ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωάν. δ΄ 5-42)
17 Μαΐου 2020
ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ἀπὸ τοὺς πιὸ ὡραίους διαλόγους ποὺ περιέχονται στὰ τέσσερα Εὐαγγέλια εἶναι ὁ σημερινὸς ἀνάμεσα στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴ Σαμαρείτιδα Ἁγία Φωτεινή. Ἕνας διάλογος ποὺ φανερώνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ἀλλὰ καὶ τὴν θεϊκὴ ὑπόσταση τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ φανερώνει μία ἀπαράμιλλη ἀγαπητικὴ εὐαισθησία στὴν προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μία ὁλόφωτη φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Εἶναι δώδεκα τὸ μεσημέρι, ὁ ἥλιος καίει καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται στὴν πόλη Συχὰρ τῆς Σαμάρειας καὶ κάθεται στὸ ρεῖθρο τοῦ πηγαδιοῦ τοῦ Ἰακὼβ κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία. Οἱ μαθητὲς ἔχουν πάει στὴν πόλη, γιὰ νὰ ἀγοράσουν τροφές. Ἔρχεται τότε μία γυναίκα στὸ πηγάδι, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερό, καὶ ὁ Χριστὸς τὴν παρακαλεῖ νὰ τοῦ δώσει νὰ πιεῖ. Ἀπὸ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ξεκινᾶ ἡ συζήτηση μὲ μία ρατσιστική, θὰ λέγαμε, παρατήρηση τῆς γυναίκας: «Πῶς ζητᾶς ἀπὸ ἐμένα νὰ πιεῖς νερό, ποὺ εἶμαι καὶ γυναίκα καὶ Σαμαρείτισσα; Δὲν γνωρίζεις ὅτι δὲν ἐπικοινωνοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες;» Σ΄αὐτὴν τὴν ἀγενῆ ἐπισήμανση τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς δὲν προσβάλλεται, ἀλλὰ μὲ ἤρεμο τρόπο ἀπαντᾶ: «Ἂν γνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς πού σοῦ ζητᾶ νὰ τοῦ δώσεις νερό, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ ἔδινε τὸ ζωντανὸ νερό!» Ὁ Χριστὸς εἰσάγει στὴν συνομιλία ἐντελῶς ἀπροσδόκητα τὴν ἔννοια τοῦ ζῶντος ὕδατος, ποὺ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἀρδεύει τὴν ψυχὴ καὶ χαρίζει τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ γυναίκα, ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, τίποτε δὲν ἐννοεῖ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ἐπιμένει στὸ ὑλικὸ νερὸ καὶ ἀπορεῖ πῶς μπορεῖ νὰ τῆς δώσει αὐτὸ τὸ νερὸ χωρὶς ἀγγεῖο γιὰ τὴν ἄντληση ἀπὸ ἕνα τόσο βαθὺ πηγάδι: «Μήπως εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ποὺ τὸ κατασκεύασε γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ γιὰ τὰ ζῶα του;» Κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ γελάσει μὲ τὴν ἀφέλεια τῆς γυναίκας, θὰ μποροῦσε ἀκόμη καὶ νὰ τὴν κατηγορήσει γιὰ θράσος ἀπέναντι στὸν ἄγνωστό της ἄντρα ποὺ μιλᾶ μαζί της. Ὁ Ἰησοῦς, ὅμως, τὴν παίρνει στὰ σοβαρὰ καὶ δὲν τὴν ἐπιτιμᾶ. Βλέπει ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ ἀπέναντί του εἶναι μὲν ἁπλοϊκή, ἀλλὰ εἶναι καλόψυχη, εἶναι «γῆ ἀγαθή», δεκτικὴ τῶν λόγων Του.
Συνεχίζει, λοιπὸν, ὁ Ἰησοῦς τὴ συζήτηση γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» καὶ τῆς λέγει ὅτι ὅποιος πίνει ἀπὸ αὐτὸ τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ, θὰ ξεδιψάσει πρόσκαιρα καὶ σὲ λίγο πάλι θὰ ξαναδιψάσει. Ὅποιος, ὅμως, πιεῖ ἀπὸ τὸ δικό Του νερό, δὲν θὰ διψάσει ποτέ, ἀλλὰ τὸ νερὸ αὐτὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσει θὰ γίνει μέσα του μία ἀστείρευτη πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύζει πλούσια καὶ θὰ παρέχει πλούσια τὴν αἰώνια ζωή. Ὑψηλὰ νοήματα περιέχουν τὰ λόγια του Χριστοῦ καὶ ἀπορεῖ κανείς: εἶναι δυνατὸν αὐτὴ ἡ γυναίκα νὰ ἐννοήσει κάτι ἀπὸ αὐτά, νὰ ἀναρρωτηθεῖ ἔστω τί εἴδους εἶναι αὐτὸ τὸ παράξενο νερὸ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής της; Σίγουρα ὄχι, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν πρότασή της ἀμέσως μετά: «Κύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχομαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ!» Ὁ Χριστὸς καταλαβαίνει ὅτι ἡ γυναίκα δὲν ἔχει καταλάβει τίποτε. Ἔχει κολλήσει ὁ νοῦς της στὸ ὑλικὸ νερὸ καὶ σκέφτεται ὠφελιμιστικά: «Δός μου αὐτὸ τὸ (μαγικὸ) νερό, γιὰ νὰ μὴν ξαναδιψάσω.» Ὁ Χριστὸς τότε στρέφει τὴ συζήτηση στὰ προσωπικὰ τῆς θέματα: «Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄντρα σου καὶ ἔλα πάλι ἐδῶ.» Στὴν ἀπάντησή της ὅτι δὲν ἔχει ἄντρα, ὁ Ἰησοῦς πετάει τὴ μεγάλη ἀποκάλυψη: «Καλὰ λές! Εἶχες πέντε ἄνδρες καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου!» Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι μία μεγάλη δοκιμασία γιὰ τὴ γυναίκα, ποὺ σίγουρα γιὰ λίγο μένει ἄφωνη. Ὁ ἄντρας, μὲ τὸν ὁποῖο μιλάει τόση ὥρα, γνωρίζει ὅλα τὰ ἁμαρτωλὰ μυστικά της, ἑπομένως εἶναι ἐνοχλητικὸς καὶ ἐπικίνδυνος! «Νὰ μείνω ἢ νὰ φύγω;», σκέφτεται. Μία ἐγωίστρια γυναίκα στὴ θέση της θὰ ἀναψοκοκκίνιζε, θὰ θύμωνε καὶ θὰ τὸ ἔβαζε στὰ πόδια, ὅσο πιὸ γρήγορα γινόταν. Ἡ Σαμαρείτιδα ὅμως δὲν εἶναι ἐγωίστρια, μένει ἔκπληκτη, δέχεται ὅμως τὸν ἔλεγχο, τὴν φανέρωση τῶν ἁμαρτημάτων της καὶ ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ἄνδρας ἀπέναντί της εἶναι προφήτης. Ξεχνάει τὰ προηγουμένως λεχθέντα γιὰ τὸ νερὸ καὶ θεωρεῖ ὅτι βρῆκε μία μεγάλη εὐκαιρία, γιὰ νὰ λύσει κάποιες ἀπορίες ποὺ ἔχει γιὰ λατρευτικὰ θέματα. Ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός; Στὸ ὄρος Γαριζίν, σύμφωνα μὲ τὴ σαμαρειτικὴ παράδοση, ἢ στὰ Ἱεροσόλυμα;
Εἶναι μεσημέρι, κάνει ζέστη καὶ ἡ κουβέντα ἔχει ἀνάψει γιὰ τὰ καλά. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ ἀερολογίες, οὔτε γιὰ περιεργασμούς. Ἡ γυναίκα λαχταρᾶ νὰ μάθει ποιὸς εἶναι ὁ σωστὸς τόπος λατρείας. Γι΄ αὐτὸ τὴν ἀγαπάει ὁ Χριστὸς ἀκόμα πιὸ πολύ, γιατί εἶναι μία ἁμαρτωλὴ καλόψυχη, μὲ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα. Τῆς ἀποκαλύπτει λοιπὸν μία ὕψιστη ἀλήθεια: δὲν ἔχει πλέον σημασία τὸ ποῦ θὰ προσκυνεῖται ὁ Θεός, ἀλλὰ τὸ πῶς! Οἱ Σαμαρεῖτες προσκυνοῦν στὸ ὄρος, οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦν στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἔρχεται, ὅμως, ἡ ὥρα, κι αὐτὴ εἶναι τώρα, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ προσκυνοῦν τὸν Θεὸ Πατέρα «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Ὁ Θεὸς τέτοιους προσκυνητὲς ζητεῖ, γιατί εἶναι πνεῦμα καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ πνευματικὰ καὶ ἀληθινά. Ὁ Χριστὸς φανερώνει στὴ Σαμαρείτιδα τὴ λατρεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν πνευματικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπαιτεῖ καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἀληθινὴ πίστη, μὲ ὑπακοὴ στὰ δόγματα τῆς ἀληθείας. Ἑπομένως, ὁ πραγματικὸς ναὸς ποὺ λατρεύεται ὁ Θεὸς εἶναι πρώτιστα ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀγωνιζομένη, ἡ μετανοοῦσα, ἡ κεκαθαρμένη καὶ λελαμπρυσμένη ἀπὸ τῆς ἀκτίνες τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ Σαμαρείτιδα γυναίκα ἀκούει τὴν ὑψηλὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἤδη νιώθει ὅτι ἡ καρδιὰ της φλέγεται ἀπὸ ἕναν πρωτόγνωρο πόθο: νὰ γνωρίσει τὸ Μεσσία! Κάτι μέσα της ψιθυρίζει ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντί της εἶναι κάτι ἀνώτερο ἀπὸ προφήτης. Λέγει λοιπόν: «Γνωρίζω ὅτι σύντομα θὰ ἔρθει ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔρθει ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἀναγγείλει ὅλα αὐτά». Εἶναι σὰ νὰ ρωτάει δειλά: «Μήπως Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πού περιμένουμε;» Καὶ ἔρχεται ἡ μεγαλειώδης ἀπάντηση: «Ἐγὼ εἰμί, ὁ λαλῶν σοι!»
Ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν τόσο μεγάλης οἰκειότητας μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τόσο ὑψηλῶν πνευματικῶν ἀποκαλύψεων, ὅσο ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Σαμαρείτις, ἡ εὐλογημένη ἁμαρτωλή τῆς Συχάρ, ἡ ὁποία, στὴ συνέχεια, ἄφησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, γιὰ νὰ μαθητεύσει κοντὰ στὸ Χριστό, γιὰ νὰ διαδώσει ἀργότερα τὸ Εὐαγγέλιο ὡς Ἰσαπόστολος καὶ γιὰ νὰ τελειώσει τὸν βίο της μαρτυρικά. Ἡ συζήτηση γιὰ τὸ νερό, ποὺ ξεκίνησε ἐκεῖνο ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ, ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα μέγιστο ὕψος νοημάτων, πρᾶγμα ποὺ φανερώνει ἀκριβῶς γιὰ ποιὸν λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ: γιὰ νὰ ἑλκύσει πρὸς τὸ ὕψος τῶν θείων ἀναβάσεων αὐτοὺς ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν μὲ εἰλικρινῆ καρδιά. Αὐτὴ τὴ θεϊκὴ δωρεὰ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς τὴν ἀγνοοῦμε καὶ τὴν περιφρονοῦμε καὶ ὁ Χριστὸς λυπᾶται ποὺ μᾶς βλέπει νὰ ἀρκούμαστε σὲ μία πνευματικὴ μετριότητα, χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ ἀνεβοῦμε καὶ νὰ πλησιάσουμε, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατό, στὴν «ἐπίγνωσιν τῆς ἀπροσίτου δόξης» τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς θέλει ἀφάνταστα πολὺ νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» ποὺ ὑποσχέθηκε, ἀρκεῖ μόνο νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὰ διψασμένα χείλη τοῦ καθενός μας σὰν προσευχητική κραυγὴ τὴν αἴτηση τῆς Σαμαρείτιδος: «Κύριε, δὸς μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ!» Ἔτσι μόνο θὰ ξεδιψάσουμε καὶ ἐμεῖς καὶ μαζὶ μὲ ἐμᾶς πολυάριθμοι ἄλλοι ἀπὸ τὴν δική μας πνευματικὴ «πηγὴν ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου