Τὸ διάγγελμα
Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. (Μάρκ. η΄34-θ΄1)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι».
Ἀπὸ βήματα κυβερνητικὰ καὶ καθέδρας ἐπισήμους καὶ ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς ἀκούομεν ἄρχοντας καὶ κυβερνήτας κρατῶν νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς λαοὺς νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν. Ὑπόσχονται τὴν εὐδαιμονίαν. Ζωγραφίζουν μὲ ἑλκυστικὰ χρώματα τὴν εὐτυχίαν τοῦ μέλλοντος.
Παρουσιάζουν ἐπιμελῶς τὴν εὐχάριστον μόνον πλευράν. Ἀποσιωποῦν συνήθως τὰς δυσκολίας καὶ τὰ δυσάρεστα.
Ὅλως ἀντιθέτως ἀκούομεν σήμερον νὰ ὁμιλῇ ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Χωρὶς περιστροφὲς, μὲ γλῶσσαν ἀπολύτου εἰλικρινείας, μὲ κῦρος βασιλικὸν διατυπώνει τοὺς ὅρους τοῦ διαγγέλματός Του. Ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι ὀπαδοί Του γνήσιοι, πρέπει νὰ τηρήσουν ἀπαρειτήτως τὰς προϋποθέσεις αὐτὰς ποὺ θέτει.
Θέλομεν, λοιπόν, καὶ ἡμεῖς νὰ ἀνήκωμεν εἰς τὴν παράταξίν Του καὶ νὰ βαδίζωμεν ὑπὸ τὴν σημαίαν Του; Ἄς προσέξωμεν τοὺς ὅρους καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ Κυρίου.
Α΄. «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».
Ἰδοὺ ὁ πρῶτος ὅρος. Ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Περίεργον, ἴσως, θὰ φανῆ εἰς μερικούς. Τί λοιπόν; Νὰ παύσωμε νὰ ζῶμεν; Νὰ καταδικάσωμεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς μαρασμὸν καὶ εἰς νέκρωσιν; Αὐτὸ ζητεῖ ὁ Κύριος; Ὄχι βέβαια. Τότε, ποιός εἶναι ὁ ἑαυτός μας, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀπαρνηθῶμεν; Εἶναι ὁ διεστραμμένος ἑαυτός μας.
Ὁ ἁμαρτωλός. Δυστυχῶς ἡ ἁμαρτία ἔχει ζυμωθῇ μὲ τὴν ψυχὴ μας, ὥστε εἰς τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας νὰ φωλιάζη διαρκῶς ἕνα ἄλλο «ἐγώ», ἤ ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος». Αὐτὸς μᾶς ὠθεῖ πρὸς τὸ κακόν. «Ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, ἔχθραι, ἔρεις, θυμοὶ ἐριθεῖα, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις», κατὰ τὴν παραστατικὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἀπ. Παύλου (Γαλ. ε΄, 19-21), εἶναι ἐκδηλώσεις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ μεγαλύτερος ἑπομένως ἐχρθὸς εἶναι μέσα μας.
Καὶ κανεὶς δὲν θὰ κατορθώσῃ νὰ τελειοποιηθῇ, ἄν προηγουμένως δὲν ἀπαλλαγῇ, ἀπὸ τὰς ἐπιδράσεις τοῦ παλαιοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι, λοιπόν, ἀνάγκη νὰ καυτηριάσωμεν, ὡς ἄλλοι Ἠρακλεῖς, τὰς κεφαλᾶς τῆς Λερναίας Ὕδρας, τῆς πολυκεφάλου ἁμαρτίας μὲ τὸ δαυλὸν τῆς θείας χάριτος, μὲ τὰ ὅπλα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ζητεῖ πλήρη ἐσωτερικὴν ἀνακαίνισιν καὶ ἀναγέννησιν. Ψυχικὸ ξεκαινούργιωμα. Δὲν ἀνέχεται συμβιβασμούς. Εἰς τὴν παράταξίν Του δὲν ἔχουν θέσιν οἱ πονηροί, οἱ ὑλόφρονες, οἱ ἀνειλικρινεῖς, οἱ καιροσκόποι, οἱ δίψυχοι, οἱ ἄνθρωποι τῶν ὑποχωρήσεων καὶ τῶν ἐνόχων ἐλιγμῶν. Θέλει ἀκεραίους ὀπαδοὺς καὶ τιμίους ἀγωνιστάς.
Βέβαια δὲν εἶναι εὔκολος αὐτὸς ὁ ἀγών. Τὸ «ἐγώ» μας ἀντιδρᾷ καὶ μάχεται κατὰ τῆς ἀληθείας. Ἡ νέκρωσις ἀπαιτεῖ σκληρὰν καὶ ἰσόβιον πάλην. Ὅλοι τὸ γνωρίζομεν ἀπὸ τὴν προσωπικὴν μας πεῖραν. Θέλομεν τὸ καλόν. Τὸ ἀναγνωρίζομεν. Ἀλλ’ ὅταν πᾶμα νὰ τὸ πραγματοποιήσωμεν, κάποια δύναμις ἀπὸ μέσα μᾶς ἐμποδίζει. Καί, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «οὐ γὰρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19).
Καὶ αἰχμαλωτιζόμεθα ἔτσι εἰς τὸ κακόν. Καὶ γινόμεθα κάποτε ἀληθινοὶ εἴλωτες. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ἀπόστολος, ὅταν ἀναφωνοῦσε τὸ πένθιμον ἐκεῖνο: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄24).
Ἀληθινὸν ὄρνεον ὁ κακὸς ἑαυτός μας, ποὺ κατατρώγει σιγὰ-σιγὰ τὰ σπλάχνα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, σὰν ἄλλος Προμηθεὺς δεσμώτης, καθηλώνεται εἰς τὸν βράχον τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς. Ποιὸς λοιπὸν θὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὸ μαρτύριον αὐτό;
Ἀλλὰ ὅ,τι φαίνεται ἀνθρωπίνως ἀκατόρθωτον, κάτω ἀπὸ τὴν ἀναπλαστικὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ γίνεται δυνατόν. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ΄13), ἀναφωνεῖ πανηγυρικὰ ὁ Ἀπ. Παῦλος. Πάντα! Ἔτσι, ἀτελείωτη παράταξις ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἠγωνίσθησαν καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Λυτρωτοῦ, ἐνίκησαν καὶ ἐνέκρωσαν τὸν ἁμαρτωλὸν ἑαυτόν των, ἐγκαταστήσαντες εἰς τὴν ψυχήν των τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. γ΄20).
Ἡμεῖς, ἀδελφέ, ἀπηρνήθημεν τὸν ἁμαρτωλὸν ἑαυτόν μας; Ἐὰν ὄχι ἀκόμη, μὴ ἀναβάλλωμεν! Εἶναι ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ στηθοῦν καινούργιοι κόσμοι μέσα μας. Καθαροί. Φωτεινοί. Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος ὅρος. Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ. «Κύριε τί ἔτι ὑστερῶ;».
Β΄. «Καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ».
Σκληρὸς, θὰ εἴπουν μερικοί, ὁ λόγος. Μᾶς ἑτοιμάζει, λοιπὸν ὁ Κύριος Γολγοθᾶν, σταυρὸν, λόγχη καὶ θάνατον! Βεβαίως ὄχι. Μιὰ φορὰ ἐστήθη ὁ Σταυρὸς στὸν Γολογθᾶ. Ἀπὸ τότε ἐκερδήθη ἡ νίκη. Δὲν χρειάζεται ἄλλος τέτοιος σταυρός.
Ἐδῶ, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ σταυροῦ ποὺ καλεῖται νὰ σηκώση ὁ ὁπαδὸς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι αἱ πικρίαι τῆς ζωῆς. Ὅλος μας ὁ βίος εἶναι ἕνας δρόμος γεμᾶτος ἀπὸ σταυρούς. Σταυροὺς μικρούς, μεγάλους, ξυλίνους, μαρμαρίνους. Φτώχεια καὶ στέρησις καὶ ταλαιπωρία ἀτομικὴ καὶ οἰκογενειακή. Εἰρωνεῖαι καὶ πικρὰ σχόλια καὶ ἀντιδράσεις διὰ τὴν χριστιανικὴν ζωήν, ποὺ ἀκολοθοῦμεν.
Ἐγκατάλειψις καὶ περιφρόνησις καὶ διωγμὸς ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ στενοῦ περιβάλλοντός μας. Ἀσθένειαι ὀδυνηραὶ καὶ ἀνίατοι, ποὺ κατατρώγουν τὸ σῶμα μας. Θάνατοι προσώπων προσφιλῶν, ποὺ ἐστηρίξαμεν ἐλπίδας καὶ προσδοκίας, ἀπρόβλεπτοι δοκιμασίαι εἰς τὸ ἔργον μας, τὴν ἐργασίαν μας, ποὺ κλονίζουν τὸ θάρρος μας.
Ἀδικίαι καὶ κατατρεγμοὶ καὶ παραγνωρίσεις ποὺ τραυματίζουν καὶ ψαλιδίζουν τὰ φτερά μας. Πειρασμοὶ καὶ σκάνδαλα, ποὺ ὑψώνουν κύματα συγκλονιστικὰ μέσα μας. Δάκρυα καὶ στεναγμοὶ καὶ κλονισμοί.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι σταυροί, ποὺ καλούμεθα νὰ σηκώσωμεν κάθε ἡμέραν, κάποτε ἰσοβίως, καρτερικά, ὑπομονητικά, χωρὶς παράπονον. Σταυροφόροι καὶ ἡμεῖς, λοιπόν, πιστὰ ἀντίγραφα τοῦ Πρώτου Σταυροφόρου Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου ὁλόκληρος ἡ ζωὴ ὑπῆρξεν ἕνας συνεχὴς σταυρός, ποὺ συνεπληρώθη μὲ τὸ μαρτύριον τοῦ Γολγοθᾶ.
Εἴμεθα ἑπομένως, ἀναγκασμένοι νὰ ἄρωμεν κάποιον σταυρὸν ὀσοδνήποτε βαρὺς καὶ ἄν εἶναι, δὲν θὰ καμφθῶμεν.
Ἅς κοιτάξωμεν τὸν Ἐσταυρωμένον Κύριον. Αἱματωμένος, ὀδυνώμενος, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ὅλους, ὑβριζόμενος, ραπιζόμενος, ὀνειδιζόμενος, μὲ τῆς ἀγνωμοσύνης τὸν ἀκάνθινον στέφανον εἰς τὴν ἁγίαν κεφαλήν Του, μὲ τὰ τρυπημένα Του χέρια, ποὺ στάζουν αἷμα, μᾶς καλεῖ, μᾶς διδάσκει, μᾶς παρηγορεῖ.
Ναί! Ὁ ἰδικὸς μας σταυρός, ἀδελφέ, ὠχριᾲ ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρόν τοῦ Κυρίου μας, ὁσονδήποτε καὶ ἄν μᾶς φαίνεται σκληρὸς καὶ βαρύς. «Οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὅ δύνασθε» (Α΄ Κορ. ι΄13)· δὲν θὰ ἀφήσῃ ὁ Θεὸς νὰ δοκιμασθῆτε περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι ἀντέχετε, ὑπογραμμίζει ὁ μέγας ἀγωνιστὴς Ἀπ. Παῦλος εἰς τοὺς Κορινθίους. Κανένας σταυρὸς δὲν εἶναι βαρύτερος ἀπὸ τὴν δύναμίν μας.
Καὶ εἰς τὴν πορείαν μας πρὸς τὸν ἰδικόν μας Γολγοθᾶν δὲν μᾶς ἀφήνει ὁ Χριστὸς ποτὲ μόνους. Ἔρχεται κοντά μας. Συμβαδίζει καὶ παίρνει Αὐτὸς τὸ μεγαλύτερον μέρον τοῦ σταυροῦ. Καὶ ὅταν βλέπῃ ὅτι λιποψυχοῦμε, μᾶς ἐνθραρρύνει μὲ τὴν ὑπόμνησιν τῆς ἀληθείας, ὅτι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. ζ΄14). Αὐτὸ εἶναι. Ἡ πορεία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι πορεία σταυροφόρου πρὸς τὴν ζωὴν καὶ τὴν νίκην.
Ἀλλὰ εἰς τὴν ζωὴν αὐτὴν καὶ τὴν νίκην δὲν φθάνει κανείς, παρὰ ἄν τηρήσῃ καὶ ἕνα ἄλλον ἀκόμη ὅρον:
Γ΄. «Καὶ ἀκολουθείτω μοι».
Εἶναι ἡ Τρίτη ἀπαίτησις τοῦ Κυρίου. Στέκεται εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ νέου δρόμου, ποὺ ἄνοιξεν ὁ ἴδιος μὲ τὸ Αἷμα Του, τὸ ὁποῖον ἔρρευσεν ἀπὸ τὸν Σταυρὸν τοῦ Γολγοθᾶ. Δὲν εἶναι τώρα πλέον ὁ Ἐσταυρωμένος κατάδικος. Εἶναι ὁ Νικητής, ὁ Ἀρχηγός, ὁ Ὁποῖος ἀναφωνεῖ πρὸς τὸ πλῆθος. «Ἀκολούθει μοι».
Τὸν ἠκολούθησαν μέχρι σήμερα ἡ ἀτελεύτητος παράταξις τῶν ἁγίων καὶ τὸ πυκνότατον νέφος τῶν μαρτύρων. Ἀντέγραψαν εἰς τὴν ζωήν των τὴν ζωήν Του. Νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε καὶ ἡμεῖς. Εἰς τί ὅμως; Εἰς τὴν διδασκαλίαν Του πρῶτον. «Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσετε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρου β΄ 21) . Εἶναι ὁ μοναδικὸς διδάσκαλος τοῦ κόσμου.
Ὁ μοναδικὸς ὁδηγός. Κατὰ καιροὺς ἐνεφανίσθησαν καὶ ἄλλοι, ποὺ ὠνειρεύθησαν νὰ γίνουν ποδηγέται τῆς ἀνθρωπότητος. Πολλοί, ἀπατηθέντες, τοὺς ἠκολούθησαν. Ἀποκαρδίωσις! Ἦσαν τυφλοὶ ὁδηγοὶ τῶν τυφλῶν. «Ἐὰν δὲ τυφλὸς ὁδηγῇ τυφλόν, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο εἰς λάκκον βαθύν», βεβαιώνει ὁ Κύριος (Ματθ. ιε΄, 14). Καλεῖ καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον. Ἀλλὰ τὸν καλεῖ εἰς τὸ Φῶς. Χωρὶς νὰ τὸν ἐξεναγκάζῃ. Χωρὶς νὰ τὸν ἐξαπατᾷ μὲ φαντασίες καὶ ψεύδη. Ἡ διδασκαλία Του εἶναι καθαρά, ὅπως ὁ ἥλιος, ἀναλλοίωτος, ὅπως ἀμετάβλητος εἶναι ὁ Ἴδιος. Καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπει καμμίαν μεταβολὴν καὶ παραφθορὰν τῆς διδασκαλίας Του. Εἶναι αἰωνία καὶ πανανθρωπίνη.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ Τὸν ἀκολουθήσωμεν καὶ εἰς τὴν ζωήν Του. Ἐκεῖνος ἦτο ἅγιος. «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», βεβαιώνει ἡ Ἁγ. Γραφή. Ἦτο ὅλος ἀγάπη. «Διῆλθε τὸν βίον αὐτοῦ εὐεργετῶν». Ἡμεῖς εἴμεθα ἅγιοι; Ἐνδιαφερόμεθα διὰ τοὺς πονεμένους ἀδελφούς μας; Ἐκεῖνος ἐθυσιάσθη διὰ τὸ καθῆκον. Ἡμεῖς εἴμεθα σταθεροὶ σημαιοφόροι τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ δικαίου; Ὁ Κύριος ἀπευθύνει καὶ σήμερα τὴν πρόσκλησίν Του πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. «Ἀκολούθει μοι»! Θὰ θελήσῃ ἆρα γε νὰ τὸν ἀκολουθήση; Ἤ θὰ μείνῃ ἀποστάτις καὶ προδότις;
Ἀγαπητοί!
Κατὰ τὸν πρῶτον παγκόσμιον πόλεμον ἕνα λόχος γερμανικὸς περιεκυκλώθη ἀπὸ ὁλόκληρον ρωσικὴν μεραρχίαν. Ἐκλήθησαν οἱ Γερμανοὶ νὰ παραδοθοῦν. Ἠρνήθησαν ὅμως. Ὠχυρώθησαν εἰς μίαν μεγάλη καλύβην καὶ ἤνοιξαν πῦρ. Οἱ Ρῶσοι ἀπήντησαν μὲ ὁμοβροντίας. Μετ’ ὀλίγον ὅλοι οἱ Γερμανοὶ εἶχαν σκοτωθῆ.
Ὁ Ρῶσος Μέραρχος παρεβίασε τὴν καλύβην. Τὸ θέαμα ἦτο τρομερόν. Ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται ἦσαν νεκροὶ, μέσα εἰς λίμνην αἵματος. Ὁ μόνος, ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀποθάνει, ἦτο ὁ διοικητής, λοχαγὸς Γκρισχάϊμ, τὸν ἐπλησίασε μὲ κατάπληξι ὁ Ρῶσος καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ ἐγνωρίζατε ὅτι εἴμεθα τόσοι πολλοί, διατὶ δὲν παρεδόθητε;».
Ὁ Γερμανὸς ἔκαμεν μίαν προσπάθειαν νὰ ἀνασηκωθῇ ὀλίγον. Μὲ τὸ δεξί του χέρι ἔδειξε πρὸς τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς ἕνα σημάδι. Ἦτο ἕνας μικρὸς σιδηροῦς σταυρός. Καὶ εἶπε σιγανά: «Ὅσοι ἔχουν αὐτὸ τὸ γνώρισμα, δὲν παραδίδονται. Ἀποθνήκουν». Καὶ ἐξεψύχησε.
Ἀδελφέ,
Δὲν παραδίδονται. Οὔτε προδίδουν τὸν ἀγῶνα των οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔχουν εἰς τὴν καρδίαν των τὸν σταυρόν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου