Κυριακή ΙΑ΄ Λουκ. (Προπατόρων)
(Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Τὸ Χρυσὸ δακτυλίδι !
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Μεγαλειώδης, ἀλλὰ καὶ συγκλονιστικὴ ἡ σημερινή Παραβολή, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὀπίσω ἀπὸ τὴν μορφήν τοῦ πλουσίου καὶ γενναιοδώρου οἰκοδεσπότου, εἶναι γνωστόν, ὅτι κρύπτεται ὁ ἄπειρος Θεός.
Καὶ τὸ δεῖπνον τὸ μέγα, ποὺ ἡτομάσθη δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ εὐλογημένη τράπεζα τῶν μεγάλων πνευματικῶν δωρεῶν, ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ ἁγιάζουσα χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται διὰ τὴν εὐτυχίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ἔστειλε καὶ στέλλει ἔκτοτε ὁ Θεὸς ἀπεσταλμένους, οἱ ὁποῖοι καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ τιμητικὸν αὐτὸ δεῖπνον. Ἦλθεν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Διδάσκαλοι καὶ μεγάλοι Πατέρες, ἡ σημερινὴ Ἐκκλησία μὲ τοὺς λειτουργούς της. Ὅσον ὅμως λαμπρὰ εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ θείου Οἰκοδεσπότου, τόσον ἀχαρακτήριστος καὶ ἐγκληματικὴ, συνήθως, ἡ στάσις τῶν προσκεκλημένων.
Ἄς παρακολουθήσωμεν ὅμως τὴν παραβολήν, διότι ἀπὸ τὴν ἀνάλυσιν θὰ προκύψουν σοβαρώτατα διδάγματα.
1. «Ἀγρὸν ἠγόρασα..»
Ὅταν ἡτοιμάσθη τὸ δεῖπνον, σημειώνει ἡ Παραβολή, ὁ Οἰκοδεσπότης ἔστειλε τοὺς δούλους Του καὶ εἰδοποίησε τοὺς προσκεκλημένους: «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (στ. 17). Ὁ καθείς, βέβαια, θὰ ἐπερίμενε νὰ μὴν ἀπορρίψῃ κανεὶς τὴν πρόσκλησιν εἰς ἕνα τόσον ἐπίσημον καὶ λαμπρὸν δεῖπνον. Καὶ ὅμως δὲν συνέβη αὐτό.
«Ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». Ἠρνήθηκαν ὅλοι. Ὁ πρῶτος ἐδικαιολογήθη μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι ἠγόρασεν ἕναν ἀγρὸν καὶ θέλει νὰ τὸν ἰδῇ ἀπὸ κοντά. Περίεργος δικαιολογία. Μήπως δὲν ἠμποροῦσε νὰ πάῃ ἄλλην ἡμέραν, ποὺ ἦτο καλεσμένος, στὸ δεῖπνον; Εἶναι, ἀγαπητέ, ἡ τάξις τῶν φιλοπλούτων, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀγοράζουν καὶ πωλοῦν, οἰκοδομοῦν σπίτια, προσκολλοῦν τὴν ψυχήν των εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τὴν ὕλην.
Ἔτσι δὲν μένει καιρὸς διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν θρησκείαν, διὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ, τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια. Πόσοι ἄνθρωποι –τρομερόν ! – μένουν χωρὶς ἰδανικὰ θρησκευτικὰ, χωρὶς Χριστόν, χωρὶς τὴν χάριν τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν ξηράν, πνιγηράν, ὑλιστικήν διότι ἐθαμβώθησαν ἀπὸ τὴ λάμψιν τοῦ χρυσοῦ, παρεσύρθησαν ἀπὸ τὴν ἕλξιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐδέθησαν εἰς τὸ ἄρμα τῆς εἰδωλολατρικῆς φιλαργυρίας !
Καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ζωῆν τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δεσμώτης καὶ αἰχμάλωτος, μένει δεμένος εἰς τὰς κλίσεις του καὶ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ του, ἕως ὅτου ὁ θάνατος τὸν ἀποσπᾷ βιαίως ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰωνίαν καταστροφήν. Τί τύφλωσις, Θεέ μου !
2. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε...»
Ὁ δεύτερος προσκεκλημένος ἐδικαιολογήθη, ὅτι «ἠγόρασε πέντε ζεύγη βοδιῶν, καὶ θέλει νὰ πάῃ νὰ τὰ δοκιμάσῃ». Ἀπέρριψεν ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ περιφρόνησε τὴν πρόσκλησιν. Ἡ τάξις αὐτὴ συμβολίζει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστοῦνται νὰ ζοῦν μίαν ζωὴν ἁγνήν, καθαράν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ ἠθικὰς πτώσεις, ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ βόσκουν τὰ βόδια τῶν παθῶν τους.
Ἄνθρωποι τῶν χαμηλῶν αἰσθήσεων, δοῦλοι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, κολλημένοι εἰς τὸν βόρβορον τοῦ σταύλου, εὐφραίνονται μὲ τὴν λάσπην, ἱκανοποιοῦνται μὲ τὴν σαπίλαν. Ἡ εὐωδία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ζωὴ τῆς λευκότητος καὶ τὴς ἠθικῆς ἀκτινοβολίας, δὲν τοὺς συγκινεῖ.
Ἔτσι μένουν χωρὶς Θεὸν, τυφλοὶ μέσα εἰς τὴν φρικοτέραν φυλακὴν τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ἀνώτερα σκιρτήματα, χωρὶς εὐγενεῖς ὁραματισμούς. Λυπηρόν ! Πόσοι πηγαίνουν ἔτσι χαμένοι, ἀνίσχυροι ἀργότερα νὰ σπάσουν τὶς ἀλυσίδες, ράκη καὶ συντρίμματα, χωρὶς ὑπόληψιν, χωρὶς ἀξιοπρέπειαν, οἰκονομικὰ ναυάγια, ψυχικὰ κουρέλια, μουσεῖα ἀσθενειῶν !
Καὶ ὅμως, ἐνῷ ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι ἀετοί, μέσα στὰ γαλανὰ πλάτη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, νέοι μέ μόρφωσιν καὶ κοινωνινκὴν προβολήν, νέοι μὲ δύναμιν ψυχικὴν καὶ ἀκτινοβολίαν ἐναρέτου βίου, οἰκογενειάρχαι μὲ εὐτυχισμένην ζωήν, δημιουργική, παράγοντες σημαντικοὶ εἰς τὸ περιβάλλον των, μεταβάλλονται εἰς σαῦρες καὶ γλοιώδη ἑρπετά, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ τέλματα καὶ τὰ χαμόκλαδα, εἰς τὴν σῆψιν καὶ τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῆς ἁμαρτίας.
Δεσμῶται ! Γιατὶ σᾶς ἀρέσουν «τῆς φυλακῆς τὰ σίδερα»; Δὲν ἀπαντᾶτε; Δεσμῶται ! Σᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς ! Σπάστε τις ἁλυσίδες !
3. «Γυναῖκα ἔγημα..»
Ὁ ὑπηρέτης ἐκτύπησε τὴν πόρτα τοῦ τρίτου προσκεκλημένου. Καὶ ἐκεῖ συνήντησε τὴν ἄρνησιν. «Ἔχω κάμει τώρα οἰκογένεια καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω. Εἶμαι ἀπασχολημένος». Ἔτσι ἡ ἀχαρακτήριστη ἡ στάση τῶν κεκελημένων συνεπληρώθη μὲ τὴν ἀπάντησιν τοῦ «νεοπαντρεμένου».
Καὶ ὅμως θὰ ἐπερίμενε κανεὶς τὸ ἀντίθετον νὰ συμβῇ. Ὅσον καιρὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι χωρὶς οἰκογένειαν, εἶναι μέσα εἰς τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς προκλήσεις. Καὶ πολλοὶ παρασύρονται καὶ κάνουν μίαν ζωὴν ἄτακτον, ἁμαρτωλὴν.
Ὁ γάμος ὅμως εἶναι χαλινός, εἶναι λιμάνι, ὅπου εὑρίσκουν καταφύγιον οἱ ναυαγοί. Θὰ ἔπρεπε τώρα, ἀντιθέτως, νὰ ἐπιζητοῦν τὸν Θεὸν εἰς τὴν νέαν μορφὴν τῆς ζωῆς των, τὴν οἰκογενειακή. Ἀλλοίμονον ὅμως ! Πόσοι νομίζουν, ὅτι δὲν συμβιβάζεται ὁ οἰκογενειακὸς μὲ τὸν χριστιανικὸν βίον !
Λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ συζυγικὴ ζωὴ εἰρηνική, ὁμαλή, χωρὶς φιλονικίας καὶ ζηλοτυπίας, ἄν δὲν θεμελιωθῇ εἰς τὸν Θεόν· ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἰδοῦν οἱ γονεῖς τίμια καὶ φρόνιμα καὶ προωδευμένα παιδιά, στήριγμα τῶν γηρατειῶν των, ἄν δὲν τὰ συνδέσουν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ Μυστήριά της, κυρίως μὲ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν. Λάθη ὀλέθρια!
Ἔτσι δημιουργοῦνται αἱ νέαι οἰκογένειαι μὲ τὰς παλαιὰς συνθείας. «Γλέντια» καὶ ἀπροσεξία καὶ ἁμαρτωλοὶ χοροὶ καὶ ξενύχτια ἄσωτα καὶ ἐξωφρενικότητες καὶ ἀσύνετα ἔξοδα καὶ ματαιοδοξίες καὶ κατερείπωσις τῆς ἠθικῆς καὶ καταπάτησις τοῦ ὅρκου. Ἀλλ’ αὐτὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλο ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὴν διάλυσιν.
Καὶ εἴμεθα σήμερα μάρτυρες τοῦ οἰκογενειακοῦ δράματος, μὲ τὴν ἀσυμφωνίαν τῶν χαρακτήρων, μὲ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὲ τοὺς φόνους, μὲ τὰ διαζύγια. Στεῖραι οἰκογένειαι, χωρὶς παιδιά, ἤ μὲ ἕνα ἤ δύο τὸ πολύ, χωρὶς θρησκευτικὴν ζωὴν, χωρὶς ἰδανικά, ὁμοιάζουν μὲ πλοιάρια χωρὶς κυβερνήτην.
Καὶ ἔτσι, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ εἶναι «βοηθός» τοῦ ἀνδρός, ἐνισχυτὴς εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ καλοῦ, ἡ ἁμαρτία τὴν ἔκαμε πέτραν σκανδάλου, ἀφορμὴν ἀφορήτων δραμάτων.
Καὶ ἐνῷ ὁ Κύριος ἐζήτησε νὰ μὴ ὑπάρχῃ ἄλλο πρόσωπον εἰς τὴν ζωήν μας, ποὺ νὰ ἐλαττώνῃ τὴν ἀγάπην μας πρὸς Αὐτὸν, συχνὰ ἡ σύζυγος παρασύρει τὸν σύζυγον εἰς μίαν ζωὴν χωρὶς Χριστόν, κοσμικὴν, ἐπιπόλαιαν, μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει ὡς κατακλεῖδα τὸν ἠθικὸν θάνατον τῆς οἰκογενείας.
Καὶ ἔτσι, ἀντὶ ἡ οἰκογένεια νὰ γίνεται μέσον σωτηρίας, ἀποβαίνει ἐμπόδιον καὶ πικρὰ ἁλυσίδα, ἡ ὁποία κρατεῖ τὸν ἄνθρωπον δεμένον εἰς τὸν δρόμον τῆς «κοσμικῆς» ζωῆς, ποὺ ἱσοδυναμεῖ μὲ ἀνατίναξιν τῆς εὐτυχίας στὸν ἀέρα. Λυπηρὸν καὶ ὀλέθριον !
4. Αἱ συνέπεια.
Οἱ κεκλημένοι ἠρνήθηκαν μὲ ἀστήρικτους δικαιολογίας νὰ μετάσχουν εἰς τὸ δεῖπνον. Καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, σημειώνει ἡ Παραβολή, «ὠργίσθη». Διέταξε, λοιπόν, νὰ σπεύσουν οἱ δοῦλοι εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες καὶ νὰ μαζέψουν ὅλους· πτωχούς, ἀνάπηρους, χωλούς, τυφλούς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὸ ἀρχοντικὸν. Αὐτοὶ θὰ χαροῦν τὰ ἀγαθὰ.
Σὲ λίγο ἡ τράπεζα ἦταν γεμάτη ἀπὸ κόσμο, ποὺ ηὐφραίνετο. Ἱκανοποιημένος ὁ οἰκοδεσπότης. Ἀλλὰ καὶ ἀμείλικτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του. «Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ ἐκλήθησαν, ἀλλὰ περιφρόνησαν τὸν καλέσαντα, δὲν θὰ γευθῇ τοῦ δείπνου». Καὶ -ἀλλοίμονον ! – εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ τὰς ἀναφερθείσας δικαιολογίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τόσας ἄλλας, -ὅπως ὅτι, τάχα εἶναι δύσκολη ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἤ ὅτι ὁ δεῖνα καὶ ἡ δεῖνα, ποὺ θρησκεύουν, εἶναι ὑποκριταί, ἤ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι κάποτε ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του, ἤ ὅτι ὅταν γηράσουν, τότε θὰ σκεφθοῦν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τόσα ἄλλα –μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς σωτηρίας, τὰ Μυστήρια, τὴν Θ. Κοινωνίαν.
Αἱ δυσκολίαι αὐταὶ εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», αἱ ὁποῖαι δὲν θὰ ἀπαλλάξουν τῆς εὐθύνης τοὺς ἀρνούμενους νὰ συμορφωθοῦν μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10,31), λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
5. Τὰ βαθύτερα αἵτια.
Νὰ ρίψωμεν μιὰ ματιὰ, ἀδελφὲ, εἰς τὸ βάθος τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῶν; Χρειάζεται. Μᾶς τραβάει, δυστυχῶς, ἡ ζωὴ χωρὶς πνεῦμα. Ὁ κατήφορος εἶναι εὔκολος. Κατρακυλάει κανεὶς ἀνεμπόδιστα. Δὲν ἔχομεν μέσα μας –πολλοὶ τοὐλάχιστον-δυνάμεις ἀντιδράσεως.
Ἔχομεν πάθει πνευματικὴν «ἀβιταμίνωσιν». Καὶ παρασυρόμεθα. Ἔσπασεν ἡ ἐποχή μας τὴν πυξίδα, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ἡ πίστις. Καὶ τώρα τραβᾶμε χωρὶς προσανατολισμό. Ἀντιγράφομεν ὅ,τι σάπιο καὶ στραβὸ ἔχει ὁ ἄλλος. Μᾶς παρασύρει ἡ ὑλιστικὴ ζωή.
Αὐτὴ, ὅμως, ἡ ζωὴ μυρίζει ξεραΐλα. Εἶναι χωρὶς δροσιὰ πνευματική. Χωρὶς τὶς σταγόνες τῆς θείας χάριτος, ποὺ χαρίζουν πλούσια βλάστησι. Ἄνευ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος σκάβει στὸ χέρσο χωράφι, καὶ, ἀντὶ γιὰ καρπό, μαζεύει ἀγκάθια. Καὶ τοῦτο, διότι ἀποβλέπουμε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι στὴν ποιότητα. Κοιτᾶμε πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε καὶ ὄχι πῶς θὰ τὰ ζήσουμε. Ζοῦν μερικοὶ 100 χρόνια ξερά, χωρὶς νόημα. Τί νὰ τὰ κάμῃς; Ἄλλοι ζοῦν μόνον 20, ἀλλὰ μεστωμένα. Αὐτὰ ἀξίζουν αἰῶνας. «Κλαίω τὰ χρόνια μου ποὺ πήγαν χαμένα». Ἔτσι εἶπεν ἕνας καλλιτέχνης πρὸ ἐτῶν, λίγες ἡμέρες πρὶν πεθάνῃ, στὸ Νοσοκομεῖο. Καὶ ἐδάκρυσε. Κι’ ἦταν ἐκεῖνο τὸ δάκρυ μιὰ ἐπικύρωσι τῆς ἀλήθειας, ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸν ὅλα εἶναι χαμένα.
Καὶ πεθαίνουν πολλοὶ ἀκρωτηριασμένοι ἀπὸ τὸ λεπίδι τοῦ ἡδονισμοῦ καὶ τῆς φιλοχρηματίας, ποὺ κατακτοῦν ἔδαφος στὴν κοινωνία μας σήμερα. Ἀτυχῶς τὴν παλαιὰν ἐποχὴν τῶν μαρτυρίων καὶ τῶν ἁγίων τὴν διεδέχθη σήμερα ἡ ἐποχὴ τῶν ὑλοφρόνων καὶ ἡδονιστῶν.
Σὰν ἀχόρταγοι κυνηγᾶμε διαρκῶς νὰ βροῦμε κάτι, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ γεμίσωμε τὸ μεγάλο κενὸ τῆς ψυχῆς μας.
Ἐλησμονήσαμεν, ὅτι τὰ ἰδανικὰ, ποὺ δίδουν νόημα στὴ ζωὴ καὶ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ κτήνουνς, εἶναι κρεμασμένα ἀπὸ μίαν κλωστήν. Καὶ ὅποιος δὲν προσέχει, κόβει αὐτὴν τὴν κλωστήν, Καὶ τότε τὰ ἰδανικὰ πέφτουν στὸ χάος καὶ χάνονται. Καὶ ἡ κλωστὴ αὐτή, στὴ γενεά μας, ἔχει -ἀλλοίμονον ! – κοπῆ....
Καὶ θὰ ἔλθουν πάλιν ἐφέτος τὰ Χριστούγεννα. Καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς θὰ ἐορτάσουν χωρὶς Χριστὸν. Χωρὶς μετάνοιαν. Χωρὶς Ἐξομολόγησιν. Χωρὶς συμμετοχὴν εἰς τὸ οὐράνιον δεῖπνον, τὴν Θ. Κοινωνίαν. Χριστούγεννα χωρὶς Χριστόν ! Τί τραγικὴ ἀντινομία !
Ἀγαπητοί,
Εἰς τὸ μουσεῖον τῆς Δρέσδης ὑπάρχει ἕνα περίφημο ἀσημένιο αὐγό. Ὅταν πατητθῇ ἕνα ἐλατήριο, ἀνοίγει καὶ φαίνεται μέσα μιὰ μᾶζα χρυσοῦ, ὁ κρόκος δηλ. τοῦ αὐγοῦ. Ἔπειτα, μὲ τὸ πάτημα ἄλλου ἐλατηρίου, ἐμφανίζετια ἕνα πουλάχι ὁλόχρυσο. Ἔπειτα ἕνα ἀδαμαντοκόλλητο στέμμα. Καὶ τελευταῖα ἕνα δακτυλίδι, θαῦμα τέχνης καὶ ὡραιότητος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή. Μιὰ συνεχῆς ἀποκάλυψις πνευματικῶν θαυμάτων, ἱκανοποιήσεων, χαρᾶς καὶ γαλήνης, ποὺ εἶναι ὅλα καρπὸς τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ θεῖον Μυστήριον τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ «μέγα Δεῖπνον», τὴν Θ.Κοινωνίαν.
Μέχρις ὅτου μίαν ἡμέραν ἀποκαλυφθῆ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι, ποὺ θὰ ἑνώσῃ τὴν ψυχὴν μας πλέον αἰωνίως μὲ τὸν Θεόν καὶ τὴν μακαριότητα.
Ἀδελφέ ! Νὰ ἐρωήσω κάτι; Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχήν μας ὁ ἅγιος πόθος νὰ ἀποκτήσωμε, μόνιμα καὶ σταθερὰ, αὐτὸ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι;
________________
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
(Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Τὸ Χρυσὸ δακτυλίδι !
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Μεγαλειώδης, ἀλλὰ καὶ συγκλονιστικὴ ἡ σημερινή Παραβολή, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὀπίσω ἀπὸ τὴν μορφήν τοῦ πλουσίου καὶ γενναιοδώρου οἰκοδεσπότου, εἶναι γνωστόν, ὅτι κρύπτεται ὁ ἄπειρος Θεός.
Καὶ τὸ δεῖπνον τὸ μέγα, ποὺ ἡτομάσθη δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ εὐλογημένη τράπεζα τῶν μεγάλων πνευματικῶν δωρεῶν, ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ ἁγιάζουσα χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται διὰ τὴν εὐτυχίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ἔστειλε καὶ στέλλει ἔκτοτε ὁ Θεὸς ἀπεσταλμένους, οἱ ὁποῖοι καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ τιμητικὸν αὐτὸ δεῖπνον. Ἦλθεν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Διδάσκαλοι καὶ μεγάλοι Πατέρες, ἡ σημερινὴ Ἐκκλησία μὲ τοὺς λειτουργούς της. Ὅσον ὅμως λαμπρὰ εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ θείου Οἰκοδεσπότου, τόσον ἀχαρακτήριστος καὶ ἐγκληματικὴ, συνήθως, ἡ στάσις τῶν προσκεκλημένων.
Ἄς παρακολουθήσωμεν ὅμως τὴν παραβολήν, διότι ἀπὸ τὴν ἀνάλυσιν θὰ προκύψουν σοβαρώτατα διδάγματα.
1. «Ἀγρὸν ἠγόρασα..»
Ὅταν ἡτοιμάσθη τὸ δεῖπνον, σημειώνει ἡ Παραβολή, ὁ Οἰκοδεσπότης ἔστειλε τοὺς δούλους Του καὶ εἰδοποίησε τοὺς προσκεκλημένους: «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (στ. 17). Ὁ καθείς, βέβαια, θὰ ἐπερίμενε νὰ μὴν ἀπορρίψῃ κανεὶς τὴν πρόσκλησιν εἰς ἕνα τόσον ἐπίσημον καὶ λαμπρὸν δεῖπνον. Καὶ ὅμως δὲν συνέβη αὐτό.
«Ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». Ἠρνήθηκαν ὅλοι. Ὁ πρῶτος ἐδικαιολογήθη μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι ἠγόρασεν ἕναν ἀγρὸν καὶ θέλει νὰ τὸν ἰδῇ ἀπὸ κοντά. Περίεργος δικαιολογία. Μήπως δὲν ἠμποροῦσε νὰ πάῃ ἄλλην ἡμέραν, ποὺ ἦτο καλεσμένος, στὸ δεῖπνον; Εἶναι, ἀγαπητέ, ἡ τάξις τῶν φιλοπλούτων, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀγοράζουν καὶ πωλοῦν, οἰκοδομοῦν σπίτια, προσκολλοῦν τὴν ψυχήν των εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τὴν ὕλην.
Ἔτσι δὲν μένει καιρὸς διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν θρησκείαν, διὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ, τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια. Πόσοι ἄνθρωποι –τρομερόν ! – μένουν χωρὶς ἰδανικὰ θρησκευτικὰ, χωρὶς Χριστόν, χωρὶς τὴν χάριν τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν ξηράν, πνιγηράν, ὑλιστικήν διότι ἐθαμβώθησαν ἀπὸ τὴ λάμψιν τοῦ χρυσοῦ, παρεσύρθησαν ἀπὸ τὴν ἕλξιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐδέθησαν εἰς τὸ ἄρμα τῆς εἰδωλολατρικῆς φιλαργυρίας !
Καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ζωῆν τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δεσμώτης καὶ αἰχμάλωτος, μένει δεμένος εἰς τὰς κλίσεις του καὶ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ του, ἕως ὅτου ὁ θάνατος τὸν ἀποσπᾷ βιαίως ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰωνίαν καταστροφήν. Τί τύφλωσις, Θεέ μου !
2. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε...»
Ὁ δεύτερος προσκεκλημένος ἐδικαιολογήθη, ὅτι «ἠγόρασε πέντε ζεύγη βοδιῶν, καὶ θέλει νὰ πάῃ νὰ τὰ δοκιμάσῃ». Ἀπέρριψεν ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ περιφρόνησε τὴν πρόσκλησιν. Ἡ τάξις αὐτὴ συμβολίζει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστοῦνται νὰ ζοῦν μίαν ζωὴν ἁγνήν, καθαράν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ ἠθικὰς πτώσεις, ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ βόσκουν τὰ βόδια τῶν παθῶν τους.
Ἄνθρωποι τῶν χαμηλῶν αἰσθήσεων, δοῦλοι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, κολλημένοι εἰς τὸν βόρβορον τοῦ σταύλου, εὐφραίνονται μὲ τὴν λάσπην, ἱκανοποιοῦνται μὲ τὴν σαπίλαν. Ἡ εὐωδία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ζωὴ τῆς λευκότητος καὶ τὴς ἠθικῆς ἀκτινοβολίας, δὲν τοὺς συγκινεῖ.
Ἔτσι μένουν χωρὶς Θεὸν, τυφλοὶ μέσα εἰς τὴν φρικοτέραν φυλακὴν τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ἀνώτερα σκιρτήματα, χωρὶς εὐγενεῖς ὁραματισμούς. Λυπηρόν ! Πόσοι πηγαίνουν ἔτσι χαμένοι, ἀνίσχυροι ἀργότερα νὰ σπάσουν τὶς ἀλυσίδες, ράκη καὶ συντρίμματα, χωρὶς ὑπόληψιν, χωρὶς ἀξιοπρέπειαν, οἰκονομικὰ ναυάγια, ψυχικὰ κουρέλια, μουσεῖα ἀσθενειῶν !
Καὶ ὅμως, ἐνῷ ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι ἀετοί, μέσα στὰ γαλανὰ πλάτη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, νέοι μέ μόρφωσιν καὶ κοινωνινκὴν προβολήν, νέοι μὲ δύναμιν ψυχικὴν καὶ ἀκτινοβολίαν ἐναρέτου βίου, οἰκογενειάρχαι μὲ εὐτυχισμένην ζωήν, δημιουργική, παράγοντες σημαντικοὶ εἰς τὸ περιβάλλον των, μεταβάλλονται εἰς σαῦρες καὶ γλοιώδη ἑρπετά, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ τέλματα καὶ τὰ χαμόκλαδα, εἰς τὴν σῆψιν καὶ τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῆς ἁμαρτίας.
Δεσμῶται ! Γιατὶ σᾶς ἀρέσουν «τῆς φυλακῆς τὰ σίδερα»; Δὲν ἀπαντᾶτε; Δεσμῶται ! Σᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς ! Σπάστε τις ἁλυσίδες !
3. «Γυναῖκα ἔγημα..»
Ὁ ὑπηρέτης ἐκτύπησε τὴν πόρτα τοῦ τρίτου προσκεκλημένου. Καὶ ἐκεῖ συνήντησε τὴν ἄρνησιν. «Ἔχω κάμει τώρα οἰκογένεια καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω. Εἶμαι ἀπασχολημένος». Ἔτσι ἡ ἀχαρακτήριστη ἡ στάση τῶν κεκελημένων συνεπληρώθη μὲ τὴν ἀπάντησιν τοῦ «νεοπαντρεμένου».
Καὶ ὅμως θὰ ἐπερίμενε κανεὶς τὸ ἀντίθετον νὰ συμβῇ. Ὅσον καιρὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι χωρὶς οἰκογένειαν, εἶναι μέσα εἰς τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς προκλήσεις. Καὶ πολλοὶ παρασύρονται καὶ κάνουν μίαν ζωὴν ἄτακτον, ἁμαρτωλὴν.
Ὁ γάμος ὅμως εἶναι χαλινός, εἶναι λιμάνι, ὅπου εὑρίσκουν καταφύγιον οἱ ναυαγοί. Θὰ ἔπρεπε τώρα, ἀντιθέτως, νὰ ἐπιζητοῦν τὸν Θεὸν εἰς τὴν νέαν μορφὴν τῆς ζωῆς των, τὴν οἰκογενειακή. Ἀλλοίμονον ὅμως ! Πόσοι νομίζουν, ὅτι δὲν συμβιβάζεται ὁ οἰκογενειακὸς μὲ τὸν χριστιανικὸν βίον !
Λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ συζυγικὴ ζωὴ εἰρηνική, ὁμαλή, χωρὶς φιλονικίας καὶ ζηλοτυπίας, ἄν δὲν θεμελιωθῇ εἰς τὸν Θεόν· ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἰδοῦν οἱ γονεῖς τίμια καὶ φρόνιμα καὶ προωδευμένα παιδιά, στήριγμα τῶν γηρατειῶν των, ἄν δὲν τὰ συνδέσουν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ Μυστήριά της, κυρίως μὲ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν. Λάθη ὀλέθρια!
Ἔτσι δημιουργοῦνται αἱ νέαι οἰκογένειαι μὲ τὰς παλαιὰς συνθείας. «Γλέντια» καὶ ἀπροσεξία καὶ ἁμαρτωλοὶ χοροὶ καὶ ξενύχτια ἄσωτα καὶ ἐξωφρενικότητες καὶ ἀσύνετα ἔξοδα καὶ ματαιοδοξίες καὶ κατερείπωσις τῆς ἠθικῆς καὶ καταπάτησις τοῦ ὅρκου. Ἀλλ’ αὐτὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλο ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὴν διάλυσιν.
Καὶ εἴμεθα σήμερα μάρτυρες τοῦ οἰκογενειακοῦ δράματος, μὲ τὴν ἀσυμφωνίαν τῶν χαρακτήρων, μὲ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὲ τοὺς φόνους, μὲ τὰ διαζύγια. Στεῖραι οἰκογένειαι, χωρὶς παιδιά, ἤ μὲ ἕνα ἤ δύο τὸ πολύ, χωρὶς θρησκευτικὴν ζωὴν, χωρὶς ἰδανικά, ὁμοιάζουν μὲ πλοιάρια χωρὶς κυβερνήτην.
Καὶ ἔτσι, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ εἶναι «βοηθός» τοῦ ἀνδρός, ἐνισχυτὴς εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ καλοῦ, ἡ ἁμαρτία τὴν ἔκαμε πέτραν σκανδάλου, ἀφορμὴν ἀφορήτων δραμάτων.
Καὶ ἐνῷ ὁ Κύριος ἐζήτησε νὰ μὴ ὑπάρχῃ ἄλλο πρόσωπον εἰς τὴν ζωήν μας, ποὺ νὰ ἐλαττώνῃ τὴν ἀγάπην μας πρὸς Αὐτὸν, συχνὰ ἡ σύζυγος παρασύρει τὸν σύζυγον εἰς μίαν ζωὴν χωρὶς Χριστόν, κοσμικὴν, ἐπιπόλαιαν, μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει ὡς κατακλεῖδα τὸν ἠθικὸν θάνατον τῆς οἰκογενείας.
Καὶ ἔτσι, ἀντὶ ἡ οἰκογένεια νὰ γίνεται μέσον σωτηρίας, ἀποβαίνει ἐμπόδιον καὶ πικρὰ ἁλυσίδα, ἡ ὁποία κρατεῖ τὸν ἄνθρωπον δεμένον εἰς τὸν δρόμον τῆς «κοσμικῆς» ζωῆς, ποὺ ἱσοδυναμεῖ μὲ ἀνατίναξιν τῆς εὐτυχίας στὸν ἀέρα. Λυπηρὸν καὶ ὀλέθριον !
4. Αἱ συνέπεια.
Οἱ κεκλημένοι ἠρνήθηκαν μὲ ἀστήρικτους δικαιολογίας νὰ μετάσχουν εἰς τὸ δεῖπνον. Καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, σημειώνει ἡ Παραβολή, «ὠργίσθη». Διέταξε, λοιπόν, νὰ σπεύσουν οἱ δοῦλοι εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες καὶ νὰ μαζέψουν ὅλους· πτωχούς, ἀνάπηρους, χωλούς, τυφλούς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὸ ἀρχοντικὸν. Αὐτοὶ θὰ χαροῦν τὰ ἀγαθὰ.
Σὲ λίγο ἡ τράπεζα ἦταν γεμάτη ἀπὸ κόσμο, ποὺ ηὐφραίνετο. Ἱκανοποιημένος ὁ οἰκοδεσπότης. Ἀλλὰ καὶ ἀμείλικτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του. «Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ ἐκλήθησαν, ἀλλὰ περιφρόνησαν τὸν καλέσαντα, δὲν θὰ γευθῇ τοῦ δείπνου». Καὶ -ἀλλοίμονον ! – εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ τὰς ἀναφερθείσας δικαιολογίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τόσας ἄλλας, -ὅπως ὅτι, τάχα εἶναι δύσκολη ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἤ ὅτι ὁ δεῖνα καὶ ἡ δεῖνα, ποὺ θρησκεύουν, εἶναι ὑποκριταί, ἤ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι κάποτε ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του, ἤ ὅτι ὅταν γηράσουν, τότε θὰ σκεφθοῦν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τόσα ἄλλα –μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς σωτηρίας, τὰ Μυστήρια, τὴν Θ. Κοινωνίαν.
Αἱ δυσκολίαι αὐταὶ εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», αἱ ὁποῖαι δὲν θὰ ἀπαλλάξουν τῆς εὐθύνης τοὺς ἀρνούμενους νὰ συμορφωθοῦν μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10,31), λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
5. Τὰ βαθύτερα αἵτια.
Νὰ ρίψωμεν μιὰ ματιὰ, ἀδελφὲ, εἰς τὸ βάθος τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῶν; Χρειάζεται. Μᾶς τραβάει, δυστυχῶς, ἡ ζωὴ χωρὶς πνεῦμα. Ὁ κατήφορος εἶναι εὔκολος. Κατρακυλάει κανεὶς ἀνεμπόδιστα. Δὲν ἔχομεν μέσα μας –πολλοὶ τοὐλάχιστον-δυνάμεις ἀντιδράσεως.
Ἔχομεν πάθει πνευματικὴν «ἀβιταμίνωσιν». Καὶ παρασυρόμεθα. Ἔσπασεν ἡ ἐποχή μας τὴν πυξίδα, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ἡ πίστις. Καὶ τώρα τραβᾶμε χωρὶς προσανατολισμό. Ἀντιγράφομεν ὅ,τι σάπιο καὶ στραβὸ ἔχει ὁ ἄλλος. Μᾶς παρασύρει ἡ ὑλιστικὴ ζωή.
Αὐτὴ, ὅμως, ἡ ζωὴ μυρίζει ξεραΐλα. Εἶναι χωρὶς δροσιὰ πνευματική. Χωρὶς τὶς σταγόνες τῆς θείας χάριτος, ποὺ χαρίζουν πλούσια βλάστησι. Ἄνευ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος σκάβει στὸ χέρσο χωράφι, καὶ, ἀντὶ γιὰ καρπό, μαζεύει ἀγκάθια. Καὶ τοῦτο, διότι ἀποβλέπουμε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι στὴν ποιότητα. Κοιτᾶμε πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε καὶ ὄχι πῶς θὰ τὰ ζήσουμε. Ζοῦν μερικοὶ 100 χρόνια ξερά, χωρὶς νόημα. Τί νὰ τὰ κάμῃς; Ἄλλοι ζοῦν μόνον 20, ἀλλὰ μεστωμένα. Αὐτὰ ἀξίζουν αἰῶνας. «Κλαίω τὰ χρόνια μου ποὺ πήγαν χαμένα». Ἔτσι εἶπεν ἕνας καλλιτέχνης πρὸ ἐτῶν, λίγες ἡμέρες πρὶν πεθάνῃ, στὸ Νοσοκομεῖο. Καὶ ἐδάκρυσε. Κι’ ἦταν ἐκεῖνο τὸ δάκρυ μιὰ ἐπικύρωσι τῆς ἀλήθειας, ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸν ὅλα εἶναι χαμένα.
Καὶ πεθαίνουν πολλοὶ ἀκρωτηριασμένοι ἀπὸ τὸ λεπίδι τοῦ ἡδονισμοῦ καὶ τῆς φιλοχρηματίας, ποὺ κατακτοῦν ἔδαφος στὴν κοινωνία μας σήμερα. Ἀτυχῶς τὴν παλαιὰν ἐποχὴν τῶν μαρτυρίων καὶ τῶν ἁγίων τὴν διεδέχθη σήμερα ἡ ἐποχὴ τῶν ὑλοφρόνων καὶ ἡδονιστῶν.
Σὰν ἀχόρταγοι κυνηγᾶμε διαρκῶς νὰ βροῦμε κάτι, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ γεμίσωμε τὸ μεγάλο κενὸ τῆς ψυχῆς μας.
Ἐλησμονήσαμεν, ὅτι τὰ ἰδανικὰ, ποὺ δίδουν νόημα στὴ ζωὴ καὶ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ κτήνουνς, εἶναι κρεμασμένα ἀπὸ μίαν κλωστήν. Καὶ ὅποιος δὲν προσέχει, κόβει αὐτὴν τὴν κλωστήν, Καὶ τότε τὰ ἰδανικὰ πέφτουν στὸ χάος καὶ χάνονται. Καὶ ἡ κλωστὴ αὐτή, στὴ γενεά μας, ἔχει -ἀλλοίμονον ! – κοπῆ....
Καὶ θὰ ἔλθουν πάλιν ἐφέτος τὰ Χριστούγεννα. Καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς θὰ ἐορτάσουν χωρὶς Χριστὸν. Χωρὶς μετάνοιαν. Χωρὶς Ἐξομολόγησιν. Χωρὶς συμμετοχὴν εἰς τὸ οὐράνιον δεῖπνον, τὴν Θ. Κοινωνίαν. Χριστούγεννα χωρὶς Χριστόν ! Τί τραγικὴ ἀντινομία !
Ἀγαπητοί,
Εἰς τὸ μουσεῖον τῆς Δρέσδης ὑπάρχει ἕνα περίφημο ἀσημένιο αὐγό. Ὅταν πατητθῇ ἕνα ἐλατήριο, ἀνοίγει καὶ φαίνεται μέσα μιὰ μᾶζα χρυσοῦ, ὁ κρόκος δηλ. τοῦ αὐγοῦ. Ἔπειτα, μὲ τὸ πάτημα ἄλλου ἐλατηρίου, ἐμφανίζετια ἕνα πουλάχι ὁλόχρυσο. Ἔπειτα ἕνα ἀδαμαντοκόλλητο στέμμα. Καὶ τελευταῖα ἕνα δακτυλίδι, θαῦμα τέχνης καὶ ὡραιότητος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή. Μιὰ συνεχῆς ἀποκάλυψις πνευματικῶν θαυμάτων, ἱκανοποιήσεων, χαρᾶς καὶ γαλήνης, ποὺ εἶναι ὅλα καρπὸς τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ θεῖον Μυστήριον τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ «μέγα Δεῖπνον», τὴν Θ.Κοινωνίαν.
Μέχρις ὅτου μίαν ἡμέραν ἀποκαλυφθῆ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι, ποὺ θὰ ἑνώσῃ τὴν ψυχὴν μας πλέον αἰωνίως μὲ τὸν Θεόν καὶ τὴν μακαριότητα.
Ἀδελφέ ! Νὰ ἐρωήσω κάτι; Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχήν μας ὁ ἅγιος πόθος νὰ ἀποκτήσωμε, μόνιμα καὶ σταθερὰ, αὐτὸ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι;
________________
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου