Κυριακή του Ασώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου» (Λουκ. ιε΄, 21) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας
Ὑπῆρχε,
ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἕνας καλός πατέρας. Τέτοιος
πατέρας δέν ὑπῆρχε ἄλλος. Ἦταν γεμάτος ἀγάπη καί στοργή στά δυό του
παιδιά. Φρόντιζε νά τά ἔχουν ὅλα. Ζοῦσαν εὐτυχισμένα. Ζοῦσαν σάν
βασιλόπουλα.
Ἀλλά μιά μέρα
ἕνας φθονερός ἄνθρωπος πλησίασε τό μικρότερο παιδί. Σάν νά τόν ἀκοῦμε
νά λέει στό νεότερο παιδί τοῦ καλοῦ πατέρα: -Νέε μου, νομίζεις ὅτι στό
πατρικό σου σπίτι ὑπάρχει εὐτυχία; Ἀπατᾶσαι. Ὑπάρχει μία πολιτεία , ὅπου
οἱ ἄνθρωποι ζοῦν τόσο εὐτυχισμένοι πού οὔτε νά τό φαντασθεῖς δέν
μπορεῖς. Ἐδῶ ζεῖς πολύ περιορισμένα. Ἐκεῖ θά ζεῖς ἐλεύθερα. Δέν θά ἔχεις
κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι σου. Θά κάνεις ὅ,τι θέλεις.Ὅ,τι ἐπιθυμεῖς θά
τό ἔχεις. Ἄφησε τό πατρικό σου σπίτι κι ἔλα νά πᾶμε μαζί στά ξένα...
Μ’ αὐτά
τά λόγια ξεγέλασε ὁ πονηρός ἄνθρωπος τό νεότερο γιό. Τίποτε πιά δέν τόν
εὐχαριστεῖ. Ὅλα τοῦ φαίνονται μαῦρα καί σκοτεινά. Ὁ στοργικός πατέρας
τοῦ φαίνεται ἐχθρός. Τό πατρικό σπίτι τό αἰσθάνεται σάν φυλακή. Θέλει νά
φύγει. Νά φύγει ὅσο γίνεται πιό γρήγορα.
- Πατέρα, θά φύγω, τοῦ λέει. Δέν μπορῶ νά ζήσω κοντά σου. Δός μου αὐτό πού μοῦ ἀναλογεῖ ἀπό τήν περιουσία.
Ὁ
καλός πατέρα, στεναχωρήθηκε, λυπήθηκε ἀλλά ὁ γιός ἀνένδοτος. Τοῦ ἔδωσε
τό μερίδιό του καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο. Κι ὁ γιός ἔφυγε...
Ἔφτασε
στήν «παραδεισένια πολιτεία»! Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ ζωή του ἐκεῖ ἦταν
κόλαση! Ἔμπλεξε μέ κακές παρέες καί ἔπεσε μέ τά μοῦτρα στή διαφθορά.
Χρήματα εἶχε πολλά. Φαγοπότια, κρασί, ξενύχτια, ἀνήθικη καί ἄσωτη ζωή.
Ἔτσι περνοῦσε ἡ ζωή του, μέχρι πού τέλειωσαν τά χρήματα. Οἱ φίλοι του,
διεφθαρμένοι καί αὐτοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, ὅταν εἶδαν ὅτι δέν ἔχει πιά
λεφτά, τόν ἐγκατέλειψαν. Τί νά τόν κάνουν; Δέν ἀγαποῦσαν αὐτόν, ἀλλά
τά χρήματά του. Τά ἔφαγαν καί τώρα φεύγουν, γιά νά βροῦν ἄλλον σάν κι
αὐτόν.
Ὁ
γιός ἔμεινε χωρίς χρήματα. Ἡ πείνα τόν θέριζε. Κανένας
δέν τοῦ ἔδινε σημασία. Ἀναγκάστηκε νά πάει νά γίνει χοιροβοσκός.
Χοιροβοσκός! Αὐτός πού ζοῦσε σάν βασιλιάς μέσα στό πατρικό του σπίτι,
πού εἶχε τούς ὑπηρέτες του! Τώρα κατάντησε ὁ ἴδιος ἕνας ἐλεεινός
ὑπηρέτης. Αὐτός πού ἦταν πάντοτε ντυμένος μέ καθαρά ροῦχα, τώρα φοράει
βρώμικα κουρέλια. Αὐτός πού εἶχε τά καλύτερα φαγητά, τώρα προσπαθεῖ νά
χορτάσει ἀπό τά ξυλοκέρατα πού τρῶνε τά γουρούνια. Ἀντί γιά τόν στοργικό
του πατέρα τώρα ἔχει στό κεφάλι του ἕνα ἀπάνθρωπο ἀφεντικό, πού τόν
ἐκμεταλλεύεται ἄγρια.
Στήν
κατάσταση πού βρίσκεται ξυπνᾶ ἡ συνείδησή του καί βλέπει τό κατάντημά
του. Βλέπει τήν κόλαση στήν ὁποία τόν ὁδήγησε ἡ ἀμυαλοσύνη του. Θυμᾶται
τόν πατέρα του, τό πατρικό του σπίτι καί κλαίει. Ὅλα τά ἔχασε. Ἕνα μόνο
τοῦ ἕμεινε· ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ὁ πατέρας του ἐξακολουθεῖ νά τόν
ἀγαπᾶ καί νά τόν περιμένει. Παίρνει τήν ἀπόφαση. - Θά ἐπιστρέψω, λέει,
στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ:- Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί ἐνώπιόν
σου. Δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγομαι παιδί σου. Κάνε με ἕναν ἀπό τούς
ὑπηρέτες σου. Πατέρα, συγχώρεσέ με...
Ξεκινᾶ.
Καί ὁ πατέρας τόν περιμένει καί μόλις τόν βλέπει τρέχει
καί τόν ἀγκαλιάζει, τόν φιλᾶ. –Παιδί μου! –Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!...
Ὅλοι χαίρονται καί εὐφραίνονται γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ παιδιοῦ, ἐκτός ἀπό τόν μεγαλύτερο ἀδελφό.
Αὐτή,
ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου, πού ἀκούσαμε σήμερα στό
Εὐαγγέλιο. Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἕνας καθρέφτης. Μέσα σ’ αὐτόν βλέπουμε
τόν ἑαυτό μας. Ὅποιος διαβάζει τήν παραβολή αὐτή μέ προσοχή καί μέ
ταπείνωση, καί βλέπει τήν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου, ὅπως τή ζωγράφισε ὁ
Χριστός, δέν δυσκολεύεται νά φωνάξει:- Χριστέ μου, ἐγώ εἶμαι ὁ ἄσωτος.
Κάθε ἄνθρωπος,
ἀδελφοί μου, εἶναι ἕνας ἄσωτος. Ὅλοι πέφτουμε σέ ἁμαρτίες. Ἁμαρτάνουμε
μέ τίς κακές μας σκέψεις, μέ τά μάτια, μέ τά αὐτιά. Ἁμαρτάνουμε μέ τή
γλώσσα, πού κουτσομπολεύει, πού λέει ψέματα, πού διαβάλλει, συκοφαντεῖ,
αἰσχρολογεῖ, βλαστημάει. Ἁμαρτάνουμε ἡμέρα καί νύκτα. Ἁμαρτάνουμε ἀκόμη
καί στήν ἐκκλησία. Μᾶς φαίνονται βαριές οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Θέλουμε νά
κάνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει, χωρίς νά ὑπακοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Φεύγουμε
ἀπό τό σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί ἀκοῦμε τή φωνή τοῦ διαβόλου πού μᾶς
λέει νά ζήσουμε ὅπως θέλουμε, ἐλεύθεροι, χωρίς ἐντολές καί δεσμεύσεις.
Τί πρέπει, λοιπόν, νά κάνουμε;Ὅ,τι ἔκανε καί ὁ ἄσωτος. Νά ποῦμε- ὄχι
ψεύτικα μά ἀληθινά- μέ ὅλη μας τήν καρδιά:-Πάτερ, ἥμαρτον. Θεέ μου,
ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με.
Ὁ Χριστός μᾶς περιμένει
νά ποῦμε τό «ἥμαρτον», γιά νά μᾶς συγχωρέσει. Ἄς τό τολμήσουμε. Ἄς τοῦ
τό ποῦμε καί ἄς ἀλλάξουμε ζωή. Ἄς συμμορφωθοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί
Πατέρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου