Κυριακή πρὸ Χριστουγέννων (Ματθ. α΄ 1-25)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Κατηγορῶ τοὺς Χριστιανούς (σελ.279-284)
«Καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ὑμῶν ὁ Θεὸς».
Ὀκτακόσια ὁλόκληρα χρόνια ἐνωρίτερον, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, εἶχεν ἴδει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, μὲ τὸ θεοφώτιστο μάτι του, τὴν ὡραίαν καὶ μυσταγωγικὴν σκηνὴν τῆς Γεννήσεως τοῦ ἀναμενομένου Λυτρωτοῦ.
Ἡ ματιά του προσέπεσεν ἔκθαμβος εἰς τὴν ἀκτινοβολοῦσαν προσωπικότητα τῆς Παρθένου καὶ Μητρός. Ἐστάθη μὲ δέος ἐμπρὸς εἰς τὸ μέγα μυστήριον τῆς θείας Σαρκώσεως. Καὶ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιραν τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ταπεινώσεως, εἶδε νὰ ἑνώνεται ὁ οὐρανὸς μέ τὴν γῆν, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἐμμανούηλ, πού σημαίνει «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
Αἰῶνας ἔπειτα ἐξεπληροῦντο, μὲ καταπληκτικὴν ἀκρίβειαν, ὅλαι αὐταὶ αἱ προφητεῖαι. Καὶ ἐδονήθη ἡ ἀτμοσφαιρα ἀπὸ τὰ χαρμόσυνα ἀγγελικὰ μηνύματα καὶ τοὺς ὕμνους. Καὶ ἐπλημμύρισεν ἡ Φάτνη ἀπὸ φῶς. Καὶ ἔσκυψαν εὐλαβικὰ οἱ βοσκοὶ μπροστὰ στὸ θεῖον Βρέφος.
Καὶ ἦλθαν ἀργότερα οἱ ἐπίσημοι καὶ σοφοὶ τῆς Ἀνατολῆς, διὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Βασιλέα τοῦ κόσμου. Τί σωτήρια καὶ ἀνερμήνευτα γεγονότα εἶδεν, ἀλήθεια, ὁ κόσμος!
Καὶ 2000 τώρα χρόνια ἀντικρύζουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἴδια σκηνήν. Θὰ τὴν ἴδωμεν πάλιν μετ’ ὁλίγας ἡμέρας.
Ἀλλοίμονον, ὅμως! Ἡ θεία μορφὴ του Βρέφους θὰ εἶναι καὶ ἐφέτος περίλυπος. Πικρὸν μειδίαμα θὰ επανθῇ εἰς τὰ θεϊκά Του χείλη. Καὶ μέσα ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Φάτνην θὰ ἀκούσῃ ἀμείλικτον καὶ ἀδυσώπητον τὸ «Κατηγορῶ», ποὺ διατυπώνει ὁ Κύριος ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Εἶναι ἀνάγκη, ἀγαπητοί, νὰ τὸ ἀκούσωμεν. Ἴσως διὰ μερικοὺς γίνῃ ἀφορμὴ ἀφυπνίσεως.
1. Κ α τ η γ ο ρ ῶ τ ο ὺ ς Χ ρ ι σ τ ι α ν ο ύ ς:
Διότι-λέγει ὁ Κύριος- οἱ περισσότεροι ἐδημιουργήσατε ἕνα Χριστιανισμὸν χωρὶς ψυχήν. Ἡ θρησκεία μου εἶναι θρησκεία γεμάτη ἀπὸ οὐσίαν καὶ ζωή. Ἔτσι τὴν ἐδίδαξα. Ἔτσι τὴν διεφύλαξεν ἡ Ἐκκλησία μου. Καὶ σεῖς τὴν περιωρίσατε μέσα εἰς ξηροὺς καὶ νεκροὺς τύπους.
Τηρεῖτε μερικὰς ἀπὸ τὰς ἐξωτερικὰς διατάξεις, καὶ ἡ ψυχὴ τῶν περισσοτέρων εἶναι οὐσιατικὰ στεῖρα. Ποῦ εἶναι ἡ εὐγένεια τοῦ ἤθους; Ποῦ εἶναι ἡ ἀνωτερότης τῶν αἰσθημάτων; Ποῦ εἶναι ἡ ἐξύψωσις τῶν συνειδήσεων; Ποῦ εἶναι τὸ ἄρωμα τῆς ἁγνότητος; Ποῦ εἶναι οἱ δημιουργικοὶ χυμοὶ τῶν καρδιῶν σας;
Γιατὶ ἐβγάλατε ἀπὸ τὴν θρησκείαν μου τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, τῆς εἰλικρινείας, τῆς τιμιότητος, τῆς δικαιοσύνης καὶ καθιερώσατε ὡς γραμμὴν εἰς τὴν ζωήν σας τὴν ἀπάτην, τὴν κακοήθη συκοφαντίαν, τὴν κακότητα, τὴν ἀδικίαν, τὴν ἁρπαγήν, τὴν καταπάτησιν τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν; 2000 χρόνια δὲν ἔφθασαν, διὰ νὰ ἀφυπνίσουν τὰς συνειδήσεις σας, νὰ λεπτύνουν τὰς χορδὰς τῶν καρδιῶν σας, νὰ ἀνάψουν μέσα σας πνευματικὲς λαμπάδες, νὰ ἀνοίξουν νέας λεωφόρους ζωῆ καὶ ἀρετῆς;
Καὶ ἐκάματε σήμερον ἕνα Χριστιανισμὸν χωρὶς σπονδυλικὴν στήλην, χωρὶς τὸ πύρωμα καὶ τὴν φλόγα, ποὺ ἀναπηδᾷ ἀπὸ τὴν Φάτνην καὶ τὸν αἱματωμένον Σταυρόν. Ἀπεδείχθητε μικρόψυχοι, ἀναιμικοί. Σᾶς κατηγορῶ!
2. Κ α τ η γ ο ρ ῶ τ ο ὺ ς Χ ρ ι σ τ ι α ν ο ύ ς:
Διότι-συνεχίζει ὁ Χριστός-ἐλησμονήσατε, ὅτι γνώρισμα τῆς πίστεώς μου καὶ τῶν ὁπαδῶν μου εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἔμπρακτος ἐκδήλωσις στοργῆς. Γιατί δὲν προσέχετε τί ἔκαμα ἐγὼ εἰς τὴν ζωήν μου: «Διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πραξ. 10,38).
Αὐτὸ δὲν ἐγράφη δι’ Ἐμέ; Ἔδωσα εἰς τὸν τυφλὸν τὸ φῶς, εἰς τὴν συγκύπτουσαν τὴν ἴασιν, εἰς τὸν υἱὸν τῆς χήρας τῆς Ναΐν τὴν ἀνάστασιν, εἰς τοὺς λεπροὺς τὴν θεραπείαν, εἰς τὴν Σαμαρείτιδα τὴν ἀλήθειαν, εἰς τὴν ἁμαρτωλὴν γυναῖκα τὴν σωτηρίαν. Ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς μου τοὺς συνεχώρησα. Καὶ διὰ νὰ ὁλοκληρώσω τὴν ἀγάπην μου, ἐπεσφράγισα τὰ πάντα μὲ τὴν προσφορὰν τοῦ Αἵματός μου.
Αὑτὸς εἶναι ὁ Χριστιανισμός μου. Ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον. Δὲν ἠμπορεῖτε νὰ κάμετε μεγάλα πράγματα; Ἔστω.
Τὸ χέρι, ποὺ ἁπλώνεται νὰ ἐγκληματίσῃ, δὲν ἠμπορεῖς νὰ τὸ σταματήσῃς; Τὴν σπίθα, ποὺ εἶναι ἕτοιμη νὰ μεταδώσῃ πυρκαϊάν, δὲν ἠμπορεῖς νὰ τὴν σβήσῃς; Εἶναι τόσον ἁπλό! Τὴν τρύπαν, ποὺ ἄνοιξε ξαφνικὰ στὸ πλοῖο, καὶ κινδυνεύει νὰ γεμίσῃ ἀπὸ νερὸ καὶ νὰ τὸ καταποντίσῃ μέσα στὸν ἀφρισμένο ὠκεανόν, δὲν ἠμπορεῖς νὰ τὴν κλείσῃς; Εἶναι τόσο εὔκολο !
Γιατί ἐστέρεψε στὴν καρδιά σας τὸ νερὸ τῆς καλωσύνης; Εἶναι τόσο φυσικὸ κανεὶς νὰ ἀγαπᾷ ! Εἶναι τόσον ὡραῖο ! Ὅταν δίνῃς ἕνα στοργικὸ χάδι στὸν πονεμένον ἀδελφό, ἕνα νεράκι δροσερὸ στὸν ἱδρωμένο ὁδοιπόρο, λίγο φαγητὸ στὸν πεινασμένο ἀδελφό, τὴν στοργικὴν σου ὑποστήριξι στὸν κατατρεγμένο, πρῶτος ἐσὺ ἱκανοποιεῖσαι, διότι χαίρεσαι καὶ κάνεις νὰ χαίρωνται καὶ οἱ ἄλλοι.
Ἡ χαρὰ εἶναι τὸ γιγάντειο μυστικὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τροφή της. Πῶς λοιπόν, καὶ γιατὶ ἐγίνατε οἱ ἄνθρωποι τόσον σκληροί;
Καὶ πῶς θὰ ἑορτάσετε τὶς μεγάλες ἡμέρες τοῦ ἐρχομοῦ μου μὲ μιὰ στεῖρα καὶ ἄγονη ψυχή; Πῶς θὰ κοινωνήσετε καὶ κατόπιν θὰ μείνετε ἥσυχοι, ὅτι ἐκάματε τὸ χρέος σας, ὅταν τόσοι κοντά σας καὶ γύρω σας πονεμένοι, συκοφαντημένοι, ἀδικημένοι, πτωχοί, θὰ θρηνοῦν καὶ θὰ κλαῖνε; Πῶς; Ἔχουν καὶ οἱ ἀπελπισμένοι τὸ δικαίωμα νὰ ζήσουν, ὅπως ἐσεῖς. Σπαταλᾶτε τὰ χρήματά σας εἰς τὴν πολυτέλειαν, ὥστε νὰ ἐφαρμόζεται τὸ: «ὅς μὲν πεινᾷ, ὅς δὲ μεθύει»(Α΄Κορινθ. 11,21). Λησμονεῖτε, ὅτι κάθε τί ποὺ πηγαίνει χαμένο εἶναι στὴν πραγματικότητα κλεμμένο καὶ θὰ ζητήσω κάποτε λόγον;
Πῶς ἐλησμονήσατε, ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτὴ ὑπαγορεύει γενικώτερα καθήκοντα; Ὅποιος ἀγαπᾷ εἶναι ἀνεκτικός, συγχωρετικός, ἐπιεικής, ἀνταποδίδει καλὸν ἀντὶ κακοῦ. Δὲν ἀντέχει ἡ ψυχή του νὰ ἀκούῃ σπαρακτικὲς κραυγές, νὰ βλέπῃ ὡκεανοὺς δακρύων. Ἐψύγη, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀγάπη. Ποῦ εἶναι, συνεχίζει ὁ Χριστὸς, αἱ γενναῖαι χειρονομίαι τῶν παλαιῶν εὐεργετῶν ποὺ προσέφεραν τὰ πάντα εἰς τὸν βωμὸν τοῦ καλοῦ;
Ποῦ εἶναι τὰ νέα ἰδρύματα εὐποιΐας. Ποῦ εἶναι οἱ νέοι κρουνοί τῆς θυσίας; Τί νὰ τὰ κάμω τὰς ἀψύχους μακρὰς προσευχάς σας; Τὶ νὰ κάμω τὰς τυπικὰς νηστείας σας; «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματθ. θ΄13). Πῶς ἐλησμονήσατε τὴν βεβαίωσιν τοῦ Ἀποστόλου μου: «Ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει· ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄Κορινθ. ιγ΄ 7-8). Σᾶς κατηγορῶ.
Ἀδελφοί, πέλεκυς, τοῦ Θεοῦ ἡ φωνή....
-Μήπως, Κύριε, πταίομεν καὶ εἰς ἄλλα;
3. Κ α τ η γ ο ρ ῶ τ ο ὺ ς Χ ρ ι σ τ ι α ν ο ύ ς:
Διότι ὑπεβιβάσατε ὅλας τὰς ἠθικὰς ἀξίας, διότι ἀφήσατε νὰ ἐμπαίζεται ἡ ὀρθὴ χριστιανικὴ πίστις ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς, τοὺς διαστερβλωτὰς τῆς ἀληθείας· διότι ἀνέχεσθε νὰ καθυβρίζεται τὸ ὄνομά μου, νὰ καυχησιολογῇ ἡ κακοήθεια, νὰ καταπατῆται ἡ ἀλήθεια, ἡ ὑποκρισία νὰ ἀσχημονῇ, χωρὶς συστολὴν.
Διότι δὲν ἀντιδρᾶτε εἰς τὴν ἠθικὴν ἔκλυσιν, ποὺ φθείρει τὰς ἀρχὰς τοῦ ἐναρέτου βίου. Σᾶς κατηγορῶ, διότι τὸ εὐγενικὸ φυτώριον, τὴν δεξαμενὴν τῆς κοινωνικῆς ὑγείας καὶ εὐτυχίας, τὸ ἁγιώτατον Μυστήριον, τὸν Γάμον, τὸν μεταβάλατε εἰς ἐμπορικὴν συναλλαγήν, ἤ εἰς μέσον ἱκανοποιήσεως μόνον ταπεινῶν ἐνστίκτων.
Ποῖος σᾶς εἶπεν, ὅτι ἠμπορεῖτε νὰ παραβιάζετε ἀτιμωρητὶ νόμους, τοὺς ὁποίους ἔθεσα Ἐγὼ διὰ τὴν εὔρυθμον λειτουργίαν τοῦ κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ; Ἠθέλησα ν’ ἀποβῇ ἡ οἰκογένεια θεῖον θερμοκήπιον, ὅπου θὰ διαφυλάττωνται τὰ λεπτότα φυτὰ τῆς ζωῆς, τὰ παιδιὰ, καὶ θὰ προστατεύωνται ἀπὸ τὴν παγωνιὰ τῆς ἁμαρτίας.
Ἐζήτησα νὰ γίνῃ ἡ οἰκογένεια τὸ νησὶ τῆς ἐλπίδος καὶ ὁ βράχος τῆς ἀσφαλείας, ὅταν τὰ κύματα τῆς ζωῆς ἀπειλοῦν τὸν ἄνθρωπον. Καὶ σεῖς τὴν ἐκάματε τόπον, ὅπου φυτρώνουν ἀγκάθια ὀδυνηρὰ καὶ πικρότατα βότανα.
Ἔγινε καλάμι, ποὺ λυγίζει καὶ σπάζει μὲ τὴν πρώτην πνοὴν τοῦ ἀνέμου τῆς περιπετειώδους ζωῆς. Καὶ εἶναι σήμερα πολλὰ τέτοια καλάμια, σπασμένα στὸ χῶμα, ἐνῷ θὰ ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι πανήψηλα κυπαρίσσια, ὀρθά, μεγαλόπρεπα, ἀκλόνητα στοῦ ἀνέμου τὴ βιαία πνοή.
Οἱ σύζυγοι, ποὺ ἠθέλησαν νὰ εἶναι μιὰ ψυχὴ καὶ μιὰ καρδιὰ, ἑνώνονται χωρὶς τὸ ἰδικόν μου πνεῦμα. Φθαρτὰ καὶ ἐφήμερα καὶ συχνὰ ἁμαρτωλὰ τὰ ἐλατήρια τοῦ δεσμοῦ των εἰς τὸν γάμον. Καὶ ἔτσι, ὅταν περάσουν οἱ χαρούμενες ἡμέρες, καὶ σβήσουν οἱ ἐντυπώσεις οἱ πρῶτες, ἀρχίζουν τὰ δράματα, ποὺ τελικὰ διαλύουν τὴν οἰκογένειαν.
Καὶ μένουν κατόπιν στὴν θέσιν τους θλιβερὰ ἀπομεινάρια μιᾶς ζωῆς, ποὺ σὰν τὸ ἄνθος ἐκόπηκε, πρὶν ἀκόμη προφθάσῃ ν’ ἀνοίξῃ στὸν πασίχαρο ἥλιο τὰ πανώρια του πέταλα. Καὶ τὰ παιδιά, πού μεγαλώνουν σὲ τέτοια σπίτια, ὅσα, φυσικὰ, δὲν διαλύονται, ἀναπτύσονται χωρὶς πίστιν, χωρὶς ἰδανικά. Γονεῖς !
Γιατὶ τὰ παιδιὰ, τὴν ἀτίμητη αὐτὴ δωρεὰ, ποὺ σᾶς ἔδωσα, τὰ ἀφήνετε χωρὶς τὸ ἰδικὸν μου ἀνέσπερο φῶς; Πῶς θὰ προχωρήσουν κατόποπιν στὴν ζωή, χωρὶς τὰ ἐφόδια, χωρὶς τὴν πυξίδα; Θὰ χαθοῦν, τὰ δυστυχῆ, στὰ φαράγγια· θὰ τὰ ρουφήξῃ τὸ ἀπαίσιο τῆς ἁμαρτίας κύμα.
Ἔτσι, ποῦ θὰ εὑρεθοῦν αὔριο οἱ ἅγιοι ἱερεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, οἱ κοινωνικοὶ στυλοβάται, οἱ ἡγήτορες τῶν λαῶν καὶ οἱ ὁδηγοί; Σᾶς κατηγορῶ. Εἶσθε ἔνοχοι ἐμπρός μου διὰ σειρὰν ἀτελείωτον περιπτώσεων καὶ λαθῶν.
Δριμὺ τὸ κατηγορητήριον, ἀδελφέ ! Ἀμείλικτον τὸ μαστίγωμα αὐτοῦ τοῦ «Κατηγορῶ» τοῦ Κυρίου. Καὶ θὰ μᾶς τὸ εἰπῇ πάλιν μετ’ ὁλίγας ἡμέρας ἀπὸ τὴν πτωχικήν Του Φάτνην. Εἴμεθα ὑπόδικοι, οἱ περισσότεροι τοὐλάχιστον.
Ἔπειτα ἀπὸ μίαν ἱστορίαν 2000 χρόνων· ἔπειτα ἀπὸ ἕνα ὁλόφωτον ἀστέρι, ποὺ ἀνέτειλε στὸν πνευματικὸν ὁρίζοντα· ἔπειτα ἀπὸ ἕνα μαρτυρικό Γολγοθᾶ, δὲν δικαιολογούμεθα νὰ εἴμεθα πνευματικῶς ἀνάπηροι. Δὲν δικαιολογούμεθα. Ἄς γίνουν, τοὐλάχιστον, τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα νέος ζωῆς εὐλογημένη ἀπαρχή. Νέα ζωή, νέα πορεία. Πορεία, ποὺ θὰ ἔχῃ τέρμα τὴν ἀναφαίρετη χαρὰ καὶ εὐλογία....
Νά δώσῃ ὁ Θεός!
Ἀγαπητέ,
Ἀναφέρει ἡ ἱστορία, ὅτι, ὅταν ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἐξεστράτευσε κατὰ τῆς Ἀσίας καὶ περικύκλωνε τὰς πόλεις, ἐφήρμοζε τὴν ἑξῆς μέθοδον. Εἰς τὴν ἀρχὴν ὕψωνε μίαν λευκὴν σημαίαν. Αὐτὸ ἐσήμαινεν, ὅτι, ἄν παρεδίδοντο οἱ κάτοικοι, θὰ τοὺς ἐχάριζε τὴν ζωὴν καὶ τὰς περιουσίας των.
Ἄν ὅμως σὲ δυὸ ἡμέρες δὲν παρεδίδοντο, τότε ὕψωνε μίαν κόκκινη σημαίαν. Αὐτὸ ἐδήλωνε, ὅτι, ἅν παρεδίδοντο τώρα, θὰ τοὺς ἐχάριζε μὲν τὴν ζωή, ὄχι ὅμως καὶ τὴν περιουσία των. Καὶ ἄν σὲ δυὸ ἄλλες ἡμέρες δὲν ὑπεχώρουν, τότε ὕψωνε μίαν μαύρην σημαίαν. Αὐτὸ ἐσήμαινεν, ὅτι τώρα πλέον ἦσαν τελείως χαμένοι.
Σκέπτομαι, ὅτι στὶς 2000 χρόνια, πρὸ πολλοῦ ὁ Κύριος ὕψωσε τὴν λευκὴν σημαίαν Του. Ἠθέλησε νὰ μᾶς ὑποτάξῃ στὸ θεῖον Του νόμο. Δυστυχῶς, δὲν παρεδόθημεν.
Ἠναγκάσθη δι’ αὐτὸ νὰ ὑψώσῃ τὴν κόκκινη. Καταστροφὲς ἀφάνταστες ἐχτύπησαν τὸν ἄνθρωπον διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἀποτέλεσμα τῶν ἀνθρωπίνων λαθῶν. Περιμένει ὅμως ἀκόμη ὁ Κύριος νὰ γυρίσωμεν κοντά Του. Ἀδελφέ, θὰ εἶναι τρομερὸν νὰ , Τὸν ἀναγκάσωμεν νὰ ὑψώσῃ στὸν ἱστὸ τὴν μαύρην σημαίαν.
Θὰ εἶναι τρομερόν ! Καὶ ἀφοῦ ἠμποροῦμε κοντά Του, στὸ δικὸ Του βασίλειο, νὰ χαροῦμε τὸ φῶς καὶ τὴν εἰρήνη, δὲν εἶναι παραφροσύνη νὰ μένουμε μακρυά Του καὶ νὰ ποτίζωμε μὲ δάκρυ καὶ μὲ αἷμα τῆς ζωῆς μας τὴν πορεία;
Ἀλήθεια, ἀπαντῆστε ἀδελφοί, δὲν εἶναι αὐτὸ παραφροσύνη;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
(σελ.279-284)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου