ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
(Μθ. 6, 14-21)
Ἀπὸ αὔριο ξεκινᾶ ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν «στάδιο τῶν ἀρετῶν». Ἡ περίοδος αὐτὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση καὶ προετοιμασία, μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, φιλανθρωπία καὶ τήρηση τοῦ θείου θελήματος, ὥστε κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπάξια νὰ φτάσουμε καὶ νὰ συμμετάσχουμε στὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Ἐνδεικτικὸ τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀποστροφὴ τῆς μνησικακίας καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀρετὴ τῆς συγχωρητικότητας. Τὸ νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ μὴν μνησικακοῦμε πρὸς ὅσους μᾶς φταῖνε εἶναι πρᾶγμα μέγα καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἄφεση καὶ τῶν δικῶν μας σφαλμάτων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἐπισημαίνει: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν». Κανεὶς δὲν μᾶς ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό˙ μᾶς δημιούργησε, μᾶς εὐεργετεῖ μὲ τρόπους ποὺ οὔτε κἂν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε καὶ θέλει νὰ μᾶς προσφέρει τὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Ὡς ἀντάλλαγμα ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ συγχωρήσουμε τὸν πλησίον μας. Ὄχι ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ ἐνδεχομένως μᾶς φταῖνε, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἐμεῖς σφάλλομε. Μήπως δὲν περηφανευόμαστε, δὲν κενοδοξοῦμε, δὲν μνησικακοῦμε, δὲν εἴμαστε ἀφιλάνθρωποι, δὲν ἀδικοῦμε ποικιλοτρόπως; Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τοῦτα; Μὲ τὸν εὔκολο καὶ σύντομο δρόμο ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, δηλαδὴ τὴ συγχώρηση αὐτοῦ ποὺ σφάλλει πρὸς ἐμᾶς καὶ μᾶς ἀδικεῖ. Ἔτσι, συγχωροῦμε γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε.
Ὅταν, ὅμως, κλείσουμε τὴν καρδία μας καὶ ἀρνιόμαστε νὰ συγχωρήσουμε, διώχνουμε μακριὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ προσευχηθοῦμε τότε, πῶς θὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πῶς θὰ κοινωνήσουμε, πῶς θὰ ἀναπαύσουμε τὴν ψυχή μας; Ἂς διώξουμε λοιπὸν μακριὰ τὴν ἔχθρα καὶ τὴ μνησικακία καὶ ἂς εὐεργετήσουμε τοὺς ἐχθρούς μας, ὥστε νὰ ἑλκύσουμε ἄφθονο τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συγχωρητικότητα ὁ Κύριος μᾶς ζητάει νὰ γίνουμε ταπεινοί, ὥστε νὰ μὴν συμπεριφερόμαστε μὲ ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια: «Ὅταν νηστεύητε», μᾶς λέει, «μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες». Ἂς μὴν μεταβάλουμε τὴ νηστεία σὲ μέσο δικῆς μας προβολῆς. Ἡ νηστεία σκοπὸ ἔχει νὰ μᾶς ταπεινώσει, νὰ κατευνάσει καὶ νὰ ἁπαλύνει τὰ πάθη, νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὰ περιττὰ ὑλικὰ πράγματα, νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ κατάνυξη, σὲ προσευχὴ θερμὴ καὶ εἰλικρινῆ, νὰ κάνει ἐν τέλει εὐκολότερη τὴν πορεία μας πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ νηστεία γιὰ νὰ προβάλουμε ὑποκριτικὰ τὴ δῆθεν εὐσέβειά μας, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ θὰ μᾶς δεῖ ταλαιπωρημένους καὶ ἀδύνατους νὰ μᾶς παινέψει ὡς καλοὺς Χριστιανούς, ὡς μεγάλους ἀσκητές, ὡς τηρητὲς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση τὸ μόνο ὄφελος αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς νηστείας ἀφορᾶ στὸν ἔπαινο ποὺ μᾶς προσφέρουν ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ ἄνθρωποι.
Γνήσιος ἐργάτης τῆς ἀρετῆς εἶναι ὄχι ὁ κενόδοξος, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τηρεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γιὰ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἀληθινὴ συνεπῶς νηστεία, ἡ ἀνυπόκριτη, εἶναι ἀγῶνας κατὰ τῶν παθῶν, γι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται μόνο στὴν ἀποφυγὴ κάποιων τροφῶν. Ὁ περιορισμὸς καὶ ἡ ἐγκράτεια στὶς τροφὲς πρέπει νὰ συνοδεύονται ἀπὸ τὴ λεγόμενη «φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων», δηλαδὴ τὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἐμπαθῶν λογισμῶν καὶ τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν: «Ἀληθὴς νηστεία», μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, καταλαλιᾶς, ψεύδους καὶ ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἀληθὴς καὶ εὐάρεστος τῷ Θεῷ ἐστί».
Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ διανύσουμε τὸ «στάδιο τῶν ἀρετῶν» μὲ ἀγάπη, φιλανθρωπία, συγχωρητικότητα καὶ μὲ γνήσια μετάνοια.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου