ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)
Απόστολος: Β΄ Τιμ. γ΄ 10-15
Ευαγγέλιο: Λουκ. ιη΄ 10-14
5 Φεβρουαρίου 2017
«Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος» (Λουκ. ιη΄ 14).
Ένας από τους σοβαρότερους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, είναι η αίσθηση της αυτάρκειας, είτε της υλικής, είτε ιδιαίτερα της πνευματικής. Η αίσθηση της αυτάρκειας αποσυνδέει τον άνθρωπο από την πραγματικότητα, τον καθιστά εγωιστή και τον αποξενώνει από το Θεό και το συνάνθρωπο. Ο αυτάρκης άνθρωπος νομίζει ότι τα έχει όλα και άρα δεν έχει την ανάγκη ούτε του Θεού, ούτε των ανθρώπων. Ο αυτάρκης πιστεύει ότι είναι τέλειος και ενάρετος και όλοι οι άλλοι είναι ατελείς και αμαρτωλοί. Άρα και άξιοι υποτίμησης και περιφρόνησης. Σε ότι αφορά δε τη σχέση του με το Θεό, λόγω των «αρετών» του, νομίζει ότι δεν οφείλει τίποτε στο Θεό. Αντίθετα, πιστεύει ότι μάλλον ο Θεός του οφείλει και όχι ο ίδιος στο Θεό.
Αυτή η νοοτροπία είναι αρρωστημένη και ιδιαίτερα επικίνδυνη, γιατί δεν του επιτρέπει να αναγνωρίσει τις ατέλειες του και να τις διορθώσει και άρα στερείται και της δυνατότητας της σωτηρίας.
Με τη σημερινή έναρξη τον Τριωδίου η Εκκλησία μας παρουσιάζει τον Ιησού να διηγείται την Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, σαν μια απάντηση «προς τους πεποιθότας εφ’ εαυτοίς», προς μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους.
Δυο άνθρωποι, ο Φαρισαίος και ο Τελώνης, μπαίνουν στο ναό του Θεού για προσευχηθούν, για να ζητήσουν την ευλογία του και να πάρουν το έλεος του.
Κοινή η προσπάθεια, το αποτέλεσμα όμως είναι διαφορετικό. Όπως ακούσαμε και στο σημερινό ευαγγέλιο: «Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ες τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος». Αυτός έφυγε για το σπίτι του αθωωμένος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι. Δικαιώθηκε ο Τελώνης και καταδικάστηκε ο Φαρισαίος, γιατί όπως ακούσαμε: «Όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί».
Η ευσέβεια, όπως εκφράζεται μέσα από την αρετή, δεν είναι ούτε τυπική πράξη, αλλά ούτε και γνώση θεωρητική. Η ευσέβεια εκφράζεται μέσα από την συνειδητή ταπεινοφροσύνη, έχοντας σαν βασικά στηρίγματα την προσευχή, τη νηστεία, την ελεημοσύνη και επιπρόσθετα τη συγχώρηση και την αγάπη. Επίσης ταπεινοφροσύνη που δεν οδηγεί στην αυτογνωσία, με την αναγνώριση κάθε ατέλειας και αμαρτίας δεν είναι ταπεινοφροσύνη. Αν ένας Απόστολος, όπως ο Παύλος που έφτασε μέχρι «τρίτου ουρανού» ομολογεί ότι: «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμ. α΄ 15) «Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει αμαρτωλούς· και πρώτος ανάμεσα τους είμαι εγώ», τότε τι μπορούμε να πούμε εμείς;
Η ευσέβεια, με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά δεν εκφράστηκε σήμερα από το Φαρισαίο, γιατί στήριξε τη δικαίωση στον εαυτό του και στη φαινομενική ανωτερότητά του έναντι των άλλων ανθρώπων και ιδιαίτερα του Τελώνη. Η «αυτοδικαίωση» του Φαρισαίου εκφράστηκε πρώτα με την επιδεικτική στάση του «σταθείς προς ευτόν» και ύστερα με το περιεχόμενο της προσευχής του. Αντί να ευχαριστήσει το Θεό γιατί του χάρισε τη ζωή, την υγεία, τα διάφορα αγαθά, ιδιαίτερα γιατί μέσα από αυτά και πολλά άλλα εκφράζει τη συγκατάβαση και την αγάπη του, αντίθετα τον ευχαριστεί γιατί «δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους».
Αυτός είναι και ηθικά και ποιοτικά ανώτερος από τους άλλους ανθρώπους. Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους «άρπαγας, άδικος, μοιχός ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη».
Ο Φαρισαίος σαν να έλεγε στο Θεό: «Όλοι είναι αμαρτωλοί εκτός από μένα».
Και όχι μόνο. Εγώ διαφέρω από όλους τους άλλους επιπρόσθετα για τις αρετές μου. «Εγώ νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου». Με τον τρόπο αυτό τολμά να προβάλλει την αξίωση στο Θεό ότι δικαιωματικά θα πρέπει να τον βραβεύσει και όλους τους άλλους να τους τιμωρήσει.
Ο Φαρισαίος ξεχνά μια βασική αλήθεια ότι, κατά τον Απόστολο Παύλο:
«Όλοι αμάρτησαν και βρίσκονται μακριά από τη δόξα του Θεού» (Ρωμ, γ΄ 23). Μια βασική αλήθεια που δεν πρέπει να ξεχνούμε ούτε εμείς. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνούμε, όπως ξέχασε ο Φαρισαίος ότι, η αξιολόγηση για την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των άλλων ανθρώπων δεν είναι έργο δικό μας, αλλά του Θεού. Ρωτά ο Απόστολος Παύλος «Ποιος είσαι συ που θα κρίνεις έναν ξένο υπηρέτη; Μόνο ο Κύριος του μπορεί να κρίνει αν στέκεται ή όχι στην πίστη του, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τον στηρίξει» (Ρωμ. ιδ΄ 4).
Και ο Θεός, που ξέρει «τι κρύβει ο νους και η καρδιά του ανθρώπου» (Αποκ. Β΄ 23), είδε και έκρινε σήμερα τόσο το Φαρισαίο, όσο και τον Τελώνη. Έτσι δικαίωσε τον Τελώνη, γιατί άκουσε τους στεναγμούς της καρδιάς του. Δικαίωσε τον Τελώνη τόσο για τη στάση και συμπεριφορά μέσα στο ναό, όσο και για το περιεχόμενο της προσευχής του. Όπως ακούσαμε σήμερα, σε αντίθεση με την εγωιστική στάση και προσευχή του Φαρισαίου: «Ο Τελώνης…. Στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Αλλά χτυπούσε το στήθος του κι έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό».
Ο σεβασμός τόσο στο χώρο, όσο και ιδιαίτερα στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν, αφού δε θεωρούσε τον εαυτό του άξιο ούτε τα μάτια να σηκώσει στον ουρανό, έφερε το ποθητό αποτέλεσμα. Ο Τελώνης έφυγε για το σπίτι του δικαιωμένος από το Θεό.
Αδελφοί μου, συγκλονιστικά τα όσα μας διηγήθηκε σήμερα ο Ιησούς.
Συγκλονιστικότερο όμως το αποτέλεσμα «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή γαρ εκείνος». Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκε ότι δικαίωση και σωτηρία δεν κερδίζονται με τίτλους ψεύτικους και φαρισαϊκούς. Η δικαίωση κερδίζεται μέσα από ειλικρινείς προθέσεις και πράξεις καθώς και πραγματική μετάνοια. Η δικαίωση, σαν δώρο του Θεού, προσφέρεται σαν έκφραση αποδοχής της δικής μας μετάνοιας και ταπεινοφροσύνης. Αυτή τη δικαίωση ας αναζητήσουμε κι εμείς μέσα από τη δική μας ειλικρίνεια και σπαρακτική κραυγή «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Αμήν.
Θεόδωρος Αντωνιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου