«Ἡ ἔγερσις ἐκ νεκρῶν τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας στὴν Ναΐν»
(Εὐαγγέλιον Κυριακῆς Γ ́Λουκᾶ)
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἔγερση ἐκ νεκρῶν τοῦ υἱοῦ καὶ μοναδικοῦ παιδιοῦ κάποιας χήρας στὴν πόλη τῆς Ναΐν στὴ Γαλλιλαία καὶ ἄξιον λόγου εἶναι νὰ ἀκολουθήσουμε χρονικὰ τὰ γεγονότα που συνέβησαν πρὶν τὴν ἔγερση τοῦ νεανίσκου, ὅπως μᾶς τὰ παρουσιάζει ὁ ἐν λόγῳ Εὐαγγελιστής.
Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς καὶ Σωτὴρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἤδη ἐγένετο γνωστὸς στὴ Γαλλιλαία καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε κόσμος πολύς.
Ἔχοντας ἐπιλέξει καὶ τοὺς δώδεκα Μαθητές Του βρέθηκε σὲ τόπο πεδινὸ, ὅπου εἶχε συγκεντρωθεῖ τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων, στοὺς ὁποίους καὶ μίλησε. Συμπληρώνοντας τὸν λόγο Του ὁ Ἰησοῦς εἰσῆλθε στὴν Καπερναούμ, στὴν ὁποία ἀκόμη καὶ Ρωμαῖος Ἐκατόνταρχος εἶχε ἀκούσει τὴν φήμη Του καὶ ἔστειλε καὶ Τὸν παρεκάλεσε νὰ θεραπεύσει κάποιο ἀσθενοῦντα δοῦλό του, χωρίς να ἐμφανισθεῖ ὁ ἴδιος μπροστά στὸν Κύριο, συναισθανόμενος τὴν ἐλαχιστότητά του καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Θαυμάζοντας ὁ Χριστός μας τὴν πίστη τοῦ Ἐκατοντάρχου θεράπευσε τὸν δοῦλο αὐτοῦ.
Ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του ὁ Κύριος καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ συνέχισε τὴν πορεία Του κατευθυνόμενος στὴν πόλη τῆς Ναΐν. Ἐκεὶ, πλησιάζοντας στὴν πύλη τῆς πόλης...
«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε·» (Λουκ., 7, 11–13). ... βρέθηκε ὁ Κύριος μπροστὰ σὲ ἕνα ἰδιαίτερα δυσάρεστὸ γεγονὸς. Κὰποιος νέος ἄνθρωπος, ἐκει στὸ τέλος τῆς ἐφηβείας, γιὸς καὶ μοναχοπαίδι κάποιας χήρας εἶχε πεθάνει καὶ τὸν συνόδευαν, στὴν τελευταία του κατοικία, στὸ νεκροταφεῖο τῆς Ναΐν, ἡ ἀπαρηγόρητη μάνα καὶ οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῆς πόλης συμπαραστεκόμενοι στὴν ἄτυχη μάνα καὶ χήρα.
Ἡ συνάντηση αὐτὴ, τῶν δύο μεγάλων ὁμάδων ἀνθρώπων, τοὺς ἀναγκάζει νὰ σταματήσουν καὶ στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς συνάντησης βρίσκονται ὁ Χριστὸς μας, ὁ νεκρὸς νἐος καὶ ἡ μητέρα του ὀδυρομένη γιὰ τὸ σπλάχνο της. Σηκώνει τὰ πλημμυρισμένα ἀπὸ δάκρυα μάτια της ἡ μάνα καὶ κοιτάζει Ἐκεῖνον, τὸν Ἰησοῦ. Ἔχει ἀκούσει γι’ Αὐτόν, ἡ φήμη Του εἶχε ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλη τὴν Γαλλιλαία, ἐδῶ εἶχε μάθει γι’ Αὐτὸν ὁ Ρωμαῖος Ἐκατόνταρχος δίπλα στὴν Καπερναούμ. Ἔχει πιστέψει σ’Αὐτὸν, ἀλλὰ τὶ νὰ τοῦ ζητήσει; Τὸ ἀκατόρθωτο; Πῶς νὰ τῆς δώσει πίσω τὸ παιδί της; Ἔτσι συνεχίζει σιωπηλή καὶ μὲ ἄφατο πόνο στὴ καρδιά της καὶ ὅλα τὰ σωθικά της, τὸ ἀσταμάτητο κλάμα της καὶ ποταμοὶ δακρύων πηγάζουν ἀπὸ τὰ μάτια της.
Ὁ Χριστὸς μας ὅμως, Θεὸς καὶ Κύριος, εἶναι φιλάνθρωπος καὶ
φιλεύσπλαγχνος καὶ ἀπευθυνόμενος στὴ μάνα, μὲ κατανόηση τοῦ
πόνου ποὺ ὁ θάνατος προκαλεῖ, πολύ δὲ περισσότερο στὴν
περίπτωση τῆς συγκεκριμένης μάνας, τῆς λέγει: Μὴν κλαῖς! «Μὴ
κλαῖε».
«καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ
εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ
ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.» (Λουκ., 7, 14–15).
Προσέρχεται στὴ σορὸ τοῦ νέου, ὁ Κύριος καὶ ἀπαλά μὲ τὸ χέρι
Του τὴν ἀκουμπᾶ καὶ ὅσοι βάσταζαν τὸ νεκροκρέβατο στέκονται
ἀκίνητοι. Κανεὶς δὲ τολμᾶ νὰ τοῦ πεῖ: «Τι κάνεις;». Μῆτε ἡ μάνα τοῦ
νεκροῦ μοναχογιοῦ της, ποὺ σὰν ριπὴ ἀνέμου περνᾶ ἀπὸ τὸ μυαλό
της η σκέψη τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ φωλιάζουν στὴ καρδιά της
ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ πίστη.
Ὁ Ἰησοῦς κοιτᾶ τὸ ἄψυχο, χωρὶς μιλιά, ματιὰ κι ἀνάσα,
πρόσωπο τοῦ νεαροῦ καὶ λέει: «Νεαρὲ, σὲ σένα λέω, ἐγέρθητι»! Καὶ
χωρὶς στιγμὴ νὰ περάσει ὁ θάνατος νικιέται καὶ ἐγείρεται ὁ νεκρὸς
καὶ κάθεται ἐπάνω στὸ νεκροκρέβατο καὶ ἀρχίζει νὰ μιλᾶ, νὰ
ἀνασαίνει καὶ νὰ κοιτᾶ τριγύρω του καὶ ὁ Κύριος τὸν παραδίδει στὴν
ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του ζωντανὸ καὶ ὑγιῆ.
«ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι
Προφήτης μέγας ἠγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι Ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν
λαὸν αὐτοῦ. καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ
καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.» (Λουκ., 7, 16–17).
Ὁ ὄχλος σώπασε μπροστὰ στὴ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, μὲ
ἀπέραντο κι ἀνείπωτο θαυμασμὸ καὶ σεβασμὸ, στὸ γεγονὸς τῆς
ἔγερσης εκ νεκρῶν καὶ χωρὶς χρονοτριβὴ δόξαζαν ἐκ μέσης καρδίας
τὸν Θεὸ λέγοντας ὅλοι ὅτι Προφήτης Μέγας γεννήθηκε καὶ ζεῖ
ἀνάμεσά μας, μεγαλύτερος κι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἠλία καὶ τὸν
Μωυσῆ κι ὅτι ὁ Θεὸς, πλέον, ἔχει ἐπισκεφθεῖ τὸν λαό Του, τὸν κόσμο
Του∙ καὶ ἡ ἔγερσις ἐκ νεκρῶν, ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, γοργὰ γοργὰ
διαδίδεται ὄχι μόνο στὴν Γαλλιλαία ἀλλὰ καὶ στὴν Ἰουδαία καὶ σὲ
ὅλα τὰ περίχωρα.
Μνημονεύει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ σήμερα τὴν ἔγερση ἐκ νεκρῶν
τοῦ υἱοῦ κάποιας χήρας στὴ Ναΐν γιὰ νὰ γρηγοροῦμε, γνωρίζοντας
καλὰ πὼς ὁ Χριστὸς μας εἶναι φιλάνθρωπος καὶ φιλευσπλαχνος,
εἶναι Κύριος τῆς Ζωῆς, εἶναι νικητὴς τοῦ θανάτου, καθὼς Χριστὸς
Ἀνέστη καὶ μᾶς συνανασταίνει μαζί Του.
π. Ἐφραὶμ Ντέτσικας
Ἐφημέριος ἐνορίας Περιβλέπτου
πόλεως Ἰωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου