Aφιέρωμα στην Εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου-Μέρος Α
Ιστορικά στοιχεία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Επιμέλεια:πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου είναι μία απ΄ τις λεγόμενες μεγάλες Θεομητορικές εορτές (μαζί με τις εορτές του Γενεθλίου, Ευαγγελισμού και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου) και θεωρείται απ΄ τις πιο σημαντικές λόγω του πολυδιάστατου της σημασίας και του συμβολισμού της.
Συναξάριο Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη.
Το Συναξάριο της 21ης Νοεμβρίου, όπως καταγράφεται απ΄ τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, αναφέρεται με λεπτομέρεια στο θέμα της εορτής:
«Η Σύναξις της Παναγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένουΜαρίας, ότε αφιερώθη και ανετέθη εν τω ναώ, ούσα τριετής, παρά Ίωακείμ και Άννης των γεννητόρων αυτής. Η εν τω ναώ της θεομήτορος είσοδος εορτήν τοις ευσεβέσιν ειργάσατο θαυμαστήν και παγκόσμιαν, εκ ταύτης της υποθέσεως λαβούσαν άφορμήν».
Ένδον τρέφει σε Γαβριήλ Nαού Kόρη, Ήξει δε μικρόν και το χαίρε σοι λέξων.
Bη Iερόν Mαρίη τέμενος παρά εικάδι πρώτη.
+ H εις τον νομικόν Nαόν της κυρίας Θεοτόκου Eίσοδος, επροξένησεν εις τους Oρθοδόξους Xριστιανούς εορτήν θαυμαστήν και παγκόσμιον. Eπειδή και έγινεν αύτη με παράδοξον τρόπον, και είναι ένα προοίμιον του μεγίστου και φρικτού μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Tο οποίον διά μέσου της Θεοτόκου έμελλε να γένη εις τον κόσμον. Έλαβε δε την αφορμήν η εορτή των Eισοδίων διά την υπόθεσιν ταύτην. H παναοίδιμος Άννα, επειδή όλην σχεδόν την ζωήν της επέρασε στείρα χωρίς να γεννήση παιδίον, τούτου χάριν παρεκάλει τον Δεσπότην της φύσεως ομού με τον άνδρα της Iωακείμ, να χαρίση εις αυτούς τέκνον. Kαι αν επιτύχουν του ποθουμένου, ευθύς να αφιερώσουν εις τον Θεόν το γεννηθέν παιδίον. Kαι λοιπόν εγέννησε παραδόξως την πρόξενον γενομένην της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, την καταλλαγήν και φιλίωσιν του Θεού μετά των ανθρώπων, την αιτίαν της αναπλάσεως του πεσόντος Aδάμ, και της τούτου εγέρσεως και θεώσεως. Aυτήν λέγω την Yπεραγίαν και Δέσποιναν Θεοτόκον Mαρίαν. Όθεν όταν αύτη έγινε τριών χρόνων, επήραν αυτήν οι γονείς της, και επρόσφεραν κατά την σημερινήν ημέραν εις τον Nαόν. Kαι πληρούντες τας υποσχέσεις οπού έκαμαν, αφιέρωσαν την θυγατέρα αυτών εις τον χαρισάμενον ταύτην Θεόν. Kαι παραδίδουσιν αυτήν εις τους ιερείς, και μάλιστα εις τον τότε Aρχιερέα Ζαχαρίαν. O οποίος ταύτην παραλαβών, έμβασε μέσα εις το ενδότατον του Nαού, όπου μόνος ο Aρχιερεύς μίαν φοράν τον χρόνον εισήρχετο. Kαι τούτο εποίησε κατά βούλησιν Θεού, όστις έμελλε μετά ολίγον να γεννηθή εξ αυτής, διά την διόρθωσιν και σωτηρίαν του κόσμου. Eκεί λοιπόν η Παρθένος διέμεινε χρόνους δώδεκα, τρεφομένη μεν ξενοπρεπώς από τον Aρχάγγελον Γαβριήλ με τροφήν ουράνιον. Aξιουμένη δε της του Θεού εμφανείας, έως ότου επλησίασεν ο καιρός του θείου Eυαγγελισμού, και των ουρανίων και υπερφυσικών εκείνων μηνυμάτων. Tα οποία εμήνυον, ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθή από αυτήν φιλανθρώπως, διά να αναπλάση τον φθαρέντα κόσμον υπό της αμαρτίας. Tότε γαρ η Θεοτόκος εξελθούσα από τα Άγια των Aγίων, παρεδόθη εις τον μνήστορα Iωσήφ1, ίνα εκείνος υπάρχη φύλαξ και μάρτυς της παρθενίας αυτής. Kαι ίνα υπηρετήση, τόσον εις τον άσπορον τόκον της, όσον και εις την φυγήν την εις Aίγυπτον, και εις την απ’ εκείνης επάνοδον εις γην Iσραήλ. (Όρα τον εις τα Eισόδια λόγον του Δαμασκηνού, ομοίως όρα και εις τον Mηνιάτην και εις την Σάλπιγγα.)
Ο χρόνος καθιέρωσης της εορτής.
Ο χρόνος καθιέρωσής της στο ορθόδοξο εορτολόγιο δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί με βεβαιότητα. Πάντως στην Δύση θεωρείται βέβαιο ότι θεσπίστηκε νωρίτερα, ενώ στην Ανατολή καθυστέρησε να καθιερωθεί 3 επειδή ο πυρήνας της προέρχεται απ΄ τις διηγήσεις των Αποκρύφων Ευαγγελίων. Η θέσπιση της εορτής στις 21 Νοεμβρίου φαίνεται ότι συνδέεται με τα εγκαίνια του ναού που έχτισε στα Ιεροσόλυμα ο αυτοκράτορας Ιουστινι ανός. Πρόκειται για τον ναό της «Αγίας Μαρίας της νέας» ή της «Νέας Εκκλησίας», που χτίστηκε στην κορυφή του λόφου Μορία, δίπλα στην νότια πλευρά του Ναού του Σολομώντα, τα εγκαίνια του οποίου τελέστηκαν το 543 μ.Χ5. Η εορτή λοιπόν καθιερώθηκε αρχικά ως εορτή των εγκαινίων του ναού. Όταν όμως αυτός μετατράπηκε σε τζαμί, μετά την κατάληψη των Ιεροσολύμων από τον χαλίφη Ομάρ το 637 μ.Χ., εξέπεσε η εορτή των εγκαινίων με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η εορτή των Εισοδίων, με την οποία ήταν συνδεδεμένος ο Ναός. Άλλωστε σ΄ αυτό συνετέλεσε, σύμφωνα με τονκαθηγητή Ι. Φουντούλη, και η τοποθεσία όπου ήταν χτισμένος ο ναός, δηλαδή στο σημείο όπου πριν βρίσκονταν τα «Άγια των Αγίων», γεγονός που συνέδεσε τη διήγηση του «Πρωτευαγγελίου» με την εορτή των εγκαινίων. Με αυτόν τον τρόπο διαδόθηκε η εορτή στο χριστιανικό κόσμο ως μνήμη της εισόδου της Παναγίας στα «Άγια των Αγίων», και όχι ως εορτή των εγκαινίων, που είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα.
Η εορτή επεκτάθηκε σε ολόκληρο το Βυζάντιο κατά τον 8ο αιώνα, αφού προηγουμένως καθιερώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Για πρώτη φορά μαρτυρείται ο εορτασμός των Εισοδίων στην πρωτεύουσα σε δύο λόγους του Γερμανού Α’ Κωνσταντινουπόλεως (640) . Αυτοί αποτέλεσαν πρότυπο για άλλους μεταγενέστερους λόγους, όπως για παράδειγμα για την ομιλία στα Εισόδια του Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και πηγή έμπνευσης για την εικονογραφική αποτύπωση της σκηνής της εισόδου και της διαμονής της στον Ναό. Μεγάλη είναι και η συμβολή του Γεωργίου Νικομηδείας (9ο ς αι. ) στον οποίο οφείλεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής, καθώς και τρεις λόγοι του. Κατά το 10ο αιώνα η εορτή αναφέρεται στο «Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας» και στο «Μηνολόγιο» του Βασιλείου Β’, ενώ κατά το 12ο αιώνα η εορτή καθιερώθηκε με αυτοκρατορικό διάταγμα από το Μανουήλ Α’ Κομνηνό το 1166 ως επίσημη αργία, ως «απράκτου», «ὅτι τά εἰς τόν ναόν Εἰσόδια τῆς Θεομήτορος ἐν ταύτῃ πανηγυρίζονται».
Ο Βίος της Θεοτόκου, εκτός απ΄ τις αφηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων για τον Ευαγγελισμό, την επίσκεψη στην Ελισάβετ και τα άλλα περιστατικά της ζωής της που άμεσα συνδέονται με τον βίο και το έργο του Κυρίου, δεν μας είναι γνωστός παρά μόνο απ΄ τις διηγήσεις των Αποκρύφων. αυτά τα κεί μενα ανέλαβαν να συμπληρώσουν τα υπάρχοντα κενά τα σχετικά με την ζωή της Θεοτόκου, την παιδική ηλικία του Κυρίου και άλλα περιστατικά απ΄ τον βίο και το έργο του. Ειδικότερα η διήγηση της Εισόδου της Υπεραγίας Θεοτόκου στον ναό περιέχεται καταρχήν στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, το οποίο θεωρείται ένα απ΄ τα αρχαιότερα και σημαντικότερα κείμενα της Απόκρυφης γραμματείας. Επίσης η ίδια διήγηση βρίσκεται και στο «Ευαγγέλιον του Ψευδο-Ματθαίου» που συντάχθηκε κατά τον 8ο-9ο αιώνα στα λατινικά, καθώς επίσης και στο «Ευαγγέλιο του Ψευδο-Θωμά» που χρονολογείται μεταξύ 4ο υ και 6ου αιώνα και το οποίο είναι άγνωστο στην Ανατολή.
Όσον αφορά το Πρωτευαγγέλιο, αυτό μάλλον γράφτηκε στο τέλος του 2ου αιώνα στην Αίγυπτο και σώζεται σε πάπυρο του 5ο υ αιώνα (Pap. Bodmerv) και σε πολλά μεταγενέστερα χει ρόγραφα. Ο τίτλος του είναι: «γέννησις Μαρίας τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καί ὑπερενδόξου Μητρός Ἰησοῦ Χριστοῦ»16 ή «τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου, ἀρχιεπισκόπου Ἰεροσολύμων, τοῦ ἀδελφοθέου, διήγησις περί τῆς γεννήσεως τῆς Παναγίας Θεοτόκου και ἀειπαρθένου Μαρίας» ή «Ἰστορία Ίακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, εἰς τήν γέννησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου». Ο τιτλος «Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου» βασίζεται σε φράση που υπάρχει στο τέλος του κειμένου: «ἐγώ δέ ὁ Ίάκωβος ὁ γράψας τήν ἱστορίαν ταύτην…» και οφείλεται στον G. Postel που μετέφρασε το κείμενο κατά τον 16ο αιώνα απ΄ τα ελληνικά στα λατινικά.
Επίσης με το θέμα της εορτής των Εισοδίων ασχολείται διεξοδικά και ο μοναχός Επιφάνιος (4ο ς αιώνας) 20, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο ακολουθεί την διήγηση του Πρωτευαγγελίου βασιζόμενος και στην μέχρι της εποχής του παράδοση και πίστη της Εκκλησίας.
Η διήγηση των Εισοδίων από το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου.
ΚΕΦ.Ζ’
1. Τῇ δέ παιδί προσετίθεντο οἱ μῆνες αὐτῆς. Ἐγένετο δέ διετής ἡ παῖς καί εἶπεν Ἰωακείμ τῇ Ἄννᾳ. «Άνάξωμεν αὐτήν έν τῷ ναῷ Κυρίου, ὅπως ἀποδῶμεν τήν ἐπαγγελίαν ἤν ἐπῆγγειλάμεθα, μηπως άποστείλῃ ὁ Δεσπότης έφ’ ἡμᾶς καί ἀπρόσδεκτον γένηται τό δῶρον ἠμῶν». Καί εἶπεν Ἄννα. «’Αναμείνωμεν τό τρίτον ἔτος, ὅπως μή ζητήσῃ ἡ παῖς πατέρα ἤ μητέρα». Καί εἶπεν Ἰωακείμ. «Άναμείνωμεν».
2. Καί ἐγένετο τριετής ἡ παῖς καί εἶπεν Ἰωακείμ. «Καλέσατε τάς θυγατέρας τῶν Ἑβραίων τάς ἀμιάντους καί λαβέτωσαν ἀνά λαμπάδα καί ἔστωσαν καιόμενα, ἵνα μή στραφῇ ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω καί αἰχμαλωτισθῇ ἡ καρδία αὐτῆς ἐκ ναοῦ Κυρίου». Και ἐποίησαν οὕτως, ἔως ἀνέβησαν ἐν τῷ ναῷ Κυρίου. Και ἐδέξατον αὐτήν ὁ ίερεύς1 καί φιλήσας ηὐλόγησεν αύτήν καί εἶπεν:
«Ἐμεγάλυνεν Κύριος τό ὄνομά σου έν πάσαις ταῖς γενεαῖς, ἐπί σοί «ἐπ’ έσχάτου τῶν ἡμερῶν φανερώσει Κύριος τό λύτρον αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ».
3. Καί ἐκάθισεν αὐτήν έπί τρίτου βαθμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου και ἐπέβαλεν Κύριος ὁ Θεός χάριν ἐπ’ αὐτήν καί κατεχόρευσεν τοῖς ποσίν αὐτῆς καί ἠγάπησεν αὐτήν πᾶς οἶκος Ἰσραήλ.
ΚΕΦ. Η’
1. Καί κατέβησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς θαυμάζοντες καί αἰνοῦντες τόν δεσπότην Θεό, ὅτι οὐκ ἐπεστράφη ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω. Ἦν δέ Μαριάμ ἐν τῷ ναῷ Κυρίου ὡς περιστερά νεμομένη και ἐλάμβανεν τροφήν ἐκ χειρός ἀγγέλου.
Η διήγηση αυτή του Πρωτευαγγελίου δεν είναι πρωτότυπη αλλά έχει τον πυρήνα της στην παλαιοδιαθητική διήγηση για τη γέννηση του Σαμουήλ από την Άννα και τον Ελκανά –με την οποία έχει πολλά κοινά σημεία -όπως επίσης δευτερευόντως και με την διήγηση για τη γέννηση του Ισαάκ απ΄ τον Αβραάμ και τη Σάρρα. Όσον αφορά την ιστορικότητα της, η οποία έχει αμφισβητηθεί λόγω της αποκρύφου προέλευσής της, σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να τη θεωρήσουμε ως μύθο καθαρής φαντασίας αλλά ως ιστορία, έστω και με μυθιστορηματική μορφή.
Ειδικότερα, ο αρχικός πυρήνας του Πρωτευαγγελίου ανάγεται στα μέσα του 2ου αιώνα και είναι ο πλέον αξιόπιστος ιστορικά. Η κατά τον 4ο αιώνα μεταγενέστερη επεξεργασία και διεύρυνση του, που θεωρείται από τη επιστήμη αναμφισβήτητη, είναι που δημιουργεί τις αμφιβολίες. Όσον αφορά τα Εισόδια της Θεοτόκου πρέπει να δεχτούμε ως περιεχόμενη στον πρώτο πυρήνα του Ευαγγελίου την αφιέρωση της Θεοτόκου στον ναό απ΄ τους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα.
Ενδιαφέρουσα επίσης είναι για την εορτή των Εισοδίων η διήγηση του μοναχού Επιφανίου. Κατ΄ αυτόν, όταν η Παρθένος γίνεται τριών ετών οδηγείται από τους γονείς της στον Ναό. Μετά απ΄ αυτό αναχωρεί και οδηγείται και πάλι σε ηλι κία επτά ετών και τότε αφιερώνεται στον Θεό. Μετά απ΄ τον θάνατο του Ιωακείμ σε ηλικία 80 ετών, η Άννα εγκαταλείπει την Ναζαρέτ, έρχεται στα Ιεροσόλυμα και ζει μαζί με την Μαρία. Μετά από δύο χρόνια πεθαίνει και αυτή σε ηλικία 72 ετών.
Η Μαρία, ορφανή πλέον, δεν απομακρύνεται απ΄ τον Ναό.
Όποτε απαιτείται επισκέπτεται την Ελισάβετ, η οποία κατοικεί κοντά στον Ναό. Μαθαίνει τα Εβραϊκά, και ασχολείται με τις Θείες Γραφές διακρινόμενη για την φιλομάθεια και την εργατικότητά της.
Ως προς την σύνεση και την σοφία, απ΄ την παιδική Της ηλικία ξεχώριζε ανάμεσα στους συνομηλίκους της. Ο Επιφάνιος επίσης μιλάει για καθορισμένο τόπο στον Ναό, στον οποίο παρέμεναν οι παρθένοι ορισμένο διάστημα κάθε μέρα και κατόπιν επέστρεφαν στις κατοικίες τους. Η Μαρία από ανάγκη παρέμενε στον Ναό, φύλαγε το θυσιαστήριο και υπηρετούσε το Ιερατείο. Και ολοκληρώνει την διήγησή του ο Επιφάνιος δίνοντας μία εξωτερική και εσωτερική περιγραφή της Παναγίας.
Σημειώσεις.
Στο πρωτοευαγγέλιο δεν κατονομάζεται ο ιερέας που υποδέχθηκε την παρθένο στο ναό. Στη βυζαντινή παράδοση ταυτίζεται ο ιερέας αυτός με τον Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννη του Προδρόμου. Εξαίρεση αποτελεί ο μοναχός Επιφάνιος, ο οποίος λέγει ότι ο ιερέας που υποδέχθηκε την Θεοτόκο ήταν ο Οδαέ και Βαραχίας ο πατέρας του Ζαχαρία.
Αλλά και η πληροφορία της διαμονής και διατροφής της Μαρίας στον ναό ελέγχεται ιστορικά όπως και η κατά τη βυζαντινή παράδοση είσοδός της στο Άδυτο ή στα Άγια των Αγίων, όπου μόνος ο Αρχιερεύς εισήρχετο «ἄπαξ του ἑνιαυτοῦ».
( Επιφανίου, Λόγος περί του Βίου, PG 120, 122Α, Τσάμη
Θεομητορικόν, σσ. 22-23 και Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα, σσ.60-61.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει τα εξής για το θέμα αυτό.
Kαι τούτο δε σημειούμεν, ότι ουκ ορθώς γράφει Mελέτιος ο Aθηνών ότι ήτον τόπος χωρισμένος εις τον Nαόν, οπού μόναι αι παρθένοι έμενον και συν αυταίς έμενε και η Θεοτόκος. Kαι αι μεν άλλαι παρθένοι εξήρχοντο μετά την απόλυσιν και επήγαινον εις τον οίκον αυτών. Mόνη δε η Θεοτόκος επροσκαρτέρει εις τον Nαόν. Oυ γαρ εις τον οίκον των παρθένων, αλλ’ εις αυτά τα Άγια των Aγίων εισήλθεν η Θεοτόκος κακεί έμενε τρεφομένη υπό Aγγέλου. Kαι αγκαλά τούτο εφαίνετο άτοπον να εισέλθη γυνή εις το ενδότατον του Nαού, το φαινόμενον όμως αυτό άτοπον εδιώρθωσεν ο Ζαχαρίας. Eίπε γαρ εις τον λαόν, ότι ο Θεός δείχνει εις το έμπροσθέν του κρεμάμενον λογείον, πως θέλει να έμβη η Παρθένος μέσα εις αυτά τα Άγια των Aγίων. Kαι ούτως έπεισε τον λαόν, και έστερξαν να εμβάση την Παρθένον εκεί. Oύτως ο Θεοφύλακτος Bουλγαρίας γράφει εν τω εις τα Eισόδια λόγω του, λύων θαυμασίως το παρά τισι φαινόμενον άτοπον της εις τα Άγια εισόδου της Θεοτόκου. Aφ’ ου όμως η Kυρία Θεοτόκος εγέννησε τον Kύριον, εσυναρίθμησε ταύτην ο Ζαχαρίας ταις εν τω Nαώ προσκαρτερούσαις παρθένοις, ως Παρθένον ούσαν και μετά τόκον, διό και εφονεύθη. Ως λέγει ο Mέγας Bασίλειος εν τω εις την Xριστού γέννησιν λόγω.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου