«Ἀπ ̓ τό ταπεινό τό ἐξωκκλῆσι... ἕως τούς μεγαλόπρεπους ναούς»
Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος
(Ἰωάννου Δ ́, 5-42)
Ὅσοι ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς χάριτος, καί μάλιστα ὅσοι ἀποτελοῦμε συνειδητά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μᾶλλον δυσκολευόμαστε νά ἐννοήσουμε τήν δίψα τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ πού εἶχαν οἱ ἄνθρωποι, σέ παγκόσμια κλίμακα, πρό τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, καί φυσικά συνεχίζουν νά ἔχουν ὅσοι δέν γνώρισαν ἀκόμα τόν ἀληθινό Θεό.
Ἐάν μάλιστα ρίξουμε μιά ματιά στήν παγκόσμια ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ θρησκειολογική ἐπιστήμη ἔχει καταγράψει πάρα πολλές ἐκφράσεις τῆς δίψας αὐτῆς. Ἐκφράσεις, ἀπό θρησκευτική ἁπλοϊκότητα ἕως καί καταστάσεις τραγικές, πού ἀποκαλύπτουν ἀνθρωποθυσίες γιά νά ἐξευμενίσουν δῆθεν τήν θεότητα.
Ὁμολογουμένως, θά συνέχιζαν οἱ πλάνες καί οἱ φρικαλεότητες αὐτές σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος δέν μᾶς ἀπεκάλυπτε, μέσῳ τῆς Σαμαρείτιδος, ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάννου Δ ́, 24). Ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, γι ̓ αὐτό καί δέν περιορίζεται σέ τόπους. Κι ἐκεῖνοι πού τόν λατρεύουν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν μέ τίς ἐσωτερικές πνευματικές τους δυνάμεις, μέ ἀφοσίωση τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ, ἀλλά καί μέ ἀληθινή ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ καί τῆς λατρείας πού τοῦ ἁρμόζει.
Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὀφείλουμε νά δοξολογοῦμε συνεχῶς τόν Τριαδικό Θεό πού μᾶς ἀπεκάλυψε τήν μεγάλη του ἀλήθεια. Ἀλλ ̓ ἄς ἐμβαθύνουμε λίγο στά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου.
Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «πνεῦμα», τί ἐννοοῦμε; Γνωρίζουμε, ἄραγε, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τήν οὐσία Του; Οὔτε γλῶσσα, οὔτε πέννα, οὔτε κάτι τι ἀπό τήν κτιστή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καί αὐτά τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων, εἶναι δυνατόν νά προσεγγίσουν, νά ἐννοήσουν καί νά περιγράψουν τήν οὐσία
τοῦ Θεοῦ. «Ἄπειρον τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον· τοῦτο μόνον καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία», διδάσκει ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ὁ μέγας δογματικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐκφράζοντας στό σημεῖο αὐτό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀλλά τί νά ποῦμε περί τῆς γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀγνοοῦμε τήν βαθύτερη οὐσία καί δύναμη αὐτῆς τῆς ὕλης; Ἄν ὁ ὑλικός καί φυσικός κόσμος μᾶς εἶναι τόσο ἄγνωστος καί ἀκατάληπτος, πόσῳ μᾶλλον δέν θά μποροῦσε νά γίνεται λόγος περί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ! Καί ἄς προσθέσουμε καί τοῦτο. Ἄν μπορούσαμε τόν Θεό νά τόν κατανοήσουμε ἐξ ὁλοκλήρου, δέν θά ἦταν Θεός! «Θεός πού τόν καταλαβαίνουμε -κηρύσσει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος- δέν εἶναι Θεός. Ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε οὔτε τούς ἀγγέλους, οὔτε τίς ψυχές μας, πού εἶναι κτίσματα, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐννοήσουμε τόν Κτίστη καί Δημιουργό τους;». Αὐτό πού γνωρίζουμε περί τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι κοινές καί γιά τά τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητος καί τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐννοεῖται, πώς αὐτά πού ἀγνοοῦμε, εἶναι πολύ περισσότερα ἐκείνων πού γνωρίζουμε. Πάντως, γνωρίζουμε, μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, διά τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος καί τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνα πού πρέπει νά γνωρίζουμε, ὥστε νά τόν δοξάζουμε, νά τόν λατρεύουμε, καί νά ἐργαζόμαστε ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του, γιά νά σωθοῦμε.
̔Η λέξη «πνεῦμα» δέν μᾶς φανερώνει τί εἶναι ὁ Θεός. Μᾶς φανερώνει, μέ ἀρνητικό τρόπο, τί δέν εἶναι. Ὅτι δηλαδή ὁ Θεός δέν εἶναι ὕλη. Δέν ἔχει σῶμα ὑλικό ὁ Θεός, ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Δέν ἔχει ὑλικές ἀνάγκες καί δέν ὑπόκειται στούς φυσικούς νόμους, οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦν στόν ὑλικό μας κόσμο. Φυσικά, πνεῦμα εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὅπως ἐπίσης πνεύματα εἶναι καί τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων. Ἀσώματοι καί ἄυλοι εἶναι, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ Ἄγγελοι. Ἀλλά τό πνεῦμα, ἡ οὐσία, τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικῆς φύσεως ἀπό τήν οὐσία τῶν Ἀγγέλων. Τόσο ἐμεῖς, ὡς ψυχές, ὅσο καί οἱ Ἄγγελοι, εἴμαστε δημιουργημένοι ἀπό τόν Θεό. Εἴμαστε κτίσματα. Ὁ Θεός δέν εἶναι κτίσμα.
Κάποτε δέν ὑπήρχαμε, ὅπως κάποτε δέν ὑφίστατο καί ὁ ἀγγελικός κόσμος. Καί βεβαίως, τά δημιουργήματα ἔχουν περιωρισμένα προσόντα, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἄναρχο καί ἀτελεύτητο Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πνεῦμα ἀπόλυτα τέλειο.
Διαθέτει ἀφ ̓ ἑαυτοῦ Του ἄπειρες τελειότητες καί σέ ἄπειρο βαθμό (φυσικά, ὁμιλοῦμε ἐντελῶς ἀνθρωπομορφικά καί μέσα ἀπό τίς δικές μας κτιστές δυνατότητες).
Θετικά τώρα ἄν μιλήσουμε, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός
εἶναι αἰώνιος, παντοδύναμος, ἀναλλοίωτος, πανταχοῦ παρών, παντογνώστης,
πάνσοφος, ἅγιος, δίκαιος, πανάγαθος, γεμᾶτος πατρική ἄπειρη ἀγάπη γιά τά
πλάσματά Του, καί ἰδίως γιά τήν κορωνίδα τῆς ὅλης δημιουργίας, τόν ἄνθρωπο!
Ἀλλά καί ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ πού γνωρίζουμε, εἶναι ἀδύνατον νά
τίς ἐννοήσουμε σέ ὅλο τό βάθος καί πλάτος πού ὑφίστανται μέσα στήν ἴδια τήν
Θεότητα. Αὐτός δέ εἶναι καί ὁ λόγος πού, ὅσο περισσότερο οἱ Ἅγιοι
προσεγγίζουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν ὑψηλότερη ἰδιότητά Του, τόσο
περισσότερο, ὅπως τά οὐράνια πνεύματα, δοξολογοῦν τόν Θεό, διά Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Βεβαίως, ἐάν μέναμε μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου, θά γνωρίζαμε μεγάλες
ἀλήθειες περί τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἦταν ὅμως κατορθωτή ἡ σωτηρία μας, πού μᾶς
ἐχαρίσθη διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τῆς ἀπολυτρωτικῆς θυσίας καί τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Σαμαρείτις, στόν μοναδικό ἐκεῖνο διάλογο μέ τόν Χριστό, μεταξύ τῶν
ἄλλων εἶπε: «Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν καί λάτρευσαν τόν Θεό στό ὄρος
τοῦτο, τό Γαριζείν. Σεῖς ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι λέτε ὅτι ἡ Ἱερουσαλήμ εἶναι ὁ
ἱερός τόπος πού πρέπει νά λατρεύουμε τόν Θεό». Καί μέ τόν λόγο αὐτό
φανερώνει ἕνα βαθύτατο καί ὑπαρξιακό ἐρωτηματικό πού ὑπῆρχε στήν καρδιά
τοῦ κάθε ἀπογόνου τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά καί γενικώτερα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, γιά τό πῶς μπορεῖ νά λατρεύει καί νά ἐπικοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος σωστά μέ τόν Θεό.
Φυσικά, ὁ Κύριος, πού στίς εἰλικρινεῖς ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες ἔθεταν οἱ
καλοδιάθετες ψυχές ἀπαντοῦσε, ἔτσι καί τώρα, μέσῳ τῆς Σαμαρείτιδος, δίνει σέ
ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων τήν ἀπάντηση: «Οὔτε τό Γαριζείν, οὔτε ἡ
Ἱερουσαλήμ εἶναι ὁ μοναδικός τόπος, στόν ὁποῖον πρέπει νά λατρεύεται ὁ
Θεός». Καί μέ δεδομένο ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Υἱός καί
Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἐμφανιζόταν, συνωμιλοῦσε καί ἀποκάλυπτε στούς
Προφῆτες καί Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ δεδομένη τήν διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας πού πιστοποιεῖ τήν ἀλήθεια τῶν Γραφῶν καί μέ τήν ἐμπειρία τῶν
Ἁγίων, γνωρίζοντας ὅτι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος
σωματικῶς» (Κολασ. Β ́, 9), βιώνουμε τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ, πού
προσφέρεται ὄχι μόνο σέ κάποιον τόπο, ὅπως ὥριζε ὁ Μωσαϊκός Νόμος στήν
προχριστιανική ἐποχή, ἀλλά «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ» (Ψαλμ.
ΡΒ ́, 22) εὐλογοῦμε καί λατρεύουμε τόν Τριαδικό Θεό καί τόν Θεάνθρωπο
Κύριο Ἰησοῦ Χριστό!
Φυσικά, ὑφίσταται καί ὁ ἱερός χῶρος τοῦ Ναοῦ, μέ τό καθιερωμένο Ἱερό
Θυσιαστήριο, ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν τέλεση
τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅπου δέ θυσιαστήριο, ἐκεῖ καί Ἱερωσύνη!
Δόξα τῷ Θεῷ! Ὑπάρχουν οἱ Ἱερές Μονές μέχρι καί τά ἀπομεμακρυσμένα
καί ἄγνωστα στούς πολλούς ἀσκητήρια, πού μέσα στίς σχισμές τῶν βράχων
λειτουργεῖται «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος». Ὑψώνονται μεγαλοπρεπεῖς
Ναοί ἐν μέσῳ τῶν πόλεων, ἀναρίθμητα ταπεινά ἐξωκκλήσια τῆς ὑπαίθρου
διακοσμοῦν τήν Πατρίδα μας, μά καί ὁλόκληρο τόν κόσμο, πού ποιός μπορεῖ νά
γνωρίζει τί ἁπλοϊκές λειτουργίες καί ταπεινές ἀκολουθίες θά ἔχουν ἀναπέμψει
οἱ πιστοί μας πρός λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τιμή τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί πάντων
τῶν Ἁγίων! Ποιός μπορεῖ νά συλλάβει μέ τόν νοῦ του τί σταλαγμούς μετανοίας
καί τί δάκρυα εὐχαριστίας δέχθηκαν τά χορταριασμένα δρομάκια πού ὁδηγοῦν
στίς βίγλες τῆς πίστεως, καί πόσο ποτίστηκαν ἀπό λυγμούς οἱ πλάκες τῶν
Βυζαντινῶν μας Ναῶν...
Ναί. Ὁ Ναός, οἱ Ἐνορίες, τά κέντρα τῆς Πίστεως, οἱ Ἱερές μας δηλαδή
Μονές, ἀποτελοῦν τό κέντρο τῆς Ζωῆς μας μέ ὅλη τήν ἔκταση, τό βάθος καί τό
ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ὀρθοπραξίας μας. Καί θά τονίσει «φίλος γνήσιος
τῆς Θεοτόκου», ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν
Ἁγιορείτη: «Ὅπως σέ ὅλα τά πελάγη, τίς θάλασσες καί τούς ὠκεανούς ὁ
Δημιουργός τοποθέτησε τά λιμάνια γιά νά προσορμοῦν τά πλοῖα καί νά
ἀνεφοδιάζονται οἱ ναυτικοί καί οἱ ταξειδιῶτες, ἔτσι καί ἐδῶ, ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ, σέ κάθε τόπο πού κατοικεῖται, ἔχει θέσει τά Ἱερά Θυσιαστήρια καί τούς
ἀνθρώπους Του, ὥστε νά διακονοῦν τούς πιστούς καί νά προσφέρουν τήν
πραγματική λατρεία στόν μοναδικό Θεό, καί νά κοινωνοῦν οἱ πιστοί τοῦ
Δεσποτικοῦ Σώματος καί Αἵματος»!
Μέσα λοιπόν στούς Ἱερούς μας Ναούς, ἀλλά καί κάθε ὥρα καί στιγμή,
ὅταν ζοῦμε τήν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου, βιώνουμε τήν «ἐν πνεύματι
καὶ ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Χριστός τόνισε στήν Σαμαρείτιδα.
Χρειάζεται ἄραγε νά τονίσουμε, ὅτι κυρίως τήν ὥρα τῆς λατρείας, ὁ νοῦς
καί ἡ καρδιά, πρέπει νά εἶναι ἀπερίσπαστοι ἀπό «πᾶσαν βιωτικὴν μέριμναν» καί
νά βρίσκονται ἀφοσιωμένοι στά τελούμενα, ἐκεῖ δηλαδή πού δέν τολμοῦν οὔτε
αὐτοί οἱ Ἄγγελοι νά ἀτενίσουν;
Καί, ἄς μή λησμονοῦμε ποτέ, ὅτι, τελικῶς, ἡ στάση μας ἔναντι τῆς
θείας λατρείας ἀποτελεῖ τό κριτήριο γιά τό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς μας
καταστάσεως καί ζωῆς. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου