ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ – 9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2011
Λουκ. ζ, 11-16
«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε τόν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, νὰ μᾶς περιγράφει μὲ λόγια ἁπλά, ἕνα ἀπὸ τά πολλὰ θαύματα ποὺ πραγματοποίησε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του. «Ἐνῶ βάδιζε μὲ πολλοὺς μαθητὰς Του», μᾶς λέει, «καὶ πήγαινε στὴν πόλη Ναΐν, Τόν ἀκολουθοῦσε πλῆθος λαοῦ. Ἐκεῖ στὴν ἔξοδο τῆς πόλης συνάντησε ἕνα θλιβερὸ περιστατικό. Μία γυναῖκα χήρα κήδευε τόν μοναχογιό της. Ἡ ἀτμόσφαιρα πένθιμη ὁ δὲ πόνος μεγάλος. Ὁ Κύριος πλησίασε στὴ νεκρικὴ πομπή, τὴ σταμάτησε καὶ μὲ πολὺ συμπόνια ἀπευθύνθηκε στὴ μάννα ποὺ θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητη καὶ τῆς εἶπε: «μὴ κλαῖε», καὶ σὰν ἐξουσιαστὴς ποὺ εἶναι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἀνέστησε τὸν νεκρὸ νέο μὲ τόν λόγο Του: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι».
Ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τά πανάρχαια χρόνια, αἰσθάνεται ἀμήχανος κάθε φόρα ποὺ ἀντικρύζει τό «φοβερώτατον μυστήριον» τοῦ θανάτου. Βλέπει τὸ ὑπέροχο πλάσμα τοῦ Θεοῦ χωρὶς πνοὴ καὶ φέρνει στὸ μυαλὸ του τὴν κοινὴ διαπίστωση τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν: «ἐφ” ὅσον γεννηθήκαμε κάποτε θὰ πεθάνουμε». Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπογραμμίζεται αὐτὴ ἡ τραγικότητα τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τόν βιώσουμε κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς μας.
Μία τέτοια παραχώρηση ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο τραγικὸ γεγονὸς, φυσικὸ εἶναι νὰ γεννήσει μέσα μας πολλὰ ἐρωτηματικά, ἀλλὰ ἀδελφοὶ μου ἂς μὴν ἀφήνουμε τόν πειρασμὸ νὰ βάζη στὸ μυαλὸ μας βλάσφημες σκέψεις, διότι πρέπει νὰ γνωρίζουμε πὼς, ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ γίνη, τό ἐπιτρέπει μόνο γιὰ τό καλὸ μας καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἐπέτρεψε τό θάνατο «γιὰ νὰ δοθῆ ἕνα τέλος στὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ μὴν καταστῆ ἡ ἁμαρτία ἀθάνατη».
Ὅταν ἦλθε τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἔστειλε τόν Υἱὸ Του τόν Μονογενῆ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τό προπατορικὸ ἁμάρτημα, δίνοντὰς μας συγχρόνως τὴ δυνατότητα νὰ φθάσουμε στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, πρὶν τὴν πτώση ἀλλὰ καὶ ἀκόμη περισσότερο, ἐπανέφερε τόν κόσμο ἀπὸ τό «λῆθος» στὴν ὕπαρξη, ἐπανα-συνέδεσε τόν ἄνθρωπο μὲ τό Θεό, ἔδειξε τόν τρόπο πῶς νὰ γίνουμε «κατὰ χάριν θεοί». Μὲ τὴ διδασκαλία Του φανέρωσε τὴ βαθύτερη διάσταση ποὺ κρύβει ὁ θάνατος, διακηρύσσοντας ὅτι αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ὄχι μόνο σὲ βιολογικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ πνευματικὸ θάνατο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του τονίζει πὼς: «δι” ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος», μὲ συνέπεια ὁ θάνατος τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ διακρίνεται πλέον σὲ πνευματικὸ καὶ βιολογικὸ. Γι” αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα, δὲν ἄρχισε φιλοσοφικὲς συζητήσεις, δὲν ἀράδιασε συλλογισμοὺς καὶ ἀνθρώπινα ἐπιχειρήματα, οὔτε κατήργησε τὸν βιολογικὸ θάνατο παρὰ μᾶς ὑπέδειξε τόν τρόπο πῶς νὰ ἀποφύγουμε τόν πνευματικὸ θάνατο.
Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος, δὲν εἶναι μόνο ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ Ἀλήθεια, γι” αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἀντίθετος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀντίθετος καὶ στὴν Ἀλήθεια, ὁπότε ὁδηγεῖται σὲ θάνατο πνευματικὸ. Αὐτὰ παίρνει σὰν ἀφορμὴ, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καὶ τονίζει πὼς ὅσοι ἀρνοῦνται τό Χριστὸ εἶναι συνήγοροι «τοῦ θανάτου μᾶλλον ἢ τῆς ἀληθείας» ἐνῶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε, ὅτι φοβερὸ φαινόμενο θεωρεῖται καὶ εἶναι μόνο ὁ πνευματικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος καταστρέφει τὸν «κατ” εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντα ἄνθρωπο καὶ τόν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του.
Ἡ ἁμαρτία ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπὸ τήν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς, ἀλλὰ ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅποιος πιστεύει σὲ Αὐτὸν δὲν ἔχει νὰ φοβηθῆ τίποτε: «κἂν ἀποθάνη ζήσεται». Ἔτσι τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου στὴν πάλη του μὲ τὸν θάνατο διεξάγεται στὸ ἂν καὶ κατὰ πόσο αὐτὸς τήρησε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ: «ἐὰν τὶς τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήση, θάνατὸν οὐ μὴ θεωρήση εἰς τὸν αἰῶνα», ὅποιος τηρεῖ τὸν λόγο μου καὶ πράττει τὸ θέλημά μου δὲν θὰ γνωρίση ποτὲ τὸν θάνατο. Πεθαίνει κάποιος ἐν Κυρίῳ ὅπως καὶ εἶχε ζήσει γι” Αὐτόν, καὶ ὁ θάνατος ἀπὸ ἀδυσώπητη φρικτὴ μοῖρα γίνεται πέρασμα στὴ μακαριότητα. Ὁ πιστὸς ποὺ τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἐνταγμένος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία, δὲν θὰ γευθῆ ποτὲ πνευματικὸ θάνατο, ἀντίθετα, θὰ εἰρηνεύει καὶ θὰ προοδεύει στὴν πίστη καὶ ὁ βιολογικὸς θάνατος δὲν θὰ τοῦ προκαλῆ φόβο, διότι, μετὰ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κύριου ἔχασε τήν τραγικότητα του καὶ ἔγινε γέφυρα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ «ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα».
Μία τέτοια θεώρηση τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου ἀνοίγει στὸν πιστὸ ἄλλους ὁρίζοντες, γεμίζει τὴν ψυχή του μὲ γαλήνη καὶ ἐλπίδα ὁ δὲ θάνατος συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι τό σκοτεινὸ μυστήριο ἀλλὰ εἶναι ξύπνημα σ’ ἕναν καινούριο κόσμο φωτός. Εἶναι μετάβαση σὲ μία ἄλλη καινούρια ζωή, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ δὲν τόν φοβᾶται, διότι αὐτὸς ἐμφανίζεται μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ἐνῶ ὁ πιστὸς ξεπερνῶντας τοὺς περιορισμοὺς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ζεῖ στὸ αἰώνιο παρόν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὅταν στὸν ἀναστάσιμο ὕμνο «Χριστὸς ἀνέστη…» λέμε: «θανάτῳ θάνατον πατήσας…» ἐννοοῦμε ὅτι ὁ θάνατος καταργήθηκε μὲ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο καὶ ὁ διάβολος νικήθηκε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ ὅπλο.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
γιὰ μᾶς τούς χριστιανούς θάνατος εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὰ ἐπουράνια καὶ ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια, ἐκεῖ ὅπου οὔτε λύπη οὔτε στεναγμὸς ὑπάρχει ἀλλὰ μόνο ζωὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Μετὰ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε μαζὶ μὲ τόν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; Ποῦ εἶναι ἅδη ἡ νίκη σου»;
Μὲ τήν βεβαιότητα λοιπὸν ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δικαιώνει τήν ἐλπίδα γιὰ τήν δικὴ μας ἀνάσταση καὶ ζωὴ ἂς δοξολογοῦμε πάντοτε τόν Τριαδικὸ Θεὸ διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θυσιάστηκε, ἀναστήθηκε καὶ μᾶς χάρισε τὴν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Λουκ. ζ, 11-16
«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε τόν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, νὰ μᾶς περιγράφει μὲ λόγια ἁπλά, ἕνα ἀπὸ τά πολλὰ θαύματα ποὺ πραγματοποίησε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του. «Ἐνῶ βάδιζε μὲ πολλοὺς μαθητὰς Του», μᾶς λέει, «καὶ πήγαινε στὴν πόλη Ναΐν, Τόν ἀκολουθοῦσε πλῆθος λαοῦ. Ἐκεῖ στὴν ἔξοδο τῆς πόλης συνάντησε ἕνα θλιβερὸ περιστατικό. Μία γυναῖκα χήρα κήδευε τόν μοναχογιό της. Ἡ ἀτμόσφαιρα πένθιμη ὁ δὲ πόνος μεγάλος. Ὁ Κύριος πλησίασε στὴ νεκρικὴ πομπή, τὴ σταμάτησε καὶ μὲ πολὺ συμπόνια ἀπευθύνθηκε στὴ μάννα ποὺ θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητη καὶ τῆς εἶπε: «μὴ κλαῖε», καὶ σὰν ἐξουσιαστὴς ποὺ εἶναι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἀνέστησε τὸν νεκρὸ νέο μὲ τόν λόγο Του: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι».
Ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τά πανάρχαια χρόνια, αἰσθάνεται ἀμήχανος κάθε φόρα ποὺ ἀντικρύζει τό «φοβερώτατον μυστήριον» τοῦ θανάτου. Βλέπει τὸ ὑπέροχο πλάσμα τοῦ Θεοῦ χωρὶς πνοὴ καὶ φέρνει στὸ μυαλὸ του τὴν κοινὴ διαπίστωση τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν: «ἐφ” ὅσον γεννηθήκαμε κάποτε θὰ πεθάνουμε». Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπογραμμίζεται αὐτὴ ἡ τραγικότητα τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τόν βιώσουμε κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς μας.
Μία τέτοια παραχώρηση ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο τραγικὸ γεγονὸς, φυσικὸ εἶναι νὰ γεννήσει μέσα μας πολλὰ ἐρωτηματικά, ἀλλὰ ἀδελφοὶ μου ἂς μὴν ἀφήνουμε τόν πειρασμὸ νὰ βάζη στὸ μυαλὸ μας βλάσφημες σκέψεις, διότι πρέπει νὰ γνωρίζουμε πὼς, ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ γίνη, τό ἐπιτρέπει μόνο γιὰ τό καλὸ μας καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἐπέτρεψε τό θάνατο «γιὰ νὰ δοθῆ ἕνα τέλος στὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ μὴν καταστῆ ἡ ἁμαρτία ἀθάνατη».
Ὅταν ἦλθε τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἔστειλε τόν Υἱὸ Του τόν Μονογενῆ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τό προπατορικὸ ἁμάρτημα, δίνοντὰς μας συγχρόνως τὴ δυνατότητα νὰ φθάσουμε στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, πρὶν τὴν πτώση ἀλλὰ καὶ ἀκόμη περισσότερο, ἐπανέφερε τόν κόσμο ἀπὸ τό «λῆθος» στὴν ὕπαρξη, ἐπανα-συνέδεσε τόν ἄνθρωπο μὲ τό Θεό, ἔδειξε τόν τρόπο πῶς νὰ γίνουμε «κατὰ χάριν θεοί». Μὲ τὴ διδασκαλία Του φανέρωσε τὴ βαθύτερη διάσταση ποὺ κρύβει ὁ θάνατος, διακηρύσσοντας ὅτι αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ὄχι μόνο σὲ βιολογικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ πνευματικὸ θάνατο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του τονίζει πὼς: «δι” ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος», μὲ συνέπεια ὁ θάνατος τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ διακρίνεται πλέον σὲ πνευματικὸ καὶ βιολογικὸ. Γι” αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα, δὲν ἄρχισε φιλοσοφικὲς συζητήσεις, δὲν ἀράδιασε συλλογισμοὺς καὶ ἀνθρώπινα ἐπιχειρήματα, οὔτε κατήργησε τὸν βιολογικὸ θάνατο παρὰ μᾶς ὑπέδειξε τόν τρόπο πῶς νὰ ἀποφύγουμε τόν πνευματικὸ θάνατο.
Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος, δὲν εἶναι μόνο ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ Ἀλήθεια, γι” αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἀντίθετος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀντίθετος καὶ στὴν Ἀλήθεια, ὁπότε ὁδηγεῖται σὲ θάνατο πνευματικὸ. Αὐτὰ παίρνει σὰν ἀφορμὴ, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καὶ τονίζει πὼς ὅσοι ἀρνοῦνται τό Χριστὸ εἶναι συνήγοροι «τοῦ θανάτου μᾶλλον ἢ τῆς ἀληθείας» ἐνῶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε, ὅτι φοβερὸ φαινόμενο θεωρεῖται καὶ εἶναι μόνο ὁ πνευματικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος καταστρέφει τὸν «κατ” εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντα ἄνθρωπο καὶ τόν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του.
Ἡ ἁμαρτία ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπὸ τήν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς, ἀλλὰ ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅποιος πιστεύει σὲ Αὐτὸν δὲν ἔχει νὰ φοβηθῆ τίποτε: «κἂν ἀποθάνη ζήσεται». Ἔτσι τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου στὴν πάλη του μὲ τὸν θάνατο διεξάγεται στὸ ἂν καὶ κατὰ πόσο αὐτὸς τήρησε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ: «ἐὰν τὶς τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήση, θάνατὸν οὐ μὴ θεωρήση εἰς τὸν αἰῶνα», ὅποιος τηρεῖ τὸν λόγο μου καὶ πράττει τὸ θέλημά μου δὲν θὰ γνωρίση ποτὲ τὸν θάνατο. Πεθαίνει κάποιος ἐν Κυρίῳ ὅπως καὶ εἶχε ζήσει γι” Αὐτόν, καὶ ὁ θάνατος ἀπὸ ἀδυσώπητη φρικτὴ μοῖρα γίνεται πέρασμα στὴ μακαριότητα. Ὁ πιστὸς ποὺ τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἐνταγμένος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία, δὲν θὰ γευθῆ ποτὲ πνευματικὸ θάνατο, ἀντίθετα, θὰ εἰρηνεύει καὶ θὰ προοδεύει στὴν πίστη καὶ ὁ βιολογικὸς θάνατος δὲν θὰ τοῦ προκαλῆ φόβο, διότι, μετὰ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κύριου ἔχασε τήν τραγικότητα του καὶ ἔγινε γέφυρα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ «ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα».
Μία τέτοια θεώρηση τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου ἀνοίγει στὸν πιστὸ ἄλλους ὁρίζοντες, γεμίζει τὴν ψυχή του μὲ γαλήνη καὶ ἐλπίδα ὁ δὲ θάνατος συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι τό σκοτεινὸ μυστήριο ἀλλὰ εἶναι ξύπνημα σ’ ἕναν καινούριο κόσμο φωτός. Εἶναι μετάβαση σὲ μία ἄλλη καινούρια ζωή, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ δὲν τόν φοβᾶται, διότι αὐτὸς ἐμφανίζεται μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ἐνῶ ὁ πιστὸς ξεπερνῶντας τοὺς περιορισμοὺς τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ζεῖ στὸ αἰώνιο παρόν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὅταν στὸν ἀναστάσιμο ὕμνο «Χριστὸς ἀνέστη…» λέμε: «θανάτῳ θάνατον πατήσας…» ἐννοοῦμε ὅτι ὁ θάνατος καταργήθηκε μὲ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο καὶ ὁ διάβολος νικήθηκε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ ὅπλο.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
γιὰ μᾶς τούς χριστιανούς θάνατος εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὰ ἐπουράνια καὶ ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια, ἐκεῖ ὅπου οὔτε λύπη οὔτε στεναγμὸς ὑπάρχει ἀλλὰ μόνο ζωὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Μετὰ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε μαζὶ μὲ τόν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; Ποῦ εἶναι ἅδη ἡ νίκη σου»;
Μὲ τήν βεβαιότητα λοιπὸν ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δικαιώνει τήν ἐλπίδα γιὰ τήν δικὴ μας ἀνάσταση καὶ ζωὴ ἂς δοξολογοῦμε πάντοτε τόν Τριαδικὸ Θεὸ διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θυσιάστηκε, ἀναστήθηκε καὶ μᾶς χάρισε τὴν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου