Η ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν
Νεκροί οι σημερινοί νέοι;
Στη Ναΐν σπαραγμός! Από την πύλη της μικρής πολιτείας είχαν βγει κιόλας οι πρώτοι με το ξυλοκρέβατο. Με αργό βήμα προχωρούσαν. Πίσω η μαύρη μάνα πνιγμένη στο κλάμα. Γύρω της οι χωριανοί πάσχιζαν να την παρηγορήσουν, να τη στηρίξουν μη και σωριαστεί στο χώμα. Πίσω ουρά ο κόσμος, “ὄχλος πολύς”, ακολουθούσαν σιωπηλοί – άλλοι με πνιχτούς λυγμούς – όλοι μελαγχολικοί.
Απίστευτη ήταν η συμφορά. Ασήκωτος ο πόνος. Νέο παιδί, όλο χάρη και δροσιά, όλο ζωή και σφρίγος, έκλεισε ξαφνικά τα μάτια. Και τό ‘χε μονάκριβο η δύστυχη μάνα! Μοναδικό της στήριγμα, ελπίδα και χαρά της, αφότου μάλιστα είχε χάσει και τον άνδρα της… Άκου το κλάμα της! Σου σχίζει την καρδιά. Πώς να ζήσει τώρα η έρμη; Σαλεύει ο νους σε τέτοιον πόνο.
Όμως μέσα στους γόους, τ’ άφθονα δάκρυα και τ’ αναφιλητά, μια στοργική φωνή ακούγεται απρόσμενα. Πόσο αλλιώτικη! Και πόσο σταθερή! “Μή κλαῖε”. Σταμάτησε το κλάμα σου!
Θα μπόρεσε τάχα η δόλια μάνα να δει μέσ’ απ’ τις λίμνες των ματιών της Αυτόν που της μιλούσε; Δίχως άλλο, θα τό ‘νιωσε η μητρική καρδιά της. Μια απρόσμενη ακτίνα ελπίδας. Ζωηρή!
Η πικρή πομπή έχει σταματήσει. Ο ξένος – είναι ο Χριστός μας – ακουμπάει το χέρι στο νεκροκρέβατο και το κρατάει ακίνητο, ενώ μια άλλη συνοδεία – οι μαθητές Του — έχει φράξει το δρόμο για το νεκροταφείο. Κι ανάμεσα στα δύο πλήθη ο νεκρός νέος κι ο Ζωοδότης. Τώρα ο Χριστός έχει στυλώσει το βλέμμα στο νεκρό. Τώρα του μιλά. Θεέ μου! Πώς του μιλά! Τον διατάζει! Ανατριχιάζουν όλοι στη δύναμη της φωνής Του.
“Νεανίσκε”,νέε μου! “Σοί λέγω”, σε σένα μιλώ, σε σένα το λέω, δίνω εντολή, “ἐγέρθητι”, σήκω πάνω, ζήσε πάλι!
Κομμένη η ανάσα, ορθάνοιχτα από την απορία τα μάτια όλων. Θεέ μου! Αν είναι δυνατόν…
Σαν ζεστό κύμα ξεχύνεται στο κέρινο πρόσωπο πάλι ρόδινο χρώμα. Τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν. Παίρνει βαθιά ανάσα, ανοίγει τα μάτια ο νέο! Ανασηκώνεται, “ἀνεκάθισε”… Θεέ μου! Ξανάρθε στη ζωή!… “καί ἤρξατο λαλεῖν”. Κοίτα τον πώς μιλάει! Δεν είναι όνειρο λοιπόν. Και να, τώρα ο Ευεργέτης τον βοηθάει να σταθεί στα πόδια του και τον παραδίδει στην πονεμένη μητρική αγκάλη.
* * *
Νέος νεκρός! Το πιο τραγικό σύμπλεγμα. Υπόθεση θρήνων και ολοφυρμών. Όχι μόνο για τότε στη Ναΐν μα και για σήμερα στις δικές μας πόλεις.
Νέοι νεκροί! Όχι απλώς στο σώμα, μα πρωτίστως στην ψυχή. Όταν οι νέοι παγιδεύονται σε “νεκρά έργα” (Εβρ. στ’ 1), σε πράξεις που σκορπούν τριγύρω αποφορά θανάτου, πράξεις που θανατώνουν και ψυχή και σώμα όσων τις δοκιμάζουν (Ρωμ. στ’ 23).
Τι φοβερό! Δε βλέπετε πόσους νέους κάθε μέρα κλαίει η κοινωνία; Δεν ακούτε με άλγος κάθε μέρα και για καινούργια θύματα του θανάτου; Θύματα στην κακή παρέα, στο ξενύχτι, στα ποτά, στα ναρκωτικά… Θύματα στην παθιασμένη περιπέτεια, στην ξέφρενη ταχύτητα, στη βία… Θύματα, θύματα… Σπαράζουν οι καρδιές. Θρηνούν όσοι επιζούν, κηδεύουν και μοιρολογούν…
Μα όχι!
“Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι!”
Για όσους δεν έχουν ρίξει με απόγνωση κάτω το κεφάλι, φαίνεται καθαρά η ελπίδα. Να Τος! Έρχεται από μακριά ο Χριστός, ο Ζωοδότης! Πλήθος ανθρώπων με ειρηνική χαρά Τον πλαισιώνει και Τον ακολουθεί.
Και πλησιάζει. Τώρα θα πει πάλι το “μή κλαῖε”. Τώρα θα δώσει εντολή να γίνει πάλι ανάσταση, να σταματήσει το θανατικό.
Τι θαύμα! Κοντά Του ένας-ένας νέος θα γυρίσει απ’ το χείλος του θανάτου στη ζωή. Θα να βρεί το χαμένο εαυτό του, τις αισθήσεις του, τα λογικά του, την ψυχή του! Θα ζήσει! Όπως ο νεκρός νέος της Ναΐν, όταν συναντήθηκε με Κείνον, που είναι “ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή” (Ιω. ια’ 25).
Λοιπόν ελάτε να δοθούμε ολόψυχα στον Χριστό. Ελάτε να οδηγήσουμε και κάποιους φίλους, κάποιους δικούς μας ίσως κοντά Του. Μην καθυστερούμε! Τους θρήνους πρέπει επιτέλους να τους διαδεχθεί η χαρά, ο αναστάσιμος παιάνας και το ζείδωρο Φως του Χριστού. Είναι καιρός να δούμε νέους ζωντανούς, που θ’ ακτινοβολούν αγνότητα, αγιότητα, ενθουσιασμό, που θ’ ανοικοδομούν ένα ελπιδοφόρο μέλλον, που θ’ αποπνέουν “ὀσμή ζωῆς” (Β’ Κορ. β’ 16) και θα διεκδικούν ευγενικά, όσο κι αποφασιστικά “τόν στέφανον τῆς ζωῆς” (Αποκ. β’ 10).
Κάποτε πρέπει πια να πάρει το λόγο στη ζωή μας, στα σχολεία, στην κοινωνία, στη γαλανή πατρίδα μας ο Χριστός!
Νεκροί οι σημερινοί νέοι;
Στη Ναΐν σπαραγμός! Από την πύλη της μικρής πολιτείας είχαν βγει κιόλας οι πρώτοι με το ξυλοκρέβατο. Με αργό βήμα προχωρούσαν. Πίσω η μαύρη μάνα πνιγμένη στο κλάμα. Γύρω της οι χωριανοί πάσχιζαν να την παρηγορήσουν, να τη στηρίξουν μη και σωριαστεί στο χώμα. Πίσω ουρά ο κόσμος, “ὄχλος πολύς”, ακολουθούσαν σιωπηλοί – άλλοι με πνιχτούς λυγμούς – όλοι μελαγχολικοί.
Απίστευτη ήταν η συμφορά. Ασήκωτος ο πόνος. Νέο παιδί, όλο χάρη και δροσιά, όλο ζωή και σφρίγος, έκλεισε ξαφνικά τα μάτια. Και τό ‘χε μονάκριβο η δύστυχη μάνα! Μοναδικό της στήριγμα, ελπίδα και χαρά της, αφότου μάλιστα είχε χάσει και τον άνδρα της… Άκου το κλάμα της! Σου σχίζει την καρδιά. Πώς να ζήσει τώρα η έρμη; Σαλεύει ο νους σε τέτοιον πόνο.
Όμως μέσα στους γόους, τ’ άφθονα δάκρυα και τ’ αναφιλητά, μια στοργική φωνή ακούγεται απρόσμενα. Πόσο αλλιώτικη! Και πόσο σταθερή! “Μή κλαῖε”. Σταμάτησε το κλάμα σου!
Θα μπόρεσε τάχα η δόλια μάνα να δει μέσ’ απ’ τις λίμνες των ματιών της Αυτόν που της μιλούσε; Δίχως άλλο, θα τό ‘νιωσε η μητρική καρδιά της. Μια απρόσμενη ακτίνα ελπίδας. Ζωηρή!
Η πικρή πομπή έχει σταματήσει. Ο ξένος – είναι ο Χριστός μας – ακουμπάει το χέρι στο νεκροκρέβατο και το κρατάει ακίνητο, ενώ μια άλλη συνοδεία – οι μαθητές Του — έχει φράξει το δρόμο για το νεκροταφείο. Κι ανάμεσα στα δύο πλήθη ο νεκρός νέος κι ο Ζωοδότης. Τώρα ο Χριστός έχει στυλώσει το βλέμμα στο νεκρό. Τώρα του μιλά. Θεέ μου! Πώς του μιλά! Τον διατάζει! Ανατριχιάζουν όλοι στη δύναμη της φωνής Του.
“Νεανίσκε”,νέε μου! “Σοί λέγω”, σε σένα μιλώ, σε σένα το λέω, δίνω εντολή, “ἐγέρθητι”, σήκω πάνω, ζήσε πάλι!
Κομμένη η ανάσα, ορθάνοιχτα από την απορία τα μάτια όλων. Θεέ μου! Αν είναι δυνατόν…
Σαν ζεστό κύμα ξεχύνεται στο κέρινο πρόσωπο πάλι ρόδινο χρώμα. Τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν. Παίρνει βαθιά ανάσα, ανοίγει τα μάτια ο νέο! Ανασηκώνεται, “ἀνεκάθισε”… Θεέ μου! Ξανάρθε στη ζωή!… “καί ἤρξατο λαλεῖν”. Κοίτα τον πώς μιλάει! Δεν είναι όνειρο λοιπόν. Και να, τώρα ο Ευεργέτης τον βοηθάει να σταθεί στα πόδια του και τον παραδίδει στην πονεμένη μητρική αγκάλη.
* * *
Νέος νεκρός! Το πιο τραγικό σύμπλεγμα. Υπόθεση θρήνων και ολοφυρμών. Όχι μόνο για τότε στη Ναΐν μα και για σήμερα στις δικές μας πόλεις.
Νέοι νεκροί! Όχι απλώς στο σώμα, μα πρωτίστως στην ψυχή. Όταν οι νέοι παγιδεύονται σε “νεκρά έργα” (Εβρ. στ’ 1), σε πράξεις που σκορπούν τριγύρω αποφορά θανάτου, πράξεις που θανατώνουν και ψυχή και σώμα όσων τις δοκιμάζουν (Ρωμ. στ’ 23).
Τι φοβερό! Δε βλέπετε πόσους νέους κάθε μέρα κλαίει η κοινωνία; Δεν ακούτε με άλγος κάθε μέρα και για καινούργια θύματα του θανάτου; Θύματα στην κακή παρέα, στο ξενύχτι, στα ποτά, στα ναρκωτικά… Θύματα στην παθιασμένη περιπέτεια, στην ξέφρενη ταχύτητα, στη βία… Θύματα, θύματα… Σπαράζουν οι καρδιές. Θρηνούν όσοι επιζούν, κηδεύουν και μοιρολογούν…
Μα όχι!
“Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι!”
Για όσους δεν έχουν ρίξει με απόγνωση κάτω το κεφάλι, φαίνεται καθαρά η ελπίδα. Να Τος! Έρχεται από μακριά ο Χριστός, ο Ζωοδότης! Πλήθος ανθρώπων με ειρηνική χαρά Τον πλαισιώνει και Τον ακολουθεί.
Και πλησιάζει. Τώρα θα πει πάλι το “μή κλαῖε”. Τώρα θα δώσει εντολή να γίνει πάλι ανάσταση, να σταματήσει το θανατικό.
Τι θαύμα! Κοντά Του ένας-ένας νέος θα γυρίσει απ’ το χείλος του θανάτου στη ζωή. Θα να βρεί το χαμένο εαυτό του, τις αισθήσεις του, τα λογικά του, την ψυχή του! Θα ζήσει! Όπως ο νεκρός νέος της Ναΐν, όταν συναντήθηκε με Κείνον, που είναι “ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή” (Ιω. ια’ 25).
Λοιπόν ελάτε να δοθούμε ολόψυχα στον Χριστό. Ελάτε να οδηγήσουμε και κάποιους φίλους, κάποιους δικούς μας ίσως κοντά Του. Μην καθυστερούμε! Τους θρήνους πρέπει επιτέλους να τους διαδεχθεί η χαρά, ο αναστάσιμος παιάνας και το ζείδωρο Φως του Χριστού. Είναι καιρός να δούμε νέους ζωντανούς, που θ’ ακτινοβολούν αγνότητα, αγιότητα, ενθουσιασμό, που θ’ ανοικοδομούν ένα ελπιδοφόρο μέλλον, που θ’ αποπνέουν “ὀσμή ζωῆς” (Β’ Κορ. β’ 16) και θα διεκδικούν ευγενικά, όσο κι αποφασιστικά “τόν στέφανον τῆς ζωῆς” (Αποκ. β’ 10).
Κάποτε πρέπει πια να πάρει το λόγο στη ζωή μας, στα σχολεία, στην κοινωνία, στη γαλανή πατρίδα μας ο Χριστός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου