Λόγος Εγκωμιαστικός εις τα Εισόδια της Κυρίας ημών Θεοτόκου
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
«Εἶναι ἀδύνατον ἡ θεία χάρις νὰ προσεγγίσῃ τὸ ψευδές, τὸ πλαστὸν προσωπεῖον τοῦ συναισθηματικῶς πεφορτισμένου ἀνθρώπου».
Ἀπόσπασμα τοῦ Προλόγου
[…] Ἡ Ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι «τὸ προοίμιον τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ», διὰ τοῦτο καὶ ἐνέπνευσε τοὺς ἱεροὺς ὑμνογράφους καὶ ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας νὰ συνθέσουν ὑπέροχα τροπάρια καὶ θεολογικὰ ἐγκώμια, ἐμπνευσμένα μεγαλυνάρια τῆς Παναγίας.
Ἕνας ἐξ αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809). Σκοπὸς τοῦ Ἁγίου, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων, δὲν ἦσαν τὰ ἐγκώμια καθ’ ἑαυτά, ἀλλ’ ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς καὶ καθαρᾶς προσευχῆς, ἐφ’ ὅσον μόνη αὐτὴ ἠμπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσῃ τὴν θείαν χάριν καὶ νὰ ἑνώσῃ τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεόν. Ἐγνώριζεν ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ διασκορπισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, εἰς ὅσα τὸν περιβάλλουν, εἶναι παράγων ἀκυρωτικὸς τῆς προσευχῆς. Ὅμως, δὲν τοῦ διέφευγε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος δυσκόλως παραμένει «λογισμοῖς ἀνεπίβατος».
Κατὰ κανόνα, ὁ νοῦς μεταβαίνει ἀπὸ τοῦ ἑνὸς νοήματος εἰς τὸ ἄλλο καὶ ἔτσι σχηματίζει συλλογισμούς, τοὺς ὁποίους συγκρατεῖ εἰς τὴν μνήμην διὰ τῆς φαντασίας. Οἱ συλλογισμοὶ αὐτοὶ εἶναι εἴτε θεοφιλεῖς, εἴτε ἁμαρτωλοί, ὁποὺ θὰ πρέπῃ νὰ ἀποβληθοῦν. Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς πονηρίας εἶναι εὔκολος καὶ ἀποτελεσματική, ἂν ὁ χριστιανὸς στρέψῃ τὸν νοῦν «εἰς ἑαυτόν», ὁπότε διὰ τῆς στροφῆς αὐτῆς ἐπιστρέφει εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀναπαύεται.
Ὅμως, ἡ στροφὴ αὐτὴ προϋποθέτει πνευματικὴν ὡριμότητα, τὴν ὁποίαν δὲν ἔχει ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὰ πρώιμα στάδια τῆς πνευματικῆς του ἡλικίας. Τότε λοιπὸν πρέπει νὰ καταφύγῃ εἰς θεαρέστους λογισμούς, προκειμένου νὰ ἐξουδετερωθοῦν οἱ ἐφάμαρτοι λογισμοὶ διὰ τῆς λεγομένης «εὐπρεποῦς» φαντασίας.
Μία βασικὴ πηγὴ «εὐπρεποῦς» φαντασίας καὶ θεοφιλῶν συλλογισμῶν εἶναι ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, ἐφ’ ὅσον ἡ Παναγία, διὰ τῆς παραμονῆς της εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων, κατενόησε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ ὡς ἕνας ἀσώματος Ἄγγελος, καὶ ἔτσι ἐμεγάλυνε τὸν Θεόν, Τοῦ προσέφερε δηλαδὴ τὴν μεγαλυτέραν δόξαν, ὁποὺ ἠμπορεῖ νὰ Τοῦ προσφέρῃ ἄνθρωπος· καὶ ἀντιστοίχως ἐμεγάλυνε τὸν ἄνθρωπον, προσφέροντάς του τὴν ὑψηλοτέραν ἀποστολήν του.
Ὅμως, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐγνώριζε πόσον εὔκολος εἶναι ἡ αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρώπου εἰς συναισθηματισμοὺς καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν μελέτην τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου, ὁπότε ἀντὶ καλοῦ προκύπτει κακόν, ἀντὶ ἀναγωγῆς εἰς τὸν Θεὸν ἀπομάκρυνσις ἀπ’ Αὐτοῦ, καθόσον εἶναι ἀδύνατον ἡ θεία χάρις νὰ προσεγγίσῃ τὸ ψευδές, τὸ πλαστὸν προσωπεῖον τοῦ συναισθηματικῶς πεφορτισμένου ἀνθρώπου.
Διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ὁ Ἅγιος νὰ ἐξαγάγῃ ἐκ τοῦ θησαυροῦ τῆς ἡγιασμένης ψυχῆς του καὶ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν ἀπλανῆ «ὑποδείγματα» νοερᾶς ἀδολεσχίας εἰς τὰ ἱερὰ γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων ὁποὺ συνέταξεν ἢ μετέφρασε, συνέγραψε καὶ τὸν παρόντα ἐγκωμιαστικὸν λόγον «εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου».
Ὁ Λόγος αὐτός, «εἰσοδικὸς» τῆς νέας ἐκδοτικῆς σειρᾶς Κολλυβαδικὴ Γραμματεία, δυστυχῶς παρέμεινεν ἕως σήμερον ἄγνωστος ὡς λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια. Ἐν τούτοις εἶναι πρωτότυπος καὶ κατὰ συνέπειαν ἐνδιαφέρων, ὄχι μόνον διὰ τοὺς φιλολόγους, ἀλλὰ πρωτίστως δι’ ὅσους ἐπιμελοῦνται τῆς προσευχῆς. Ὁ Ἅγιος ἐκφράζεται μὲν μὲ ἄπειρον θαυμασμὸν διὰ τὴν Παναγίαν καὶ εἰς ἄλλα θεομητορικά του συγγράμματα, ὅμως ἡ ἔξαρσις τῶν αἰσθημάτων του δι’ Αὐτὴν εἰς τὸν παρόντα Λόγον ἐντυπωσιάζει ἰδιαιτέρως καὶ μεταδίδει εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐνθουσιασμὸν καὶ συγκίνησιν ὄχι τυχαίαν, καθὼς αἰσθάνεται τὸν ἱερὸν νοῦν τοῦ συγγραφέως ὄντως ἁρπαζόμενον «εἰς τὸν ἄπειρον ὠκεανὸν τῶν ἀπορρήτων Της θαυμασίων».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος, γνωρίζει νὰ προσεγγίζῃ τοὺς Πατέρας ὄχι φιλοσοφικῶς ἢ ἠθικιστικῶς, ἀλλὰ ἀναγωγικῶς, πρὸς οἰκοδομὴν καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ ἀγωνιζομένου εἰς τὴν προσευχήν. Μεταδίδει εἰς τὸν ἀκροατήν του τὴν συγκίνησίν του διὰ τὴν θέσιν τῆς Παναγίας εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, διὰ νὰ τοῦ ἐμπνεύσῃ τὴν ἔξαψιν τῆς «εὐπρεποῦς» φαντασίας. Γνωρίζει πώς ὅταν ἡ δυσκίνητος εἰς τὸ ἀγαθὸν καρδία τοῦ ἀνθρώπου αἰσθανθῇ κάτι διὰ τὴν σημασίαν τῆς Παναγίας εἰς τὴν ζωήν του, τότε οἱ διασπαστικοὶ λογισμοὶ καὶ αἱ «ῥαθυμοτόκοι μέριμναι» ὑποχωροῦν· τότε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται ἀφ’ ἑαυτῆς εἰς προσευχήν· τότε ἀρχίζει νὰ λαμβάνῃ κάποιαν ἀληθῆ ἐμπειρίαν τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνίας καὶ τῆς καταστάσεως τῶν μακαρίων.
Τότε πλέον, ὁ πιστὸς ἀρχίζει νὰ γνωρίζῃ τὸν Θεὸν «καθώς ἐστι», ὁπότε κάθε φαντασία ἀπορρίπτεται ἀσυζητητὶ ὡς ἐμπόδιον τῆς θείας ἐπικοινωνίας. Τότε πλέον τὸ οἰκοδόμημα τῆς προσευχῆς ἔχει στηθῆ καὶ κάθε βοηθητικὸν μέχρι τότε ἰκρίωμα μεταβάλλεται ἐφεξῆς εἰς ἐνοχλητικὸν πρόσκομμα, διὸ καὶ καθαιρεῖται. Τότε πλέον κάθε συλλογισμὸς καὶ φαντασία παύουν, κάθε λόγος ἐγκωμιαστικὸς σιγᾶ, πᾶσα σκιὰ παρέρχεται· «ἰδού, πάντα καινά»…
Ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος,
Ἱ. Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης – Νεζερῶν
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο:
«ΙΔΟΥ, ΣΗΜΕΡΑ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΓΙΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ»
[…] Ἔμεινε λοιπὸν ὅλη ἡ αἰσθητὴ κτίσις δουλεύουσα εἰς τὴν φθοράν, καὶ μάλιστα ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων μακρὰν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, πέντε ἥμισυ χιλιάδας χρόνων, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ ποτε νὰ λάβῃ κᾀμμίαν ἐλπίδα ἐπιστροφῆς τε καὶ ἀνακλήσεως. Δὲν ἔπαυσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ νὰ προσκαλῇ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιστραφοῦν πρὸς τοῦ λόγου Του δίδωντας νόμον, ἀποστέλλων προφήτας. Καὶ ποτὲ μὲν μὲ τὸν ἕνα ἐφώναζεν· «ἐπιστράφητε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς», ποτὲ δὲ μὲ τὸν ἄλλον τοὺς ἐφοβέριζεν, ὅτι ἂν δὲν ἐπιστραφοῦν εἰς τοῦ λόγου Του, θέλει ἀκονήσει τὴν μάχαιράν Του ἐναντίον τους, καὶ θέλει τεντώσει τὸ τόξον Του διὰ νὰ τοὺς τοξεύσῃ· «ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, τὴν ῥομφαίαν αὑτοῦ στιλβώσει, τὸ τόξον αὑτοῦ ἐνέτεινε καὶ ἡτοίμασεν αὐτό, καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου» –ἀλλὰ εἰς μάτην ὅλα τοῦτα ἐγίνοντο. Ὁ κόσμος δὲν ἤθελε νὰ ἐπιστραφῇ καὶ νὰ γυρίσῃ ὀπίσω ἀπὸ ἐκεῖ, ὁποῦ ἔπεσεν. Ὄχι· ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἐκαρτέρει νὰ ἐπιστραφῇ πρῶτον ἡ ἄκρα του, ἡ γυνὴ δηλαδή, καὶ τότε μὲ αὐτὴν νὰ ἐπιστραφῇ καὶ αὐτός, καθὼς καὶ μὲ αὐτὴν ἔπεσε πρότερον εἰς τὸν θάνατον.
Καὶ ἰδού, ἰδοὺ σήμερον βλέπει ὁ κόσμος ἐκεῖνο ὁποῦ εἰς τοσούτων χιλιάδων χρόνων διάστημα ἐπεθύμησεν. Ἰδοὺ ὁποῦ ἀπολαμβάνει ἐκεῖνο, ὁποῦ παλαιὰ ἐκαρτεροῦσε νὰ ἀπολαύσῃ. Ἰδού, λέγω, βλέπει σήμερον τὴν γυναῖκα, τὴν ἄκραν τὴν ἐδικήν του, ἤτοι τὴν Κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον, μέσα ἀκόμη ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σπάργανα, ἀκόμη σχεδὸν ἔχουσαν εἰς τὸ στόμα τὸ μητρικὸν βυζί, τριῶν χρόνων βρεφύλλιον, νὰ παραιτῇ γονεῖς, συγγενεῖς, συνηλικιώτισσας, κάθε ἡδονὴν καὶ προσπάθειαν, καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ μὲ ὅλην της τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν πρὸς τὸν Θεόν. Ἰδοὺ βλέπει ταύτην νὰ καταφρονῇ μητρικὰς ἀγκάλας καὶ πατρικὸν οἶκον, καὶ ὁλοπρόθυμος νὰ τρέχῃ, καθάπερ διψῶσα ἔλαφος, μέσα εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Θεοῦ· καὶ νὰ μένῃ μέσα εἰς τὸν θεῖον ναὸν δώδεκα ὁλοκλήρους χρόνους, χωρὶς κᾀμμίαν συντροφίαν ἢ παρηγορίαν ἄλλου τινός. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν, ἰδοὺ βλέπει ταύτην ὅλος ὁ κόσμος νὰ καταφρονῇ μὲν τὴν εἰς τὰ ἔξω καὶ τὰ αἰσθητὰ εὐθεῖαν κίνησιν τοῦ νοός, νὰ καταγίνεται δὲ ὅλως διόλου μέσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, εἰς τὸ νὰ ἐπιστρέψῃ τὸν νοῦν της εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ τὴν κυκλικὴν κίνησιν, καὶ μὲ τὴν ἐπιστροφὴν αὐτὴν νὰ ἀναβαίνῃ μὲν ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὰς φαντασίας τῶν ὑλικῶν, νὰ ἑνόνεται δὲ μὲ τὸν Θεόν καί, διὰ μέσου τῆς ἑνώσεως ταύτης, νὰ ἀξιωθῇ νὰ γένῃ κατοικητήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ναὸς ἔμψυχος τῆς Θεότητος, ὄχημα πυρίμορφον, βασιλικὸς θάλαμος καί, τὸ μεγαλίτερον, νὰ ἀξιωθῇ νὰ γένῃ, εἰς ὅλον τὸ ὕστερον, καὶ Μήτηρ ἀληθὴς τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
(Πηγή καί ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιανική Βιβλιογραφία»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου