ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 31 ΜΑΪΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ἰωάν. ιζ' 1-13)
31 Μαΐου 2020
Βρισκόμαστε ἕνα βῆμα πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καὶ ἀκοῦμε τὴν τελευταία διδασκαλία Του ἐπὶ τῆς γῆς, καθὼς καὶ τὴ μεγαλειώδη ἀρχιερατική Του προσευχή, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ Πατέρα Του. Καὶ εἶναι ἡ προσευχὴ Του αὐτὴ γεμάτη ἀπὸ γλυκύτητα, πραότητα, μεγαλεῖο, ἀγάπη, ἄπειρη ἀγάπη γιά τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του, εἶναι λόγια προσευχῆς γιὰ τοὺς μαθητές Του, τὴν Ἐκκλησία Του καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Ζητᾶ νὰ χορηγήσει ὁ Θεὸς Πατέρας σ’ αὐτοὺς δόξα, ἁγιασμό, χαρά, ἀγάπη καὶ ἑνότητα. Σ’ αὐτὴν τὴν τελευταία χάρη, τὴν ἑνότητα, ἀξίζει νὰ ἐπικεντρωθοῦμε, μιά καὶ οἱ σήμερα ἑορταζόμενοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀγωνίστηκαν γι’ αὐτήν.
Ὁ Χριστός μας στὸν ἑνδέκατο στίχο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς λέγει τὰ ἑξῆς: «Πάτερ Ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί Σου, οὕς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς». Ἡ σύντομη ἑρμηνεία τοῦ χωρίου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Πατέρα μου Ἅγιε, φύλαξέ τους (τοὺς μαθητές μου) μὲ τὴν πατρικὴ προστασία καὶ δύναμή σου, τὴν ὁποία ἔδωσες καὶ σὲ ἐμένα, ὥστε νὰ παραμείνουν ἑνωμένοι μὲ ἐμένα καὶ μεταξύ τους καὶ νὰ εἶναι μέσω τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὁμοφροσύνης, ἕνα ἠθικὸ σῶμα, ὅπως εἴμαστε καὶ ἐμεῖς ἕνα, ποὺ ἔχουμε τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση». Πόσο μεγάλη τιμὴ γιὰ ἐμᾶς νὰ ζητᾶ ὁ Χριστὸς κάτι ποὺ ἁρμόζει στὴν Ἁγία Τριάδα, δηλαδὴ τὴν ἑνότητα! Στὴν Ἁγία Τριάδα βέβαια ἡ ἑνότητα εἶναι ἕνα φυσικὸ ἰδίωμα, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι χάρις Θεοῦ. Αὐτὸ, λοιπὸν, τὸ «ἵνα ἕν ὦσιν» εἶναι μία θεμελιώδης μέριμνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιζητεῖ τὴν ἑνότητα τῶν πιστῶν μέσω τῆς ἀγάπης, διότι ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦμε ἕνα Σῶμα, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕν σῶμα καὶ ἕν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μία ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν» ἔχοντας «ἕνα Κύριον, μίαν πίστιν, ἕν βάπτισμα, ἕνα πατέρα».
Γιὰ νὰ ὑπάρξει ἑνότητα, ὁμοψυχία, ὁμοτροπία, τρεῖς εἶναι οἱ βασικὲς προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη, τὸ ἔλεος, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ κατανόηση, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συμπόνια, ἡ συμπαράσταση, ἡ συνδρομή. Βλέπουμε πόσες συνώνυμες λέξεις ὑπάρχουν γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους!» Ἡ ἀγάπη εἶναι ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως ὁ πιστὸς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ πλησιάσει τὸν Θεό, αἰσθάνεται μέσα του νὰ αὐξάνει ἡ ἀγάπη, ὄχι μόνο γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του καὶ γιὰ ὅλη τὴν κτίση. Ὅπως ὁ ἥλιος μεταδίδει θερμότητα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ ὅσο περισσότερο τὸν προσεγγίζεις, τόσο περισσότερο θερμαίνεσαι, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ αὐτὸς ποὺ προσεγγίζει τὸν Θεὸ πλημμυρίζει ἀπὸ μία ἀπέραντη καὶ ἀνέκφραστη ἀγάπη γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο αὐξάνει ἡ ἀγάπη, τόσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀποκτᾶ τὸ πνεῦμα τῆς ἑνότητας ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅπου δὲ ἐπισκοπεῖ τὸ Φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητας, ἀποδιώκεται κάθε διαίρεση, διχόνοια, μίσος καὶ κακία.
Ἡ δεύτερη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἑνότητα, ἄρρηκτα συνδεδεμένη πρὸς τὴν πρώτη, εἶναι ἡ θεομίμητη ταπείνωση. Ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος, ποὺ προχωρεῖ στὸν ἀγώνα τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς αὐτομεμψίας, ποὺ κατεβαίνει στὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο τῆς ὕπαρξής του καὶ φωτίζει τὶς ἀπόκρυφες καὶ σκοτεινὲς πτυχὲς τοῦ ἑαυτοῦ του, διαπιστώνει ὅτι εἶναι τόσο ἐλεεινὸς καὶ τρισάθλιος, ὥστε δὲν τολμᾶ νὰ σηκώσει ὑπερήφανο μάτι στὸν ἀδελφό του συνάνθρωπο, οὔτε νὰ τὸν κατακρίνει γιὰ ὁποιοδήποτε παράπτωμά του μὲ διδασκαλικὸ ὕφος. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος θέτοντας τὸν ἑαυτὸ του «ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως» προσεγγίζει τὸν συνάνθρωπό του συγκαταβατικά, μὲ πραότητα καὶ κατανόηση, μὲ πνεῦμα προσφορᾶς καὶ θυσίας, μιμούμενος τὸν ταπεινὸ Ἰησοῦ. Ἑπομένως ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐνισχύει τὸ σύνδεσμο τῆς ἀγάπης καὶ ἀποδιώκει τὴν ἐγωιστικὴ ἀποξένωση καὶ διχοστασία. Ταπείνωση καὶ ἀγάπη εἶναι τὰ δύο ἰσχυρότατα θεμέλια ποὺ στερεώνουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ.
Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μία τρίτη προϋπόθεση τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστης, μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μόνης ὁδοῦ σωτηρίας ἐν τῷ κόσμω. Γιὰ νὰ ὑπάρχει ἑνότητα, πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὴ μία καὶ ἀδιαίρετη ὁδὸ πίστεως, νὰ ὁμοφρονοῦν, ὅσον ἀφορᾶ τὴν παραδεδομένη διδασκαλία ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Του καὶ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ τὸ τονίσουμε πολὺ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ χωρὶς ὀρθὴ πίστη στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Εἶναι γεγονὸς θλιβερὸ ὅτι ὁ ἕνας καὶ ἄρραφος χιτώνας τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία Του δηλαδή, διερράγη πολλὲς φορὲς μὲ τὶς πολυποίκιλες αἱρέσεις ποὺ ἐμφανίσθηκαν ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες. Πολυάριθμοι αἱρετικοὶ ἀκολουθώντας τὸν ὑπερήφανο λογισμό τους καὶ ὑποκινούμενοι ἀπὸ τὸ κοσμικό, σατανικὸ φρόνημα διετύπωσαν αἱρετικὰ δόγματα ποὺ ἀπείλησαν νὰ καταστρέψουν μὲ βιαιότητα τὴν ἑνιαία ἀρχικὰ χριστιανικὴ πίστη. Ἕνας τέτοιος αἱρετικὸς μὲ πολυάριθμους ὑποστηρικτὲς καὶ μεγάλη διάδοση ὑπῆρξε ὁ Ἄρειος, ὁ ὁποῖος ἐδίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν τὸ ὕψιστο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα Υἱὸς καὶ Λόγος Του, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος ὁμοιούσιος πρὸς τὸν Πατέρα. Βλέπουμε μία ὁλόκληρη, ἰσχυρότατη αἵρεση νὰ στηρίζεται στὴν προσθήκη ἑνὸς ἰῶτα στὸν ὀρθὸ χαρακτηρισμὸ «ὁμοούσιος» γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὴ ἡ αἵρεση, ἂν ἐπικρατοῦσε, θὰ ἀναιροῦσε πλήρως τὴν δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μέσω τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ὁ σημαντικότερος, καὶ ὄχι Θεάνθρωπος, δὲν σώζεται κανείς.
Ἄπειρη εὐγνωμοσύνη καὶ τιμὴ ἀπονέμει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνεκλήθη στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 325 ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Αὐτοκράτορος τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιατί μὲ τὸ νὰ καταπολεμήσουν τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση, θεμελίωσαν τὴν ὀρθὴ διδασκαλία περὶ Χριστοῦ, ὅπως ἐκφράζεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ γνωστό μας «Πιστεύω». Αὐτοὶ οἱ Πατέρες ὄντως ὑπῆρξαν «ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος», «τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου», ποὺ ἐνίσχυσαν τὴν ἑνότητα τῶν πιστῶν καὶ ἀπεδίωξαν τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀποτέμνοντας μὲ τὴ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος τὸ καρκίνωμα τῆς αἵρεσης.
Στὴν ἐποχὴ μας ὅλοι ὑμνοῦν τὴν ἑνότητα, ἰδιαίτερα στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, καὶ ἐπιδιώκουν νὰ παύσουν οἱ διχοστασίες καὶ τὰ σχίσματα. Στὴν ἐπιδίωξη τους, ὅμως, γιὰ ἑνότητα οἱ ἄνθρωποι κάνουν ἕνα βαρύτατο λάθος: ὑπερτονίζουν τὴν ἀγάπη ὡς ἑνοποιητικὸ παράγοντα καὶ ὑποβαθμίζουν τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀλήθεια, τὴν ὀρθότητα τῆς πίστης. Ἔτσι ἔχει γεννηθεῖ τὸ παγκόσμιο κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸ ὁποῖο θέλει ὅλους τους Χριστιανοὺς ἑνωμένους ἐν ἀγάπῃ μόνο καὶ ὄχι ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐν ἀληθείᾳ. Ἡ Ὀρθόδοξή μας Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ὁ φορέας τοῦ ἀρχέγονου ἀποστολικοῦ Χριστιανισμοῦ, θεωρεῖται ἰσότιμη πρὸς τὶς ἄλλες λεγόμενες χριστιανικὲς ὁμολογίες, τὸν Καθολικισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, χωρὶς νὰ ὑπολογίζεται ὁ αἱρετικὸς χαρακτήρας τῶν ὡς ἄνω ὁμολογιῶν. Ἀκόμη χειρότερα δὲ προωθεῖται ἡ πανανθρώπινη ἑνότητα μέσω τῆς ἕνωσης ὅλων τῶν θρησκειῶν, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Πανθρησκεία, στὴν ὁποία κυρίαρχη ἰδεολογία εἶναι ἡ κοσμικὴ ἀγάπη, ἡ κατανόηση καὶ ἡ ἀλληλεγγύη τῶν λαῶν. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἀπὸ μία τέτοιου εἴδους ἑνότητα ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ καὶ παρὰ τὴν προώθηση αὐτῆς τῆς ἰδεολογίας τοῦ ἀγαπισμοῦ, τῆς ἀγάπης χωρὶς Χριστό, ὁ κόσμος πλημμυρίζει ἀπὸ μίσος, κακία, ἐχθρότητα, διαιρέσεις, διεκδικήσεις σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, τόσο πολύ, ποὺ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ὁμοιάζει μὲ ἕνα ἡφαίστειο ἕτοιμο νὰ ἐκραγεῖ, εἶναι στὰ πρόθυρα ἑνὸς ἀγώνα ἀλληλοεξόντωσης μέχρις ἐσχάτων.
Ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τοῦ σήμερα, ἂς ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν μεταξὺ μας ἑνότητα καλλιεργώντας καὶ τὶς τρεῖς προϋποθέσεις της: τὴν ἀγάπη, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Κι ἔτσι ἑνωμένοι σὲ ἕνα Σῶμα, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, θὰ φθάσουμε στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀπροσίτου Δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου