Κυριακή Γ' Λουκά (10/10/2010)
(Λουκά ζ' 11-16)
Συνεχίζουμε και σήμερα αυτή τη γραπτή επικοινωνία μεταξύ μας, επειδή όλοι έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε τη Διδαχή του Ευαγγελίου και ο καθένας μας χρειάζεται να ανταλάσσει όση εμπειρία διαθέτει από την «κατά Χριστόν» ζωή του. Βαπτιστήκαμε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί και από την παιδική μας ηλικία, άλλος λίγο άλλος πολύ, ακούσαμε όσα δίδαξε ὁ Χριστός, μάθαμε για τα θαύματα που έκαμε, για το σταυρικό του θάνατο και την Ανάστασή του. Επάνω στο γεγονός της Αναστάσεώς του στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Αυτά αποτελούν τη διδαχή της Εκκλησίας στον κόσμο, έτσι όπως οι Μαθητές, οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές τα κατέγραψαν και τα διέσωσαν, προκειμένου να διατηρηθούν στη μνήμη των πιστών. Στο μεταξύ προέκυψαν και άλλα ευσεβή κείμενα, τά λεγόμενα «Απόκρυφα» που η Εκκλησία, αφού τα ερεύνησε, τελικά δεν τα αποδέχτηκε ως γνήσια και τα απέρριψε. Έτσι συγκροτήθηκε ο Κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, που είναι το δεύτερο μέρος της Αγίας Γραφής και που μαζύ με την Παλαιά Διαθήκη αποτελεί την αποκάλυψη του ενός και μοναδικού Θεού στον κόσμο.
Για πολλές χιλιετίες οι άνθρωποι βασανίζονταν στην πολυθεΐα καθώς προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς. Το καταστάλλαγμα μέχρι τη μονοθεΐα διήρκεσε πολλούς αιώνες. Όταν ωρίμασε η σκέψη του ανθρώπου, τότε αποκαλύφθηκε ο Θεός. Αποκαλύφθηκε αμυδρά και σαν σκιά στον Αβραάμ, αινιγματικά με μύθους στους Έλληνες αλλά και σε άλλους λαούς. Μέχρι τον ερχομό του Χριστού στη γη, καθώς περιγράφεται στα ευαγγελικά κείμενα, που είναι γραμμένα στην ελληνική μας γλώσσα και αποτελούν το καλό μήνυμα που φέρνει και προτείνει ἡ Εκκλησία.
Σ
τους πρώτους αιώνες μετά την Ανάσταση του Χριστού, η Εκκλησία χρειάστηκε να λύσει διάφορες απορίες των Χριστιανών της, ώστε να περιφρουρήσει την γνησιότητα της διδασκαλίας της από διάφορες αιρέσεις, αλλά συγχρόνως, να αναπαύσει και τις συνειδήσεις των πιστών της από ξένες προτάσεις ζωής που τους γίνονταν. Τότε θέσπισε τα Δόγματα, δηλαδή, κατέγραψε την εμπειρία της. Τα Δόγματα της πίστεώς μας δεν είναι «ξερές και άτεγκτες» αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά είναι τρόποι ζωής που αδιαμφισβήτητα ξεκουράζουν τους ανθρώπους στην πορεία τους προς το Χριστό. Είναι η βιωμένη καλή εμπειρία των Χριστιανών, που ζουν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και τα Δόγματα περιλαμβάνουν όλο το πλάτος της ζωής στις λεπτομέρειές της. Σήμερα οι άνθρωποι ονομάζουν «δογματικό» κάτι που δεν τους επιτρέπεται να το ανατρέψουν. Για την Εκκλησία μας, «δογματικό» είναι ό,τι δοκιμάστηκε από πολλούς ανθρώπους και λαούς, σε διάφορους τόπους και εποχές, και αποδείχτηκε περίτρανα ότι όντως ελαφραίνει το ζυγό της ζωής μας. Αυτή η εμπειρία των Χριστιανών φανερώνει πόσο είναι εφικτό, ευχάριστο αλλά και χρήσιμο να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού. Η εμπειρία μας των Χριστιανών είναι πιό δυνατή από τη διδαχή της Εκκλησίας. Δεν καλούμαστε να συμμορφώσουμε τη ζωή μας βάσει του βιβλίου της Αγίας Γραφής, αλλά καλούμαστε με τη ζωή μας να βεβαιώσουμε τα όσα περιγράφονται στην Αγία Γραφή, αφού τα ζήσουμε στο σήμερα, σύμφωνα με τον τρόπο που μας προτείνει η Εκκλησία. Έτσι με τον καθημερινό πνευματικό μας αγώνα θα αποδεικνύεται του «λόγου το αληθές» και θα φανερώνεται πόσο «ελαφρύς είναι ο ζυγός» που μας πρότεινε ο Χριστός.
Μ
ε βάση, λοιπόν, τα όσα εκθέσαμε και που δικαιολογούν τον τίτλο του παρόντος γραπτού κηρύγματος, πώς θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε τη διδαχή περί του θαύματος που περιγράφει η σημερινή ευαγγελική περικοπή; Ο Ιησούς, έξω από την πόλη Ναΐν, συνάντησε μια νεκρική πομπή. Είχε πεθάνει το μοναχοπαίδι μιας χήρας. Ο Χριστός, σταμάτησε, λυπήθηκε την γυναίκα, πλησίασε το νεκροκρέββατο και ανάστησε το παιδί της. Το γεγονός δεν είναι συνηθισμένο και γι’ αυτό προκάλεσε το θαυμασμό και την απορία όσων συνόδευαν την κηδεία και όσων το πληροφορήθηκαν στη συνέχεια μέχρι και σήμερα. Όσες αναστάσεις νεκρών αναφέρονται στα Ευαγγέλια, ερμηνεύονται σαν ανταπόκριση του Θεού στην προσευχή του Ιησού: «Μας επισκέφθηκε η δύναμη του Θεού, μέσῳ του προφήτου Ιησού» διαλαλούσαν οι αυτόπτες μάρτυρες. Και έτσι εξηγούσαν όλα τα θαύματα που τελούσε ο Κύριος. Αλλά και οι Μαθητές του πίστευαν ότι ο Δάσκαλός τους ήταν ένας «καλός άνθρωπος» και γι’ αυτό τον άκουγε ο Θεός σε ό,τι του ζητούσε. Όταν, όμως, πέθανε ο Δάσκαλός τους επάνω στο Σταυρό, τότε νόμισαν πως όλα τελείωσαν. Ποιός, τώρα, θα προσεύχονταν για εκείνον; Γι’ αυτό κατέλαβε την ψυχή τους θλίψη και απογοήτευση. Με την Ανάστασή του ο Χριστός, τους απέδειξε ότι δεν ήταν ένας καλός άνθρωπος που τον άκουγε ο Θεός, αλλά ήταν ο ίδιος Θεός! Η Ανάστασή του δεν έπρεπε να τους ξαφνιάσει επειδή επί 3 χρόνια τους προετοίαζε ότι επρόκειτο να αναστηθεί. Δεν το πίστευαν, όμως. Γι’ αυτό τους έδωσε την εμπειρία του γεγονότος. Η διδαχή δεν έμεινε σε θεωρητικό πεδίο αλλά έγινε χειροπιαστά ψηλαφητή. Τον είδαν με τα μάτια τους, τον άκουσαν με τα αφτιά τους και τον ψηλάφισαν με τά χέρια τους. Και η εμπειρία τους ήταν τόσο αληθινή που πέθαναν ολοι μαρτυρικά επειδή δεν αποδέχονταν την αμφισβήτησή της.
Επάνω στην εμπειρία εκείνων στήθηκε η Εκκλησία. Και μας προσφέρει μέχρι σήμερα μια διδαχή που αποδείχτηκε αληθινή και μας προσκαλεί να την αποδεχτούμε. Αυτή είναι η πρόταση της Εκκλησίας στον σύγχρονο άνθρωπο. Σε μιά εποχή που απαιτεί χειροπιαστές αποδείξεις, σε μια εποχή που δεν πείθεται ούτε σε όσα βλέπει, η Εκκλησία ζητάει από μας να πιστέψουμε σε πράγματα που δεν χωρούν στη λογική μας. Για να καταξιωθεί η πνευματική διαδικασία της λογικής μας, χρειάζεται να εμπιστευθούμε το υπέρ-λογο. Να αποφασίσουμε να ελέγξουμε όσα δεν βλέπουμε. Να απαρνηθούμε την πεζότητα του βίου και των λειτουργιών του.
Αν η Εκκλησία ήθελε οπαδούς, θα πρότεινε πιό λογικά πράγματα. Όμως, την αδυναμία της λογικής πρόσβασης, μας την συμπληρώνει με την εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής. Με αυτήν την εμπειρία ο άνθρωπος θα αρπαχθεί, είτε με το σώμα του είτε χωρίς το σώμα του, μέχρι τρίτου ουρανού και εκεί θα δει και θα ακούσει πράγματα που δεν θα μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινος λόγος. Τότε η διδαχή θα έχει γίνει εμπειρία και βίωμα του καθενός μας.
Το Ευαγγέλιο, μας διδάσκει να ζήσουμε αυτή τη ζωή, κάτω από το πρίσμα της άλλης που ακολουθεί. Χωρίς το δεδομένο της Ανάστασης του Χριστού και χωρίς την βέβαιη προοπτική της δικής μας ανάστασης (κατά τη Δεύτερη Παρουσία του) τίποτε απολύτως σ’αυτό τον κόσμο δεν έχει αξία. Τα πάντα αξιώνονται μόνο άν αναστηθούν. Ο Χριστός απέδειξε ότι είναι: ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το φανέρωσε με λόγια και με έργα. Εμείς καλούμαστε να το διαπιστώσουμε. Εδώ χρειάζεται προσοχή! Η διαπίστωση μπορεί να γίνει μόνο με ακράδαντη πίστη στο Χριστό. Δηλαδή, με εμπιστοσύνη στη διδαχή του και με ψηλάφιση των πράξεών του μέσῳ των Μυστηρίων του. Αυτό κάνουμε στη Εκκλησία, γι’αυτό παραμένουμε χριστιανοί, γι’αυτό παλεύουμε με το Θεό, γι’αυτό ελπίζουμε σ’ αυτόν. Για να χαιρόμαστε καθημερινά και μόνιμα την επίσκεψή του στη ζωή μας. Αμήν.
Ο Μητροπολίτης σας
✥ Ο Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος
(Λουκά ζ' 11-16)
Συνεχίζουμε και σήμερα αυτή τη γραπτή επικοινωνία μεταξύ μας, επειδή όλοι έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε τη Διδαχή του Ευαγγελίου και ο καθένας μας χρειάζεται να ανταλάσσει όση εμπειρία διαθέτει από την «κατά Χριστόν» ζωή του. Βαπτιστήκαμε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί και από την παιδική μας ηλικία, άλλος λίγο άλλος πολύ, ακούσαμε όσα δίδαξε ὁ Χριστός, μάθαμε για τα θαύματα που έκαμε, για το σταυρικό του θάνατο και την Ανάστασή του. Επάνω στο γεγονός της Αναστάσεώς του στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Αυτά αποτελούν τη διδαχή της Εκκλησίας στον κόσμο, έτσι όπως οι Μαθητές, οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές τα κατέγραψαν και τα διέσωσαν, προκειμένου να διατηρηθούν στη μνήμη των πιστών. Στο μεταξύ προέκυψαν και άλλα ευσεβή κείμενα, τά λεγόμενα «Απόκρυφα» που η Εκκλησία, αφού τα ερεύνησε, τελικά δεν τα αποδέχτηκε ως γνήσια και τα απέρριψε. Έτσι συγκροτήθηκε ο Κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, που είναι το δεύτερο μέρος της Αγίας Γραφής και που μαζύ με την Παλαιά Διαθήκη αποτελεί την αποκάλυψη του ενός και μοναδικού Θεού στον κόσμο.
Για πολλές χιλιετίες οι άνθρωποι βασανίζονταν στην πολυθεΐα καθώς προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς. Το καταστάλλαγμα μέχρι τη μονοθεΐα διήρκεσε πολλούς αιώνες. Όταν ωρίμασε η σκέψη του ανθρώπου, τότε αποκαλύφθηκε ο Θεός. Αποκαλύφθηκε αμυδρά και σαν σκιά στον Αβραάμ, αινιγματικά με μύθους στους Έλληνες αλλά και σε άλλους λαούς. Μέχρι τον ερχομό του Χριστού στη γη, καθώς περιγράφεται στα ευαγγελικά κείμενα, που είναι γραμμένα στην ελληνική μας γλώσσα και αποτελούν το καλό μήνυμα που φέρνει και προτείνει ἡ Εκκλησία.
Σ
τους πρώτους αιώνες μετά την Ανάσταση του Χριστού, η Εκκλησία χρειάστηκε να λύσει διάφορες απορίες των Χριστιανών της, ώστε να περιφρουρήσει την γνησιότητα της διδασκαλίας της από διάφορες αιρέσεις, αλλά συγχρόνως, να αναπαύσει και τις συνειδήσεις των πιστών της από ξένες προτάσεις ζωής που τους γίνονταν. Τότε θέσπισε τα Δόγματα, δηλαδή, κατέγραψε την εμπειρία της. Τα Δόγματα της πίστεώς μας δεν είναι «ξερές και άτεγκτες» αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά είναι τρόποι ζωής που αδιαμφισβήτητα ξεκουράζουν τους ανθρώπους στην πορεία τους προς το Χριστό. Είναι η βιωμένη καλή εμπειρία των Χριστιανών, που ζουν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και τα Δόγματα περιλαμβάνουν όλο το πλάτος της ζωής στις λεπτομέρειές της. Σήμερα οι άνθρωποι ονομάζουν «δογματικό» κάτι που δεν τους επιτρέπεται να το ανατρέψουν. Για την Εκκλησία μας, «δογματικό» είναι ό,τι δοκιμάστηκε από πολλούς ανθρώπους και λαούς, σε διάφορους τόπους και εποχές, και αποδείχτηκε περίτρανα ότι όντως ελαφραίνει το ζυγό της ζωής μας. Αυτή η εμπειρία των Χριστιανών φανερώνει πόσο είναι εφικτό, ευχάριστο αλλά και χρήσιμο να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού. Η εμπειρία μας των Χριστιανών είναι πιό δυνατή από τη διδαχή της Εκκλησίας. Δεν καλούμαστε να συμμορφώσουμε τη ζωή μας βάσει του βιβλίου της Αγίας Γραφής, αλλά καλούμαστε με τη ζωή μας να βεβαιώσουμε τα όσα περιγράφονται στην Αγία Γραφή, αφού τα ζήσουμε στο σήμερα, σύμφωνα με τον τρόπο που μας προτείνει η Εκκλησία. Έτσι με τον καθημερινό πνευματικό μας αγώνα θα αποδεικνύεται του «λόγου το αληθές» και θα φανερώνεται πόσο «ελαφρύς είναι ο ζυγός» που μας πρότεινε ο Χριστός.
Μ
ε βάση, λοιπόν, τα όσα εκθέσαμε και που δικαιολογούν τον τίτλο του παρόντος γραπτού κηρύγματος, πώς θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε τη διδαχή περί του θαύματος που περιγράφει η σημερινή ευαγγελική περικοπή; Ο Ιησούς, έξω από την πόλη Ναΐν, συνάντησε μια νεκρική πομπή. Είχε πεθάνει το μοναχοπαίδι μιας χήρας. Ο Χριστός, σταμάτησε, λυπήθηκε την γυναίκα, πλησίασε το νεκροκρέββατο και ανάστησε το παιδί της. Το γεγονός δεν είναι συνηθισμένο και γι’ αυτό προκάλεσε το θαυμασμό και την απορία όσων συνόδευαν την κηδεία και όσων το πληροφορήθηκαν στη συνέχεια μέχρι και σήμερα. Όσες αναστάσεις νεκρών αναφέρονται στα Ευαγγέλια, ερμηνεύονται σαν ανταπόκριση του Θεού στην προσευχή του Ιησού: «Μας επισκέφθηκε η δύναμη του Θεού, μέσῳ του προφήτου Ιησού» διαλαλούσαν οι αυτόπτες μάρτυρες. Και έτσι εξηγούσαν όλα τα θαύματα που τελούσε ο Κύριος. Αλλά και οι Μαθητές του πίστευαν ότι ο Δάσκαλός τους ήταν ένας «καλός άνθρωπος» και γι’ αυτό τον άκουγε ο Θεός σε ό,τι του ζητούσε. Όταν, όμως, πέθανε ο Δάσκαλός τους επάνω στο Σταυρό, τότε νόμισαν πως όλα τελείωσαν. Ποιός, τώρα, θα προσεύχονταν για εκείνον; Γι’ αυτό κατέλαβε την ψυχή τους θλίψη και απογοήτευση. Με την Ανάστασή του ο Χριστός, τους απέδειξε ότι δεν ήταν ένας καλός άνθρωπος που τον άκουγε ο Θεός, αλλά ήταν ο ίδιος Θεός! Η Ανάστασή του δεν έπρεπε να τους ξαφνιάσει επειδή επί 3 χρόνια τους προετοίαζε ότι επρόκειτο να αναστηθεί. Δεν το πίστευαν, όμως. Γι’ αυτό τους έδωσε την εμπειρία του γεγονότος. Η διδαχή δεν έμεινε σε θεωρητικό πεδίο αλλά έγινε χειροπιαστά ψηλαφητή. Τον είδαν με τα μάτια τους, τον άκουσαν με τα αφτιά τους και τον ψηλάφισαν με τά χέρια τους. Και η εμπειρία τους ήταν τόσο αληθινή που πέθαναν ολοι μαρτυρικά επειδή δεν αποδέχονταν την αμφισβήτησή της.
Επάνω στην εμπειρία εκείνων στήθηκε η Εκκλησία. Και μας προσφέρει μέχρι σήμερα μια διδαχή που αποδείχτηκε αληθινή και μας προσκαλεί να την αποδεχτούμε. Αυτή είναι η πρόταση της Εκκλησίας στον σύγχρονο άνθρωπο. Σε μιά εποχή που απαιτεί χειροπιαστές αποδείξεις, σε μια εποχή που δεν πείθεται ούτε σε όσα βλέπει, η Εκκλησία ζητάει από μας να πιστέψουμε σε πράγματα που δεν χωρούν στη λογική μας. Για να καταξιωθεί η πνευματική διαδικασία της λογικής μας, χρειάζεται να εμπιστευθούμε το υπέρ-λογο. Να αποφασίσουμε να ελέγξουμε όσα δεν βλέπουμε. Να απαρνηθούμε την πεζότητα του βίου και των λειτουργιών του.
Αν η Εκκλησία ήθελε οπαδούς, θα πρότεινε πιό λογικά πράγματα. Όμως, την αδυναμία της λογικής πρόσβασης, μας την συμπληρώνει με την εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής. Με αυτήν την εμπειρία ο άνθρωπος θα αρπαχθεί, είτε με το σώμα του είτε χωρίς το σώμα του, μέχρι τρίτου ουρανού και εκεί θα δει και θα ακούσει πράγματα που δεν θα μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινος λόγος. Τότε η διδαχή θα έχει γίνει εμπειρία και βίωμα του καθενός μας.
Το Ευαγγέλιο, μας διδάσκει να ζήσουμε αυτή τη ζωή, κάτω από το πρίσμα της άλλης που ακολουθεί. Χωρίς το δεδομένο της Ανάστασης του Χριστού και χωρίς την βέβαιη προοπτική της δικής μας ανάστασης (κατά τη Δεύτερη Παρουσία του) τίποτε απολύτως σ’αυτό τον κόσμο δεν έχει αξία. Τα πάντα αξιώνονται μόνο άν αναστηθούν. Ο Χριστός απέδειξε ότι είναι: ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το φανέρωσε με λόγια και με έργα. Εμείς καλούμαστε να το διαπιστώσουμε. Εδώ χρειάζεται προσοχή! Η διαπίστωση μπορεί να γίνει μόνο με ακράδαντη πίστη στο Χριστό. Δηλαδή, με εμπιστοσύνη στη διδαχή του και με ψηλάφιση των πράξεών του μέσῳ των Μυστηρίων του. Αυτό κάνουμε στη Εκκλησία, γι’αυτό παραμένουμε χριστιανοί, γι’αυτό παλεύουμε με το Θεό, γι’αυτό ελπίζουμε σ’ αυτόν. Για να χαιρόμαστε καθημερινά και μόνιμα την επίσκεψή του στη ζωή μας. Αμήν.
Ο Μητροπολίτης σας
✥ Ο Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου