ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Δ΄ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(Τίτ. γ΄8-15)
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος»
Μία πνευματικὰ θανατηφόρα ἀσθένεια τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση, διότι διαστρεβλώνει τὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων καὶ εἰσάγει τὸ ψεῦδος καὶ τὴν διαίρεση μέσα σὲ αὐτό. Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά της ἡ Ἐκκλησία ταλανίσθηκε ἀπὸ πολυποίκιλες αἱρέσεις καὶ χρειάσθηκαν σκληροὶ ἀγῶνες ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν θεραπευτικὰ πρὸς ὄφελος τῶν πιστῶν.
Διατυπώθηκαν ἔτσι μὲ ἀκρίβεια τὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας, ἰδιαίτερα αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπὸ τότε θωρακίσθηκε ἡ Ἐκκλησία ἔναντι νεοτέρων αἱρετικῶν ἐπιβουλῶν. Ποτὲ, ὅμως, δὲν ἔλειψαν οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, γιατί αὐτὰ εἶναι σύμφυτα μὲ τὴν ἀνθρώπινη πνευματικὴ παθολογία.Ἡ αἵρεση, λοιπὸν, εἶναι μία θανάσιμη ἀσθένεια καὶ ὁ αἱρετικὸς ἀσθενής. Ἡ ἀντιμετώπισή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἔχει διττὸ χαρακτήρα, θεραπευτικὸ γιὰ τὸν ἴδιο, προστατευτικὸ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα μέλη της. Τὸ ἀνωτέρω χωρίο ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Ἀπόστολο Τίτο, δίνει τὶς ἀνάλογες κατευθυντήριες γραμμές. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος μιᾶς κατὰ τόπον Ἐκκλησίας διαπιστώσει πὼς κάποιο μέλος της πρεσβεύει καὶ διδάσκει αἱρετικὲς διδασκαλίες, ἀμέσως πρέπει νὰ σημάνει συναγερμό. Ἡ αἵρεση εἶναι μεταδοτικὴ σὰν ἀσθένεια καὶ πλήττει τοὺς ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτους περὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, καὶ ὅλο αὐτὸ συνεπικουρεῖται ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ κακοῦ, τὸν Διάβολο, ὁ ὁποῖος θέλει τὴν ἀπώλεια τῶν ψυχῶν. Ὁ Ἐπίσκοπος, λοιπὸν, θὰ καλέσει τὸν αἱρετικὸ καὶ μὲ ἀγάπη, πόνο ψυχῆς καὶ ἀταλάντευτο ὀρθόδοξο φρόνημα θὰ συζητήσει μαζί του, θὰ τὸν νουθετήσει, θὰ προσπαθήσει νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας. Ὁ Ἐπίσκοπος θὰ φερθεῖ στὸν αἱρετικὸ μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ θὰ τοῦ δώσει δύο εὐκαιρίες νὰ ἀπορρίψει τὶς πλάνες του. Θὰ τὸν προσεγγίσει τὴν πρώτη φορὰ καὶ θὰ συζητήσει μαζί του γιὰ τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε πὼς ὁ Ἐπίσκοπος ἀλλὰ καὶ οἱ σύμβουλοί του ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν σὲ βάθος τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀντικρούουν τὰ αἱρετικὰ δόγματα. Στὴν Ἐκκλησία ἰσχύει ὅ, τι ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν πολιτεία: ἄγνοια νόμου ἀπαγορεύεται! Ἄγνοια δογματικῆς θεολογίας ἀπαγορεύεται! Στὴν πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὸν αἱρετικὸ θὰ φανεῖ ἂν αὐτὸς ἔχει διαλλακτικὸ πνεῦμα, δηλαδὴ καλὴ διάθεση καὶ κυρίως ταπείνωση. Γιατί πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ αἵρεση, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη πνευματικὴ παθογένεια, πηγάζει ἀπὸ ἕνα βαθιὰ ὑπερήφανο φρόνημα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ ρίζα κάθε κακοῦ. Ἂν χρειαστεῖ, θὰ λάβει χώρα καὶ μία δεύτερη συνάντηση μὲ τὸν αἱρετικό, μὲ σκοπὸ τὴν ἐκ μέρους του ἀπόρριψη τῆς αἵρεσης.
Ἂν, ὅμως, καὶ οἱ δύο προσπάθειες νὰ συνετισθεῖ ὁ αἱρετικὸς ἀποβοῦν ἄκαρπες, τότε ἡ παραίτηση ἀπὸ κάθε περαιτέρω προσπάθεια καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ αἱρετικοῦ εἶναι μονόδρομος. «Μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ τὴ δεύτερη νουθεσία, ἐγκατάλειψε τὸν αἱρετικό», γράφει στὸν Τίτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «γνωρίζοντας ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ξεστρατίσει καὶ πλέον ἁμαρτάνει καὶ καταδικάζεται ἀπὸ μόνος του». Μπορεῖ νὰ ἀκούγεται σκληρὸς ὁ λόγος, εἶναι ὅμως σωτήριος γιὰ τὸ ποίμνιο τῶν πιστῶν ποὺ κινδυνεύουν ἀπὸ τὸν ἐπίβουλο λύκο, τὸν αἱρετικό. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν θέλει νὰ συνετισθεῖ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ βαδίζει στὸν δρόμο τῆς πλάνης, δὲν εὐθύνεται γιὰ τὴν πτώση του ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ἡ Ἐκκλησία γενικότερα, ἀλλὰ τὸ ὑπερήφανο, ἀταπείνωτο φρόνημά του. Δὲν ἔχει θέση στὴν Ἐκκλησία. Γίνεται ἐπικίνδυνος καὶ ἀποβάλλεται, ἀφορίζεται, ἐκδιώκεται. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ στάση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν κρύβει οὔτε ἔχθρα, οὔτε κακία. Στὴν Ἐκκλησία πάντοτε ἰσχύει ὁ κανόνας: «Μισοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἀγαπᾶμε τὸν ἁμαρτωλό. Μισοῦμε τὴν αἵρεση, ἀγαπᾶμε τὸν αἱρετικό». Μὲ πόνο καὶ θλίψη ἡ Ἐκκλησία ἐπιβάλλει τοὺς ἀφορισμοὺς καὶ τὰ βαριὰ ἐπιτίμια στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ στοὺς αἱρετικούς, ὄχι γιὰ νὰ τοὺς βλάψει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὑποκινήσει σὲ μετάνοια μὲ τὴν πρέπουσα αὐστηρότητα. Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ δὲν εἶναι ἀξιοκατάκριτη, ὅπως θὰ ἔλεγαν πολλοὶ ἄσχετοι μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα, οὔτε φανατικὴ καὶ μισαλλόδοξη. Ἀντίθετα, εἶναι σοφή, φιλάνθρωπη καὶ ἀναγκαία. Προσομοιάζει μὲ τὴν ἰατρικὴ πρακτική, ἰδιαίτερα τὴν χειρουργική, ἡ ὁποία μετέρχεται ὀδυνηρῶν μεθόδων, χρησιμοποιεῖ τὴν τομὴ μὲ τὸ νυστέρι, τὸν καυτηριασμό, τὴν ἀκινητοποίηση, μὲ μοναδικὸ στόχο τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ ἀσθενοῦς.
Στὴν ἐποχὴ μας ἐπικρατεῖ ἡ τάση γενικὰ νὰ λέμε «ναὶ σὲ ὅλα», νὰ ἐπιδοκιμάζουμε τὰ πάντα, νὰ ἀποφεύγουμε τὴν καταδίκη τῶν πραγματικὰ κακῶς κειμένων. Φοβόμαστε νὰ ἀσκήσουμε λελογισμένη καὶ δίκαιη κριτική, γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστήσουμε τὸν συνομιλητή μας. Ἀποδεχόμαστε ἀνομολόγητα ἕναν σχετικισμό, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει μία καὶ ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ ὁ καθένας μας κατέχει ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας. Ἑπομένως, ἂν νομίζεις ὅτι κάτι προφανέστατα παράλογο εἶναι ἀληθινό, τότε ὀφείλουμε ὅλοι νὰ μὴν σὲ ἐπικρίνουμε, οὔτε νὰ σὲ καταδικάσουμε, ἀλλὰ νὰ σὲ ἀνεχθοῦμε ἢ καὶ νὰ σὲ ἐπιδοκιμάσουμε, γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστηθεῖς.
Αὐτὴ ἡ ὀλέθρια στάση, δυστυχῶς, ἔχει ἐπεκταθεῖ καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, ὅπου μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καταλλαγῆς, διστάζουμε νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ὀλισθήματα καὶ τὶς δογματικὲς ἀποκλίσεις τῶν αἱρετικῶν καὶ τείνουμε νὰ σχετικοποιήσουμε τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Θεωροῦν κάποιοι μάλιστα ὅτι εἶναι μεγάλος ἐγωισμὸς νὰ λέμε ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι κατέχουμε τὴν μία καὶ μόνη ἀλήθεια. Πρέπει, λένε, νὰ ἀφήσουμε κατὰ μέρος τὴν ἀπολυτότητα καὶ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὶς «ἀλήθειες» καὶ τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν μέσα στὸ πνεῦμα τῆς «ἀγάπης». Αὐτὴ εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τί θὰ ἔλεγε ὅμως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν ἐρχόταν σήμερα καὶ ἔβλεπε τὰ «κατορθώματα» τῶν οἰκουμενιστῶν, ποὺ λυμαίνονται ὅλο καὶ περισσότερο τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας; Τί θὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στὴν Β’ Καθολικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ γράφει: «Πᾶς ὁ μὴ μένων ἐν τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, Θεὸν οὐκ ἔχει…. Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε. Ὁ λέγων γὰρ αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς». Μήπως εἶναι ἀγενὴς καὶ ἀγροῖκος ὁ Ἠγαπημένος Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς προστάζει νὰ μὴν δεχόμαστε στὸ σπίτι μας τὸν αἱρετικὸ καὶ νὰ μὴν τὸν χαιρετοῦμε; Γιατί ἂν τὸν χαιρετίσουμε, θὰ εἶναι σὰν νὰ συμμετέχουμε στὰ πονηρά του ἔργα!
Ὀφείλουμε νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς θεολόγους μας, γιατί δέχονται μεγάλες πιέσεις ἀπὸ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῆς ἀγαπολογίας καὶ τοῦ σχετικισμοῦ, καὶ παρεκτρέπονται σὲ ἀνεπίτρεπτους ἐναγκαλισμοὺς μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τοὺς Προτεστάντες καὶ ἄλλους αἱρετικούς, προωθώντας τὴν λεγόμενη ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν μόνο «ἐν ἀγάπῃ» καὶ ὄχι «ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐν ἀληθείᾳ». Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, οὔτε πραγματικὴ ἀγάπη μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Καὶ εἶναι πολὺ σημαντικό, στὴν ἐποχή μας ποὺ ἐξαπλώνεται ἡ σύγχυση, νὰ μὴν «μωρανθῆ τὸ ἅλας», νὰ μὴν νοθευθεῖ τὸ καθαρὸ χρυσάφι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ σταθοῦν στὸ ὕψος τῆς μαρτυρικῆς ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ οἰακοστρόφοι της, μιμούμενοι τὸν ὁμολογητὴ Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ ποὺ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς Παπικούς, δηλαδὴ τὴν ὑποταγὴ τῆς Μιᾶς καὶ μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὸν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης κατὰ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Εἴθε ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποί μας νὰ γίνουν Μάρκοι Εὐγενικοί! Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου