ἀκρόβραχα, τά χαρτογραφημένα ἀπό τούς εἰδικούς μέ ἔνδειξη «ἐπικινδυνότητας», καί πού ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιλογῆς τους ἐπιφέρουν τό «σισύφειον δρᾶμα», στίς καλύτερες τῶν περιπτώσεων. 
Ἐπίσης, στούς χώρους αὐτούς τοῦ ἄκρατου ὐποκειμενισμοῦ, ἐπιπολάζει καί ἡ θεωρία ὅτι δῆθεν ὅλα τά «χωράφια» καί ὅλα τά «οἰκόπεδα» ἔχουν τήν ἴδια ἀξία, ἀφοῦ στό ὑπέδαφός τους δῆθεν διασφαλίζεται ἡ ἴδια «φλέβα χρυσοῦ». Δοξασίες, τῷ ὄντι καταγέλαστες, ἀφοῦ καί στίς δύο τῶν περιπτώσεων, καταδεικνύεται, τόσο ἡ ἀπουσία, ἤ μᾶλλον ἡ περιφρόνηση τῆς «λυδίας λίθου» ἐκ μέρους τοῦ «οἰκοπεδούχου Σισύφου», ὅσο καί ἡ ἔλλειψη ἐμπορικοῦ πνεύματος ἀπό τούς κυρίους τῆς κίβδηλης ἀγαπολογίας καί τοῦ προγραμματισμένου καί ἐπιδοτούμενου «ἀναδασμοῦ».
Φυσικά, ἡ κοινή συνισταμένη ὅλων αὐτῶν τῶν διελκυστίνδων καί τῶν φυγόκεντρων δυνάμεων, εἶναι ἡ ἀπουσία αὐτοῦ τοῦ πολύτιμου θησαυροῦ καί ἡ ἐμπορικότητα τοῦ «χρυσωμένου χαπιοῦ». Ὅσο δέ γιά τήν ἀγάπη, μά αὐτή ἀπουσιάζει σέ «μόνιμες διακοπές», ἀφοῦ οἱ παγεροί ἄνεμοι τοῦ κάθετου ἀπομονωτισμοῦ, καί ὁ λίβας τοῦ ἰσοπεδωτισμοῦ, τῆς ἀρνοῦνται πεισματικά τήν ὄμορφη καί ζεστή θαλπωρή.  
Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά συμβαίνει διαφορετικά, ὅταν ὁ «πολύτιμος μαργαρίτης», πού προσωποποιεῖται ἀπολύτως στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη Αὐτοῦ, καί κατ' ἐπέκταση στήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν, πῶς εἶναι δυνατόν, ὅταν ἀπό τρόπο ζωῆς καί βίωμα θείου ἔρωτος, ἁγιότητος καί ἀδελφικῆς ἀγάπης μέσα στήν λατρευτική σύναξη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, μεταβάλλεται, εἴτε σέ «θρησκευτική ἰδεολογία» καί σέ «καρικατούρα ποιμαντικῆς ὁδηγητικῆς», εἴτε σέ σχέδια πλουτισμοῦ, μέ τίμημα τόν στραγγαλισμό τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας; 
Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ καθέτως καί ὁριζοντίως ἡ ἀγάπη, ὅταν ἀπό τήν συνείδηση, στό κέντρο τῆς καρδιᾶς, χάνεται ἡ ἐπαφή πρός τό πρόσωπο, τό «κατ' εἰκόνα Θεοῦ», καί τά μέσα πρός κάθαρση μεταβάλλονται σέ ἐργαλεῖα καί σέ ὅπλα ἐναντίον τῶν «καθ' ἡμῶν»; 
Φυσικά, σέ τέτοιο σκληρό ἔδαφος καί (μέ ἀποδεδειγμένο τό) πετρῶδες ὑπέδαφος, μέ τέτοιες δηλ. προϋποθέσεις, εἶναι ἀδύνατον ν' ἀνθίσει καί νά εὐωδιάσει τό ἄνθος τῆς ἀγάπης. Οὐδέποτε αὐτό τό κίβδηλο κατασκεύασμα, θά διαχύσει τίς φωτεινές ἀποχρώσεις στίς πλευρές του. Στίς πλευρές τῆς  ἀνεπυτυχοῦς ἀπομιμήσεως τοῦ «διαμαντιοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας». 
Ἔτσι λοιπόν, ὁ θησαυρός παραμένει κρυμμένος καί τεθαμμένος. Ἡ δέ πνοή τῆς ἀγάπης περιφέρεται καί ζητεῖ νά βρεῖ καρδιές ζεστές, εἰλικρινεῖς καί ἁπλές, γιά ν' ἀνοίξει τούς μυρίπνοους κάλυκες καί γιά νά ὁδηγήσει, ὅσους μέ στοργή τήν φιλοξενοῦν, σέ Αὐτόν πού τήν ἔφερε στή γῆ καί τήν φύτευσε στόν ἀγρό τῆς Ἐκκλησίας μας διά τοῦ Σταυροῦ Του.
Ὅμως, δόξα τῷ Θεῷ φίλοι μου, γνωρίζουμε τόν θησαυρό τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πού ἀνακάλυψαν καί ἔζησαν οἱ μεγάλοι μας φίλοι, οἱ Ἅγιοι, τῇ ὑποδείξει καί χειραγωγίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνάμα δέ, ἔχουμε οἱ πιστοί, μέσα στήν λειτουργική καί ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, συνειδητοποιήσει τήν ἀλήθεια. Τήν ἀλήθεια, ὅτι οἱ ἱεροί καί θεοπαράδοτοι θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἡ νηστεία καί γενικῶς ἡ εὐλογημένη ἄσκηση, δέν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό, ἀλλά μέσα παιδαγωγικά, γιά νά φθάσει κανείς στόν εὐλογημένο, μοναδικό καί ἀπόλυτο σκοπό τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. 
Ὅταν, μάλιστα, τά ὑποβοηθητικά αὐτά μέσα, ἀπό τά τόσα βεβαίως πού ὑφίστανται στό θησαυροφυλάκιο τῆς βιωτῆς τῶν Πατέρων μας, ἐφαρμόζονται «ἐν κρυπτῷ», ὅταν δηλ. ὁ πιστός δέν «βγάζει ὄνομα ἀσκήσεως» καί δέν ἀποφεύγει τήν σύναξη «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», τότε «ὁ Πατήρ, ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ, ἀποδώσει ἐν τῷ φανερῷ».
Ἀδελφοί μου, ἡ εὐλογημένη καί κατανυκτική περίοδος πού ἐντός ὀλίγου θά εἰσέλθουμε, τῆς Ἁγίας δηλαδή καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, θά μᾶς βοηθήσει μέσῳ τοῦ σύντονου καί διακριτικοῦ ἀγώνα, (ἐννοεῖται δέ μέσα ἀπό ἰσσοροπημένη, ὄμορφη καί χαρούμενη διάθεση,) πλήν τῶν ἄλλων νά διαγνώσουμε, καί στήν συνέχεια νά θεραπεύσουμε, πάθη καί ἀδυναμίες πού ὁπωσδήποτε θά ἀνακαλύψουμε στό ὑπέδαφος τῆς ψυχῆς μας. Μή λησμονοῦμε ὅμως ποτέ, ὅτι ἡ ζωή μας θά πρέπει νά αὐξάνεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί νά εἶναι ἀπολύτως Χριστοκεντρική. 
Ναί, αὐτός ὁ Κύριος εἶναι ὁ θησαυρός μας. Αὐτός τό ἀκρότατο ἀγαθό. Αὐτός ὁ πόθος καί ἡ λαχτάρα τῆς καρδιᾶς μας, καί Αὐτός ὁ αἰώνιος πλουτισμός μας. Ἐνώπιον Αὐτοῦ, τά πάντα, ἀκόμα καί ἐκεῖνα πού ἔχουν κάποια ἀξία, χάνονται καί οὔτε κἄν μποροῦν νά προσεχθοῦν καί νά ἀξιολογηθοῦν. «Πάντα σκιά, κἄν δόξαν εἴπῃς, κἄν εὐδοκίμησιν, κἄν πλοῦτον, κἄν τρυφήν, κἄν ὁτιοῦν ἕτερον βιωτικόν» (Ἱ. Χρυσόστομος, Ὁμιλία ΚΘ' εἰς Β' Κορινθ.).
Ἀλλ' ἄς κλείσουμε μέ τοῦτον τόν ἐπιγραμματικό λόγο, πού μᾶς κάνει νά συνειδητοποιοῦμε τήν οὐσία τοῦ θησαυροῦ μας καί ρυθμίζει τήν καρδιακή μας πυξίδα, χαράσσοντας συνάμα καί τήν ψυχική μας αὐτοσυνειδησία: 
«Ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει ὅσο ¨ζυγίζει¨. Καί ζυγίζει, ὅσο ἀκριβῶς ἀγαπᾷ»! 
Ἀμήν.
                                                        
Ἀρχιμ. Ἰωήλ  Κωνστάνταρος
                                              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου