Κυριακή Α΄ Λουκά – Οι εκλεκτοί και χαρισματικοί νέοι… από την «πόλη των ψαράδων»!
Σεπτεμβρίου 22, 2012
Κύριο θέμα του αυριανού ευαγγελικού Αναγνώσματος είναι η κλήση των πρώτων αλιέων μαθητών από τον Ιησού Χριστό. Δυστυχώς έχουμε μια απλοϊκή γνώση και αντίληψη για την κλήση της ομάδας των Δώδεκα. Χρειάζεται, νομίζουμε, μια προσεκτικότερη και σοβαρότερη προσέγγιση του θέματος αυτού. Για να οδηγηθούμε, όμως, στην προσέγγιση μιας ολοκληρωμένης εικόνας της κλήσεως αυτής, ανάγκη είναι να έχουμε μια σφαιρικότερη γνώση καταφεύγοντας κυρίως στα κείμενα των τριών πρώτων Ευαγγελιστών, Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά και να συμπληρωθεί το υλικό αυτό με τις πληροφορίες που μας δίνει και ο τέταρτος Ευαγγελιστής, ο Ιωάννης.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας δίνει περισσότερα στοιχεία πάνω στο θέμα της κλήσεως από τους άλλους δύο προηγούμενούς του Ευαγγελιστές και μας βοηθάει σε μια διεύρυνση της γνώσης μας σχετικά με το επαγγελματικό και κοινωνικό υπόβαθρο των μαθητών. Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης μας οδηγεί προς τη θεολογική και πνευματική κατεύθυνση της πληροφόρησής μας, σχετικά με την κλήση των δώδεκα μαθητών. Γενικά, θα λέγαμε, πως το Δ’ Ευαγγέλιο του Ιωάννη μας αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα «προϊστορία της κλήσεως», που εντάσσεται στο γενικότερο σχέδιο της θείας Οικονομίας, ενώ τα τρία προηγούμενα Ευαγγέλια προβάλλουν την προσωπική αποδοχή της κλήσης από τους μαθητές, αφού προηγήθηκαν αρκετά στάδια προετοιμασίας και προπαρασκευής, έως ότου φτάσουμε στο τελικό στάδιο της συγκρότησης της ομάδας των Δώδεκα.
Από μια πρώτη φευγαλέα ματιά, βγάζει κανείς το συμπέρασμα, ότι η κλήση των μαθητών ήταν η πρώτη δημόσια ενέργεια του Ιησού και μετά οργανώνεται από κοινού η ιεραποστολική δραστηριότητα από τη βόρεια Γαλιλαία ως τη νότια Ιουδαία της χώρας της Παλαιστίνης. Ιστορικά αυτή η εντύπωση είναι μάλλον λανθασμένη. Γνωρίζουμε, ότι ο Κύριος πρώτα δραστηριοποιήθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Ναζαρέτ και μετά την αντίδραση των Ιουδαίων της περιοχής και την βίαιη εκδίωξή του από τους συμπατριώτες του, μετακινήθηκε προς την ανατολικότερη περιοχή της Γαλιλαίος, προς τις πόλεις και τα χωριά της Τιβεριάδας, γύρω δηλαδή από τη λίμνη της Γεννησαρέτ, για να εκπληρωθεί και η ρήση ότι «ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού».
Σε μια δεύτερη φάση ο Ιησούς επισκέπτεται την Ιουδαία, ιδιαίτερα την έρημο της Ιουδαίας κοντά στις εκβολές του Ιορδάνη ποταμού στη Νεκρά Θάλασσα, όπου είχε δραστηριοποιηθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής με τους δικούς του μαθητές. Εκεί ο Ιησούς και κατά τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του, όπως μας πληροφορεί το Δ’ Ευαγγέλιο, γίνεται η μεγάλη συνάντηση των δύο ανδρών, πραγματοποιείται η Βάπτιση του Κυρίου και ο νέος προφήτης της Γαλιλαίας ο Ιησούς επικοινωνεί και γνωρίζει κατά ένα ουσιαστικό τρόπο τους μέλλοντες μαθητές του, πολλοί από τους οποίους ήσαν προηγουμένως μαθητές του Βαπτιστή. Μόνο μετά τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Προδρόμου, ο Ιησούς, σε μια μεταγενέστερη φάση και μετά την ολοκλήρωση της ομάδας των δώδεκα, θα μεταφέρει τη δραστηριότητά του στην Ιουδαία και στα Ιεροσόλυμα.
Μετά, λοιπόν, το θάνατο του Προδρόμου αρχίζει ουσιαστικά και η διαδικασία εκλογής και κλήσης των μαθητών του Κυρίου. Ας υπενθυμίσουμε, ότι από τους δώδεκα μαθητές οι ένδεκα ήσαν Γαλιλαίοι και μόνο ένας προερχόταν από την παραδοσιακή θρησκευτική Ιουδαία και μάλιστα της ιερατικής και θεολογικής σχολής των Ιεροσολύμων, ο Ιούδας, κατέληξε να γίνει και προδότης του μεγάλου Διδασκάλου. Από τους ένδεκα δε Γαλιλαίους μαθητές, γνωρίζουμε καλά, ότι οι έξι ή οι επτά είχαν ως τόπο καταγωγής τους την κωμόπολη Βησθαϊδά, παραθαλάσσια της Τιβεριάδας, της οποίας το όνομα σημαίνει «πόλη των ψαράδων».
Στην περιοχή αυτή πιθανότατα να υπήρχε κάποιο νεανικό πνευματικό κίνημα, μερικά από τα μέλη τα οποία γνωρίζουμε, και ήσαν τα ζεύγη των αδελφών Σίμωνα – Πέτρου και Ανδρέα, Ιακώβου και Ιωάννη, οι υιοί του Ζεβεδαίου, καθώς και οι δύο φίλοι Φίλιππος και Ναθαναήλ. Αυτοί αποτελούσαν και τον βασικό πυρήνα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου και αργότερα θα γίνουν οι πρώτοι μαθητές του Ιησού. Θεωρούμε αδιανόητο να μη γνώριζε ο Κύριος αυτή την ομάδα πριν από τη δημόσια δράση του και να μην επικοινωνούσε μαζί τους, αφού η Βηθσαϊδά απείχε λίγα μόλις χιλιόμετρα από τη Ναζαρέτ. Οι εκλεκτοί και χαρισματικοί αυτοί νέοι, φαίνεται, από τις ευαγγελικές διηγήσεις, πως έλκυσαν την προσοχή του Ιησού και είχαν στενή και συχνή επικοινωνία με τον νέο διδάσκαλο. Ήδη, το έργο του Κυρίου έχει προηγηθεί καιρό πριν την κλήση των μαθητών και η φήμη της διδασκαλίας του και των θαυμαστών έργων του έχει εκπλήξει τους πάντες.
1. Η κλήση των μαθητών ως εκκλησιολογικό γεγονός
Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε, ότι όλοι σχεδόν οι ευαγγελιστές προτάσσουν την κλήση των μαθητών κάθε άλλης δημόσιας δράσης του Κυρίου, ενώ ιστορικά γνωρίζουμε ότι είχαν προηγηθεί πολλά άλλα γεγονότα πριν από την κλήση τους και χωρίς την παρουσία μαθητών. Αυτό γίνεται κάτω από μια θεολογική προοπτική. Τίποτε δεν γίνεται, ούτε κήρυγμα ούτε διδαχή, ούτε σημεία και θαύματα, ούτε ευαγγελισμός των ανθρώπων, χωρίς την παρουσία των μαθητών και αποστόλων, που αυτοί θεολογικά συνιστούν την έννοια της Εκκλησίας και συγκροτούν το λαό του Θεού. Έκτος του λαού του Θεού και έκτος της Εκκλησίας δεν νοείται ιεραποστολική δραστηριότητα, ούτε πρόσκληση και προετοιμασία για τη βασιλεία του Θεού. Οι Δώδεκα με την κοινωνία τους συνθέτουν την ενότητα της Εκκλησίας και προβάλλουν την καθολικότητα κάθε σωτηριολογικής δραστηριότητας.
Η θεολογική αυτή προοπτική, μιας εκκλησιολογικής δηλαδή ερμηνείας του γεγονότος της κλήσεως των μαθητών, ενισχύεται σημαντικά ιδιαίτερα από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Ο Ευαγγελιστής αυτός σε μια άλλη παράλληλη περικοπή, η οποία αναφέρεται όχι μόνο στους πρώτους αλιείς μαθητές αλλά στο σύνολο των Δώδεκα, χειρίζεται μια πολύ εντυπωσιακή ορολογία. Αντί να πει εξέλεγε και κάλεσε δώδεκα μαθητές, χρησιμοποιεί τον όρο «εποίησεν», σαν να δημιούργησε μια νέα δημιουργία ανθρώπων που εκπροσωπείται από τους Δώδεκα. Οι Δώδεκα και η Εκκλησία θεωρούνται, πράγματι, ότι είναι το νέο γένος, το «εκλεκτόν», του λαού του Θεού. Όπως στην Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός «εποίησεν» άνθρωπον και ανθρωπότητα «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν», έτσι και τώρα με τον νέο Αδάμ, τον Χριστό, «ποιεί» την νέα ανθρωπότητα, την σεσωσμένη, της Εκκλησίας.
Η έννοια των Δώδεκα, κατά συνέπεια, δεν έχει μόνο ιστορική σημασία, αλλά έντονη εσχατολογική προοπτική. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του αριθμού δώδεκα για τους μαθητές από τον Ιησού, αφού έχει και το προηγούμενό του, των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Έχει και την θεολογική, συμβολική σημασία, καθόσον ο αριθμός δώδεκα θεωρείται ιερός αριθμός και συμβολίζει την ολότητα, την καθολικότητα και την τελειότητα μιας έννοιας.
2. Η κλήση των μαθητών ως σχέδιο της θείας Οικονομίας
Η κλήση των μαθητών δεν είναι ένα απλό και τυχαίο γεγονός, ή μια συνήθης ενέργεια που ακολουθούσαν όλοι οι Ραββί και διδάσκαλοι της εποχής, όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, του οποίου γνωρίζουμε και τα ονόματα μερικών από τους μαθητές του, αφού αργότερα έγιναν και μαθητές του Ιησού. Τα διάφορα στάδια της κλήσεως των μαθητών του Κυρίου, όπως περιγράφονται από τους Ευαγγελιστές, αποτελούν και «τύπους» κλήσεως με ενδιαφέρουσες θεολογικές προεκτάσεις.
Η κλήση, λοιπόν, των μαθητών εντάσσεται και στο γενικότερο σχέδιο της θείας Οικονομίας. Ο Ιησούς βέβαια είναι ο κύριος της κλήσεως και όχι όργανο ενός απλού και ουδέτερου σχεδίου. Ο διδάσκαλος Ιησούς προσέρχεται στους χώρους εργασίας, μέσα στην καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων και εκεί προσκαλεί «ους ήθελεν». Η κλήση ανήκει στην αποκλειστική κρίση του Κυρίου. Είναι μια καθαρά ιστορική πράξη και ενέργεια, που εντάσσεται στο σχέδιο της θείας Οικονομίας, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση κάποιας θεολογικής συμβολικότητας, όπως θέλουν πολλοί σύγχρονοι φιλελεύθεροι θεολόγοι της Δύσης να βλέπουν στην περικοπή αυτή.
Ο Ιησούς έρχεται και συναντάει τους ανθρώπους αυτούς, που πρόκειται να τους καλέσει στη μαθητεία και αποστολικότητα. Δεν τους περιμένει να έρθουν αυτοί. Πηγαίνει και συζητά μαζί τους. Τους φανερώνει τις σκέψεις του, τους διδάσκει και τους αποκαλύπτει την πίστη του και την αποστολή του. Κάπως παρόμοια γινόταν και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Θεός καλούσε τους Πατριάρχες, τους Προφήτες και τους Διδασκάλους του Ισραήλ να εργαστούν για την προπαρασκευή της ανθρωπότητας. Τους αποκάλυπτε τις βουλές του και τους έστελνε στον κόσμο. Και αν ακόμη είχαν τις αντιρρήσεις τους και ήσαν διστακτικοί, ο Θεός επέμενε στην εκλογή τους και στην αποστολή τους.
Και εδώ ο Ιησούς Χριστός είναι κύριος της επιλογής και εκλογής. Από έναν ευρύτερο κύκλο ακολούθων και πιστών εκλέγει «ους ήθελεν αυτός», με μια συγκεκριμένη αποστολή και ορισμένη αποστολική λειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε μια τυχαία και ανεξέλεγκτη εκλογή και αποστολή. Και όταν μελετάει κανείς προσεκτικά τα κείμενα μπορεί να επισημάνει διάφορα στάδια διαμόρφωσης αυτής της επιλογής και συγκεκριμένες προϋποθέσεις προκειμένου να φτάσουμε στην τελική φάση της εκλογής.
3. Προϋποθέσεις της κλήσεως των μαθητών
Σαν μια πρώτη προϋπόθεση μπορούμε να δεχθούμε την ευρύτατη ενημέρωση των μαθητών γύρω από τη διδασκαλία και τη νέα πίστη, που προβάλλει ο Ιησούς, αρκετά πριν από την κλήση τους. Πολλές φορές ασφαλώς θα είχαν ακούσει τον νέο Διδάσκαλο να κηρύσσει και να διδάσκει κατά τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του στις περιοχές της Τιβεριάδας ή στη μεγάλη πόλη της Καπερναούμ, προτού απευθύνει την πρόσκληση για τη μαθητεία. Θεωρούμε αδιανόητο να μην ήσαν ενήμεροι αυτοί οι άνθρωποι των σκέψεων και των προθέσεων του Κυρίου, για να αφήσουν τα πάντα την κατάλληλη στιγμή και να τον ακολουθούσουν. Αυτή την πρώτη προϋπόθεση μπορούμε να την ονομάσουμε ενσυνείδητη «μετοχή στο αποκαλυπτικό στοιχείο», που φέρνει ο Ιησούς Χριστός με την έλευσή του.
Η δεύτερη προϋπόθεση σχετίζεται με τη βεβαιότητα των μαθητών για την μεσσιανική ιδιότητα και αποστολή του Ιησού. Προκειμένου να αφήσουν το κίνημα του Ιωάννη του Βαπτιστή, τον οποίο μάλιστα πολλοί πίστευαν ότι είναι ο Μεσσίας και να ακολουθήσουν τον νέο Προφήτη της Γαλιλαίας, πρέπει να είχαν πεισθεί προηγουμένως για το γεγονός ότι ο Ιησούς είναι ο αληθινός Μεσσίας και Χριστός. Οι μαθητές δεν αποδέχθηκαν την κλήση και ακλούθησαν ένα τυχαίο Ραββί και διδάσκαλο, μεταξύ πολλών διδασκάλων και κηρύκων της Παλαιστίνης, αλλά αυτόν που πίστευαν ότι είναι ο απεσταλμένος του Θεού. Και αυτό προϋποθέτει μια ενσυνείδητη πρόθεση και επιλογή, μεσσιανολογικής φύσεως. Αυτό επιβεβαιώνεται ιδιαίτερα από το Δ’ Ευαγγέλιο, όπου πριν από την κλήση αρκετοί μαθητές του Βαπτιστή ομολογούν ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν Χριστόν».
Το τρίτο στάδιο, μιας προϊστορίας της κλήσεως, αναφέρεται σ’ ένα πολύ σημαντικό γεγονός, σ’ εκείνο της σωτηριολογικής προϋπόθεσης. Έχουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που μας οδηγούν στην υπόθεση πως οι μαθητές πριν από την κλήση τους θα πρέπει να είχαν μετάσχει σε διάφορα σωτηριολογικά γεγονότα και να είχαν προσωπική εμπειρία των θαυματουργικών ενεργειών του Κυρίου. Όταν στην οικία του Σίμωνος Πέτρου, σαν παράδειγμα, ο Ιησούς θεραπεύει την πυρέσουσα πεθερά του, διενεργεί ένα θαύμα με σωτηριολογική σημασία προς όλη την οικογένεια, σύμφωνα και με το λόγο εκείνο, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Κατά τον ευαγγελιστή Λουκά το γεγονός αυτό πραγματοποιήθηκε αρκετά πριν από την κλήση των μαθητών. Αυτό σημαίνει πως η κλήση στη μαθητεία δεν είναι ένα αρχικό γεγονός, αλλά κατακλείδα μιας ολόκληρης διαδικασίας και ουσιαστικής εμπειρίας των χαρισματικών λειτουργιών της κοινωνίας τους με το πρόσωπο του Κυρίου.
Την τέταρτη και τελευταία προϋπόθεση μπορούμε να την ονομάσουμε «εκκλησιολογική προϋπόθεση», που σημαίνει ότι ο Ιησούς πρώτα απευθύνεται προς τον λαό και τον κόσμο, με την γενική έννοια, συγκροτεί τους πιστούς του και τους ακολούθους του σε λαό του Θεού και μέσα από τον ευρύτερο αυτό κύκλο επιλέγει τους μαθητές του. Η εκλογή γίνεται μέσα από τον λαό του Θεού και για χάρη του λαού του Θεού. Πρώτα υπάρχει το ποίμνιο και για χάρη του ποιμνίου εκλέγεται ο ποιμένας. Ο ποιμένας εκφράζει και εκπροσωπεί το ποίμνιο του. Αν δεν υπάρχει ποίμνιο δεν έχει νόημα η ύπαρξη ποιμένα. Το αντίθετο δεν εκφράζει ούτε την βιβλική ούτε την ορθόδοξη ανατολική παράδοσή μας. Μόνο στη Δύση ο ποιμένας και ιερέας αυτονομείται από το ποίμνιό του και το αξίωμά του παίρνει μια εξουσιαστική μορφή διοικητικής φύσεως.
Όλα, αυτά, όπως αντιλαμβανόμαστε, συνιστούν μια ενδιαφέρουσα «προϊστορία της κλήσεως», την οποία δυστυχώς σπάνια προσεγγίζουμε και μελετούμε. Η αποδοχή της κλήσεως από μέρους των μαθητών είναι ένας ώριμος καρπός, μιας μακράς πνευματικής εμπειρίας και θεολογικής βεβαιότητας, γύρω από το μυστήριο του προσώπου του Χριστού και τής σωτηριολογικής αποστολής του. Τίποτε δεν είναι τυχαίο και τίποτε δεν είναι έξω από το σχέδιο της θείας Οικονομίας, για τα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων.
Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως οι μαθητές του Κυρίου προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και ήσαν φτωχοί και αγράμματοι ψαράδες. Μια προσεκτική, όμως, μελέτη πάνω στις πηγές μας οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, ότι οι οικογένειες τους είχαν πλοία με αρκετούς μισθωτούς υπαλλήλους και πιθανώς αποτελούσαν συνεταιριστική μονάδα που εκμεταλλευόταν την πλούσια σε αλιευτικά προϊόντα λιμνοθάλασσα της Τιβεριάδας.
Αυτή η πληροφορία μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι όχι μόνο δεν ήσαν φτωχοί, αλλά η οικονομική ευχέρεια τους έδινε τη δυνατότητα και ανάλογης υψηλής παιδείας και πνευματικής καλλιέργειας. Δεν είναι τυχαίο και το γεγονός, ότι πολλοί από αυτούς γνώριζαν πέρα από τη μητρική αραμαϊκή γλώσσα, την γλώσσα των Γραφών, την αρχαία εβραϊκή, καθώς και την ελληνική και πιθανώς και τη ρωμαϊκή. Ήσαν γνώστες της ιστορίας και θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης και της μεσσιανολογικής προφητείας για την έλευση του Μεσσία και οπωσδήποτε του μωσαϊκού νόμου, της ραββινικής παράδοσης και της αποκαλυπτικής γραμματείας.
Όλα αυτά σημαίνουν πως δεν ήταν τυχαίοι και συνηθισμένοι άνθρωποι, αλλά προσωπικότητες χαρισματικές και ικανά μυαλά. Είδαμε, αργότερα, ότι αυτοί δημιούργησαν και διαμόρφωσαν την πρώτη χριστιανική θεολογία, είτε στην ιουδαιοχριστιανική της μορφή είτε στην οικουμενική της προοπτική. Κανείς δε δεν αμφισβητεί ότι αρκετοί από αυτούς αναδείχθηκαν και μεγάλοι συγγραφείς, με θαυμάσια γνώση των προφορικών και γραπτών πηγών, αίσθηση της ιστορίας και της θεολογίας, και αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας. Το γεγονός ότι ήσαν αλιείς δεν σημαίνει ότι ήταν και αγράμματοι. Γνωρίζουμε ότι και ο απόστολος Παύλος, την ακαδημαϊκή γνώση του οποίου κανείς δεν αμφισβητεί, ήταν και σκηνοποιός. Τότε η γνώση δεν ήταν επάγγελμα και κάθε μορφωμένος έπρεπε να εργάζεται χειρωνακτικά για την επιβίωσή του.
Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, δεν κάλεσε απλώς μερικούς καλούς, νέους ανθρώπους, άβουλους και νωθρούς, αλλά επέλεξε μεταξύ ενός ευρύτατου πλήθους τους άριστους και χαρισματικούς, τους δυναμικούς και δραστήριους για να γίνουν μαθητές του. Επάνω σ’ αυτή την αγαθή διάθεση, στην ικανότητα και χαρισματικότητά τους, λειτούργησε και κατά τον πιο άριστο και γόνιμο τρόπο και η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ώστε αργότερα να δούμε και να ζήσουμε στην ιστορία τα θαυμαστά αποτελέσματα και του δικοί τους έργου.
(Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ.καθηγητού του Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ.Α΄)
Σεπτεμβρίου 22, 2012
Κύριο θέμα του αυριανού ευαγγελικού Αναγνώσματος είναι η κλήση των πρώτων αλιέων μαθητών από τον Ιησού Χριστό. Δυστυχώς έχουμε μια απλοϊκή γνώση και αντίληψη για την κλήση της ομάδας των Δώδεκα. Χρειάζεται, νομίζουμε, μια προσεκτικότερη και σοβαρότερη προσέγγιση του θέματος αυτού. Για να οδηγηθούμε, όμως, στην προσέγγιση μιας ολοκληρωμένης εικόνας της κλήσεως αυτής, ανάγκη είναι να έχουμε μια σφαιρικότερη γνώση καταφεύγοντας κυρίως στα κείμενα των τριών πρώτων Ευαγγελιστών, Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά και να συμπληρωθεί το υλικό αυτό με τις πληροφορίες που μας δίνει και ο τέταρτος Ευαγγελιστής, ο Ιωάννης.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας δίνει περισσότερα στοιχεία πάνω στο θέμα της κλήσεως από τους άλλους δύο προηγούμενούς του Ευαγγελιστές και μας βοηθάει σε μια διεύρυνση της γνώσης μας σχετικά με το επαγγελματικό και κοινωνικό υπόβαθρο των μαθητών. Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης μας οδηγεί προς τη θεολογική και πνευματική κατεύθυνση της πληροφόρησής μας, σχετικά με την κλήση των δώδεκα μαθητών. Γενικά, θα λέγαμε, πως το Δ’ Ευαγγέλιο του Ιωάννη μας αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα «προϊστορία της κλήσεως», που εντάσσεται στο γενικότερο σχέδιο της θείας Οικονομίας, ενώ τα τρία προηγούμενα Ευαγγέλια προβάλλουν την προσωπική αποδοχή της κλήσης από τους μαθητές, αφού προηγήθηκαν αρκετά στάδια προετοιμασίας και προπαρασκευής, έως ότου φτάσουμε στο τελικό στάδιο της συγκρότησης της ομάδας των Δώδεκα.
Από μια πρώτη φευγαλέα ματιά, βγάζει κανείς το συμπέρασμα, ότι η κλήση των μαθητών ήταν η πρώτη δημόσια ενέργεια του Ιησού και μετά οργανώνεται από κοινού η ιεραποστολική δραστηριότητα από τη βόρεια Γαλιλαία ως τη νότια Ιουδαία της χώρας της Παλαιστίνης. Ιστορικά αυτή η εντύπωση είναι μάλλον λανθασμένη. Γνωρίζουμε, ότι ο Κύριος πρώτα δραστηριοποιήθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Ναζαρέτ και μετά την αντίδραση των Ιουδαίων της περιοχής και την βίαιη εκδίωξή του από τους συμπατριώτες του, μετακινήθηκε προς την ανατολικότερη περιοχή της Γαλιλαίος, προς τις πόλεις και τα χωριά της Τιβεριάδας, γύρω δηλαδή από τη λίμνη της Γεννησαρέτ, για να εκπληρωθεί και η ρήση ότι «ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού».
Σε μια δεύτερη φάση ο Ιησούς επισκέπτεται την Ιουδαία, ιδιαίτερα την έρημο της Ιουδαίας κοντά στις εκβολές του Ιορδάνη ποταμού στη Νεκρά Θάλασσα, όπου είχε δραστηριοποιηθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής με τους δικούς του μαθητές. Εκεί ο Ιησούς και κατά τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του, όπως μας πληροφορεί το Δ’ Ευαγγέλιο, γίνεται η μεγάλη συνάντηση των δύο ανδρών, πραγματοποιείται η Βάπτιση του Κυρίου και ο νέος προφήτης της Γαλιλαίας ο Ιησούς επικοινωνεί και γνωρίζει κατά ένα ουσιαστικό τρόπο τους μέλλοντες μαθητές του, πολλοί από τους οποίους ήσαν προηγουμένως μαθητές του Βαπτιστή. Μόνο μετά τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Προδρόμου, ο Ιησούς, σε μια μεταγενέστερη φάση και μετά την ολοκλήρωση της ομάδας των δώδεκα, θα μεταφέρει τη δραστηριότητά του στην Ιουδαία και στα Ιεροσόλυμα.
Μετά, λοιπόν, το θάνατο του Προδρόμου αρχίζει ουσιαστικά και η διαδικασία εκλογής και κλήσης των μαθητών του Κυρίου. Ας υπενθυμίσουμε, ότι από τους δώδεκα μαθητές οι ένδεκα ήσαν Γαλιλαίοι και μόνο ένας προερχόταν από την παραδοσιακή θρησκευτική Ιουδαία και μάλιστα της ιερατικής και θεολογικής σχολής των Ιεροσολύμων, ο Ιούδας, κατέληξε να γίνει και προδότης του μεγάλου Διδασκάλου. Από τους ένδεκα δε Γαλιλαίους μαθητές, γνωρίζουμε καλά, ότι οι έξι ή οι επτά είχαν ως τόπο καταγωγής τους την κωμόπολη Βησθαϊδά, παραθαλάσσια της Τιβεριάδας, της οποίας το όνομα σημαίνει «πόλη των ψαράδων».
Στην περιοχή αυτή πιθανότατα να υπήρχε κάποιο νεανικό πνευματικό κίνημα, μερικά από τα μέλη τα οποία γνωρίζουμε, και ήσαν τα ζεύγη των αδελφών Σίμωνα – Πέτρου και Ανδρέα, Ιακώβου και Ιωάννη, οι υιοί του Ζεβεδαίου, καθώς και οι δύο φίλοι Φίλιππος και Ναθαναήλ. Αυτοί αποτελούσαν και τον βασικό πυρήνα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου και αργότερα θα γίνουν οι πρώτοι μαθητές του Ιησού. Θεωρούμε αδιανόητο να μη γνώριζε ο Κύριος αυτή την ομάδα πριν από τη δημόσια δράση του και να μην επικοινωνούσε μαζί τους, αφού η Βηθσαϊδά απείχε λίγα μόλις χιλιόμετρα από τη Ναζαρέτ. Οι εκλεκτοί και χαρισματικοί αυτοί νέοι, φαίνεται, από τις ευαγγελικές διηγήσεις, πως έλκυσαν την προσοχή του Ιησού και είχαν στενή και συχνή επικοινωνία με τον νέο διδάσκαλο. Ήδη, το έργο του Κυρίου έχει προηγηθεί καιρό πριν την κλήση των μαθητών και η φήμη της διδασκαλίας του και των θαυμαστών έργων του έχει εκπλήξει τους πάντες.
1. Η κλήση των μαθητών ως εκκλησιολογικό γεγονός
Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε, ότι όλοι σχεδόν οι ευαγγελιστές προτάσσουν την κλήση των μαθητών κάθε άλλης δημόσιας δράσης του Κυρίου, ενώ ιστορικά γνωρίζουμε ότι είχαν προηγηθεί πολλά άλλα γεγονότα πριν από την κλήση τους και χωρίς την παρουσία μαθητών. Αυτό γίνεται κάτω από μια θεολογική προοπτική. Τίποτε δεν γίνεται, ούτε κήρυγμα ούτε διδαχή, ούτε σημεία και θαύματα, ούτε ευαγγελισμός των ανθρώπων, χωρίς την παρουσία των μαθητών και αποστόλων, που αυτοί θεολογικά συνιστούν την έννοια της Εκκλησίας και συγκροτούν το λαό του Θεού. Έκτος του λαού του Θεού και έκτος της Εκκλησίας δεν νοείται ιεραποστολική δραστηριότητα, ούτε πρόσκληση και προετοιμασία για τη βασιλεία του Θεού. Οι Δώδεκα με την κοινωνία τους συνθέτουν την ενότητα της Εκκλησίας και προβάλλουν την καθολικότητα κάθε σωτηριολογικής δραστηριότητας.
Η θεολογική αυτή προοπτική, μιας εκκλησιολογικής δηλαδή ερμηνείας του γεγονότος της κλήσεως των μαθητών, ενισχύεται σημαντικά ιδιαίτερα από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Ο Ευαγγελιστής αυτός σε μια άλλη παράλληλη περικοπή, η οποία αναφέρεται όχι μόνο στους πρώτους αλιείς μαθητές αλλά στο σύνολο των Δώδεκα, χειρίζεται μια πολύ εντυπωσιακή ορολογία. Αντί να πει εξέλεγε και κάλεσε δώδεκα μαθητές, χρησιμοποιεί τον όρο «εποίησεν», σαν να δημιούργησε μια νέα δημιουργία ανθρώπων που εκπροσωπείται από τους Δώδεκα. Οι Δώδεκα και η Εκκλησία θεωρούνται, πράγματι, ότι είναι το νέο γένος, το «εκλεκτόν», του λαού του Θεού. Όπως στην Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός «εποίησεν» άνθρωπον και ανθρωπότητα «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν», έτσι και τώρα με τον νέο Αδάμ, τον Χριστό, «ποιεί» την νέα ανθρωπότητα, την σεσωσμένη, της Εκκλησίας.
Η έννοια των Δώδεκα, κατά συνέπεια, δεν έχει μόνο ιστορική σημασία, αλλά έντονη εσχατολογική προοπτική. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του αριθμού δώδεκα για τους μαθητές από τον Ιησού, αφού έχει και το προηγούμενό του, των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Έχει και την θεολογική, συμβολική σημασία, καθόσον ο αριθμός δώδεκα θεωρείται ιερός αριθμός και συμβολίζει την ολότητα, την καθολικότητα και την τελειότητα μιας έννοιας.
2. Η κλήση των μαθητών ως σχέδιο της θείας Οικονομίας
Η κλήση των μαθητών δεν είναι ένα απλό και τυχαίο γεγονός, ή μια συνήθης ενέργεια που ακολουθούσαν όλοι οι Ραββί και διδάσκαλοι της εποχής, όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, του οποίου γνωρίζουμε και τα ονόματα μερικών από τους μαθητές του, αφού αργότερα έγιναν και μαθητές του Ιησού. Τα διάφορα στάδια της κλήσεως των μαθητών του Κυρίου, όπως περιγράφονται από τους Ευαγγελιστές, αποτελούν και «τύπους» κλήσεως με ενδιαφέρουσες θεολογικές προεκτάσεις.
Η κλήση, λοιπόν, των μαθητών εντάσσεται και στο γενικότερο σχέδιο της θείας Οικονομίας. Ο Ιησούς βέβαια είναι ο κύριος της κλήσεως και όχι όργανο ενός απλού και ουδέτερου σχεδίου. Ο διδάσκαλος Ιησούς προσέρχεται στους χώρους εργασίας, μέσα στην καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων και εκεί προσκαλεί «ους ήθελεν». Η κλήση ανήκει στην αποκλειστική κρίση του Κυρίου. Είναι μια καθαρά ιστορική πράξη και ενέργεια, που εντάσσεται στο σχέδιο της θείας Οικονομίας, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση κάποιας θεολογικής συμβολικότητας, όπως θέλουν πολλοί σύγχρονοι φιλελεύθεροι θεολόγοι της Δύσης να βλέπουν στην περικοπή αυτή.
Ο Ιησούς έρχεται και συναντάει τους ανθρώπους αυτούς, που πρόκειται να τους καλέσει στη μαθητεία και αποστολικότητα. Δεν τους περιμένει να έρθουν αυτοί. Πηγαίνει και συζητά μαζί τους. Τους φανερώνει τις σκέψεις του, τους διδάσκει και τους αποκαλύπτει την πίστη του και την αποστολή του. Κάπως παρόμοια γινόταν και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Θεός καλούσε τους Πατριάρχες, τους Προφήτες και τους Διδασκάλους του Ισραήλ να εργαστούν για την προπαρασκευή της ανθρωπότητας. Τους αποκάλυπτε τις βουλές του και τους έστελνε στον κόσμο. Και αν ακόμη είχαν τις αντιρρήσεις τους και ήσαν διστακτικοί, ο Θεός επέμενε στην εκλογή τους και στην αποστολή τους.
Και εδώ ο Ιησούς Χριστός είναι κύριος της επιλογής και εκλογής. Από έναν ευρύτερο κύκλο ακολούθων και πιστών εκλέγει «ους ήθελεν αυτός», με μια συγκεκριμένη αποστολή και ορισμένη αποστολική λειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε μια τυχαία και ανεξέλεγκτη εκλογή και αποστολή. Και όταν μελετάει κανείς προσεκτικά τα κείμενα μπορεί να επισημάνει διάφορα στάδια διαμόρφωσης αυτής της επιλογής και συγκεκριμένες προϋποθέσεις προκειμένου να φτάσουμε στην τελική φάση της εκλογής.
3. Προϋποθέσεις της κλήσεως των μαθητών
Σαν μια πρώτη προϋπόθεση μπορούμε να δεχθούμε την ευρύτατη ενημέρωση των μαθητών γύρω από τη διδασκαλία και τη νέα πίστη, που προβάλλει ο Ιησούς, αρκετά πριν από την κλήση τους. Πολλές φορές ασφαλώς θα είχαν ακούσει τον νέο Διδάσκαλο να κηρύσσει και να διδάσκει κατά τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του στις περιοχές της Τιβεριάδας ή στη μεγάλη πόλη της Καπερναούμ, προτού απευθύνει την πρόσκληση για τη μαθητεία. Θεωρούμε αδιανόητο να μην ήσαν ενήμεροι αυτοί οι άνθρωποι των σκέψεων και των προθέσεων του Κυρίου, για να αφήσουν τα πάντα την κατάλληλη στιγμή και να τον ακολουθούσουν. Αυτή την πρώτη προϋπόθεση μπορούμε να την ονομάσουμε ενσυνείδητη «μετοχή στο αποκαλυπτικό στοιχείο», που φέρνει ο Ιησούς Χριστός με την έλευσή του.
Η δεύτερη προϋπόθεση σχετίζεται με τη βεβαιότητα των μαθητών για την μεσσιανική ιδιότητα και αποστολή του Ιησού. Προκειμένου να αφήσουν το κίνημα του Ιωάννη του Βαπτιστή, τον οποίο μάλιστα πολλοί πίστευαν ότι είναι ο Μεσσίας και να ακολουθήσουν τον νέο Προφήτη της Γαλιλαίας, πρέπει να είχαν πεισθεί προηγουμένως για το γεγονός ότι ο Ιησούς είναι ο αληθινός Μεσσίας και Χριστός. Οι μαθητές δεν αποδέχθηκαν την κλήση και ακλούθησαν ένα τυχαίο Ραββί και διδάσκαλο, μεταξύ πολλών διδασκάλων και κηρύκων της Παλαιστίνης, αλλά αυτόν που πίστευαν ότι είναι ο απεσταλμένος του Θεού. Και αυτό προϋποθέτει μια ενσυνείδητη πρόθεση και επιλογή, μεσσιανολογικής φύσεως. Αυτό επιβεβαιώνεται ιδιαίτερα από το Δ’ Ευαγγέλιο, όπου πριν από την κλήση αρκετοί μαθητές του Βαπτιστή ομολογούν ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν Χριστόν».
Το τρίτο στάδιο, μιας προϊστορίας της κλήσεως, αναφέρεται σ’ ένα πολύ σημαντικό γεγονός, σ’ εκείνο της σωτηριολογικής προϋπόθεσης. Έχουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που μας οδηγούν στην υπόθεση πως οι μαθητές πριν από την κλήση τους θα πρέπει να είχαν μετάσχει σε διάφορα σωτηριολογικά γεγονότα και να είχαν προσωπική εμπειρία των θαυματουργικών ενεργειών του Κυρίου. Όταν στην οικία του Σίμωνος Πέτρου, σαν παράδειγμα, ο Ιησούς θεραπεύει την πυρέσουσα πεθερά του, διενεργεί ένα θαύμα με σωτηριολογική σημασία προς όλη την οικογένεια, σύμφωνα και με το λόγο εκείνο, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Κατά τον ευαγγελιστή Λουκά το γεγονός αυτό πραγματοποιήθηκε αρκετά πριν από την κλήση των μαθητών. Αυτό σημαίνει πως η κλήση στη μαθητεία δεν είναι ένα αρχικό γεγονός, αλλά κατακλείδα μιας ολόκληρης διαδικασίας και ουσιαστικής εμπειρίας των χαρισματικών λειτουργιών της κοινωνίας τους με το πρόσωπο του Κυρίου.
Την τέταρτη και τελευταία προϋπόθεση μπορούμε να την ονομάσουμε «εκκλησιολογική προϋπόθεση», που σημαίνει ότι ο Ιησούς πρώτα απευθύνεται προς τον λαό και τον κόσμο, με την γενική έννοια, συγκροτεί τους πιστούς του και τους ακολούθους του σε λαό του Θεού και μέσα από τον ευρύτερο αυτό κύκλο επιλέγει τους μαθητές του. Η εκλογή γίνεται μέσα από τον λαό του Θεού και για χάρη του λαού του Θεού. Πρώτα υπάρχει το ποίμνιο και για χάρη του ποιμνίου εκλέγεται ο ποιμένας. Ο ποιμένας εκφράζει και εκπροσωπεί το ποίμνιο του. Αν δεν υπάρχει ποίμνιο δεν έχει νόημα η ύπαρξη ποιμένα. Το αντίθετο δεν εκφράζει ούτε την βιβλική ούτε την ορθόδοξη ανατολική παράδοσή μας. Μόνο στη Δύση ο ποιμένας και ιερέας αυτονομείται από το ποίμνιό του και το αξίωμά του παίρνει μια εξουσιαστική μορφή διοικητικής φύσεως.
Όλα, αυτά, όπως αντιλαμβανόμαστε, συνιστούν μια ενδιαφέρουσα «προϊστορία της κλήσεως», την οποία δυστυχώς σπάνια προσεγγίζουμε και μελετούμε. Η αποδοχή της κλήσεως από μέρους των μαθητών είναι ένας ώριμος καρπός, μιας μακράς πνευματικής εμπειρίας και θεολογικής βεβαιότητας, γύρω από το μυστήριο του προσώπου του Χριστού και τής σωτηριολογικής αποστολής του. Τίποτε δεν είναι τυχαίο και τίποτε δεν είναι έξω από το σχέδιο της θείας Οικονομίας, για τα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων.
Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως οι μαθητές του Κυρίου προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και ήσαν φτωχοί και αγράμματοι ψαράδες. Μια προσεκτική, όμως, μελέτη πάνω στις πηγές μας οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, ότι οι οικογένειες τους είχαν πλοία με αρκετούς μισθωτούς υπαλλήλους και πιθανώς αποτελούσαν συνεταιριστική μονάδα που εκμεταλλευόταν την πλούσια σε αλιευτικά προϊόντα λιμνοθάλασσα της Τιβεριάδας.
Αυτή η πληροφορία μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι όχι μόνο δεν ήσαν φτωχοί, αλλά η οικονομική ευχέρεια τους έδινε τη δυνατότητα και ανάλογης υψηλής παιδείας και πνευματικής καλλιέργειας. Δεν είναι τυχαίο και το γεγονός, ότι πολλοί από αυτούς γνώριζαν πέρα από τη μητρική αραμαϊκή γλώσσα, την γλώσσα των Γραφών, την αρχαία εβραϊκή, καθώς και την ελληνική και πιθανώς και τη ρωμαϊκή. Ήσαν γνώστες της ιστορίας και θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης και της μεσσιανολογικής προφητείας για την έλευση του Μεσσία και οπωσδήποτε του μωσαϊκού νόμου, της ραββινικής παράδοσης και της αποκαλυπτικής γραμματείας.
Όλα αυτά σημαίνουν πως δεν ήταν τυχαίοι και συνηθισμένοι άνθρωποι, αλλά προσωπικότητες χαρισματικές και ικανά μυαλά. Είδαμε, αργότερα, ότι αυτοί δημιούργησαν και διαμόρφωσαν την πρώτη χριστιανική θεολογία, είτε στην ιουδαιοχριστιανική της μορφή είτε στην οικουμενική της προοπτική. Κανείς δε δεν αμφισβητεί ότι αρκετοί από αυτούς αναδείχθηκαν και μεγάλοι συγγραφείς, με θαυμάσια γνώση των προφορικών και γραπτών πηγών, αίσθηση της ιστορίας και της θεολογίας, και αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας. Το γεγονός ότι ήσαν αλιείς δεν σημαίνει ότι ήταν και αγράμματοι. Γνωρίζουμε ότι και ο απόστολος Παύλος, την ακαδημαϊκή γνώση του οποίου κανείς δεν αμφισβητεί, ήταν και σκηνοποιός. Τότε η γνώση δεν ήταν επάγγελμα και κάθε μορφωμένος έπρεπε να εργάζεται χειρωνακτικά για την επιβίωσή του.
Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, δεν κάλεσε απλώς μερικούς καλούς, νέους ανθρώπους, άβουλους και νωθρούς, αλλά επέλεξε μεταξύ ενός ευρύτατου πλήθους τους άριστους και χαρισματικούς, τους δυναμικούς και δραστήριους για να γίνουν μαθητές του. Επάνω σ’ αυτή την αγαθή διάθεση, στην ικανότητα και χαρισματικότητά τους, λειτούργησε και κατά τον πιο άριστο και γόνιμο τρόπο και η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ώστε αργότερα να δούμε και να ζήσουμε στην ιστορία τα θαυμαστά αποτελέσματα και του δικοί τους έργου.
(Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ.καθηγητού του Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ.Α΄)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου