ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Κυριακή 3 Ἰανουαρίου 2016 (Πρό τῶν Φώτων)

«Φω­νὴ βο­ῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ, ἑ­τοι­μά­σα­τε τὴν ὁ­δὸν Κυ­ρίου, εὐ­θεί­ας ποι­εῖ­τε τὰς τρίβους αὐ­τοῦ» (Μαρκ. α’ 3).
Αὐ­τό ἦ­ταν τό συγ­κλο­νι­στι­κό ἄγ­γελ­μα τοῦ προ­φή­του Ἡ­σα­ΐ­α 800 χρό­νια π.Χ. Καί ἀ­πε­κά­λυ­πτε ὅ­τι ὁ Πρό­δρο­μος τοῦ Μεσσία θά κραυ­γά­ζει μέ­σα στήν ἔ­ρη­μο λέγοντας: «Ἑτοιμά­σα­τε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Ἑ­τοι­μάστε τό δρό­μο, γιά νά ἔλ­θει ὁ Μεσσίας, κάν­τε ἴ­σια τά μο­νο­πά­τια, γιά νά πε­ρά­σει. Καί ἡ με­γά­λη ὥ­ρα ἦρ­θε. Ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός κα­τέ­βη­κε στή γῆ μας· μιά γῆ πού και­γό­ταν ἀ­πό τή λά­βα τοῦ κα­κοῦ. Πού κα­τά­ξε­ρη λα­χτα­ροῦ­σε τό ζω­ο­γό­νο νε­ρό τῆς ζω­ῆς. Ἀλ­λά, ὅ­πως τίς βρο­χές τοῦ φθι­νο­πώ­ρου τίς προ­μη­νύ­ουν οἱ ἀ­στρα­πές πού σχί­ζουν τόν ἀ­έ­ρα καί οἱ βρον­τές πού συγ­κλο­νί­ζουν τήν κτί­ση, ἔ­τσι καί τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Λυ­τρω­τῆ θά τόν προ­μη­νοῦ­σε ἕ­νας μο­να­δι­κός ἄν­θρω­πος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν προ­ο­ρι­σμέ­νος μέ­σα στό προ­αι­ώ­νιο σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ νά ἐ­πι­τε­λέ­σει ἕ­να ἔρ­γο μο­να­δι­κό, νά γί­νει ὁ Πρό­δρο­μος τοῦ Κυρίου μας. «Φω­νὴ βο­ῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ, ἑ­τοι­μά­σα­τε τὴν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θεί­ας ποι­εῖ­τε τὰς τρί­βους αὐ­τοῦ».



            Πῶς, λοι­πόν, ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἑ­τοί­μα­σε τήν ὁ­δό τοῦ Κυ­ρί­ου; Πρῶ­τα μέ τήν ἁ­γί­α ζω­ή του. Διότι ὁ Ἰωάννης ἦταν πλημ­­­μυ­ρι­σμέ­νος μέ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα «ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός», ὅπως τό εἶ­χε προ­α­ναγ­γείλει ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ. Ὁ νοῦς του καί ἡ καρδιά του ἦ­ταν στρα­μμέ­να στό Θε­ό. Νω­ρίς ἄ­φη­σε τόν κό­σμο καί ἀ­πο­σύρ­θη­κε στήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­κεῖ ζοῦ­σε μό­νος μέ τό Θε­ό· χω­ρίς ἀ­νέ­σεις, χω­ρίς στέ­γη, φο­ρών­τας ἕ­να σκλη­ρό ἔν­δυ­μα ἀ­πό τρί­χες κα­μή­λας καί τρώ­γον­τας ἀ­κρί­δες καί μέ­λι ἄ­γριο. Σάν ἄγ­γε­λος ζοῦ­σε. Ἡ καρ­διά του φλε­γό­ταν ἀ­πό ἀ­γά­πη γιά τό Θεό. Ἡ προ­σευ­χή του ἀ­νέ­βαι­νε σάν λά­βα στό θρό­νο του. Κι ὅ­πως λέ­ει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, «ὁ Ἰ­ω­άν­νης ζοῦ­σε μό­νο γιά τό Θε­ό, τό Θε­ό ἔ­βλε­πε, τό Θε­ό εἶ­χε μό­νη ἀ­πό­λαυ­ση καί χα­ρά του».

            Καί ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα πού ἡ μυ­στι­κή φω­νή τοῦ Θε­οῦ τόν κά­λε­σε ν’ ἀ­φή­σει τήν ἔ­ρη­μο, νά ἐξέλθει στόν Ἰ­ορ­δά­νη. Κι αὐ­τός στά­θη­κε σέ μιά ἄ­κρη τῆς γῆς, κι ἔ­γι­νε τό κέν­τρο τῆς γῆς. Ὅ­πως λέ­ει καί πά­λι ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, «ἔ­πρε­πε νά εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη ἡ ἀ­ρε­τή τοῦ ἀν­θρώ­που πού θά ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ κα­κί­α τῶν ἀν­θρώ­πων καί ὅ­σο ἀ­σύλ­λη­πτη ἡ συγ­κα­τά­βα­ση καί ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο θά προ­σέλ­κυ­ε ὅ­σους θά τόν ἔ­βλε­παν, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε». Ἀ­μέ­τρη­τοι ἄν­θρω­ποι ἀ­φή­νουν τά σπί­τια τους καί τίς δου­λει­ές τους καί τρέ­χουν στήν ἔ­ρη­μο. Για­τί τρέ­χουν; Τί πᾶ­νε νά δοῦν; Δέν ἔ­κα­νε θαύ­μα­τα ὁ Πρό­δρο­μος! Δέν ἀ­νά­σται­νε νε­κρούς! Δέν θε­ρά­πευ­ε πα­ρα­λύ­τους! Ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­τρε­χαν δια­ρκῶς κον­τά του. Ἤ­θε­λαν νά δοῦν ἕνα πρό­σω­­πο πού ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σε τό φῶς τοῦ Θε­οῦ· νά ἀ­κού­σουν τή βρον­τε­ρή προ­φη­τι­κή του φω­νή. Καί τί ἔ­βλε­παν; Ἕ­ναν ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νο ἀ­σκη­τή, ἕναν φλο­γε­ρό κήρυκα, ἕναν οὐράνιο ἄνθρωπο.

 Κι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἄ­νοι­γε δρό­μο στίς ψυ­χές τους ὄχι μόνο μέ τήν ἁγία ζωή του, ἀλλά καί μέ τό κή­ρυγ­μα τῆς με­τα­νοί­ας πού ἔ­κα­νε. Με­τα­νο­εῖ­τε, κραύ­γα­ζε, ἀλ­λάξ­τε σκέ­ψη καί ζω­­ή. «Ἤγ­γι­κε γάρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν». Μέ­σα στό πυ­κνό σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν τό ἀ­στέ­ρι τῆς αὐ­γῆς πού προ­μη­νοῦ­σε τήν Ἀ­να­το­λή, τόν Ἥ­λιο τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Ἔρ­χε­ται! φώ­να­ζε. Ἀ­νοῖξ­τε δρό­μο στίς καρ­­δι­ές σας, γιά νά πε­ρά­σει ὁ Κύ­ριος. Ἔρ­χε­ται Ἐ­κεῖ­νος πού θά σώ­σει τόν κό­σμο ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. Ἀ­φῆ­στε τίς ἀ­δι­κί­ες καί τίς πλε­ο­νε­ξί­ες. Κα­θα­ρί­στε τίς ψυ­χές σας ἀ­πό κά­θε κα­κί­α. Ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ­τε τίς ἁ­μαρ­τί­ες σας καί βα­πτι­σθεῖ­τε, κά­νοντας ἔργα πού νά δεί­χνουν τή με­τά­νοι­ά σας. «Πᾶν δέν­δρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλ­λεται». Κά­θε δέν­δρο πού δέν ἔ­χει καρ­πό, θά κο­πεῖ καί θά κα­εῖ.

          Καί ἀ­ξι­ώ­θη­κε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὄ­χι μό­νο νά βαπ­τί­σει τόν Κύ­ριο, ἀλ­λά καί νά τόν δείξει στούς μαθητές του: «Ἴδε ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου». Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Μεσσίας. Ὁ δρόμος πλέον εἶχε ἀνοίξει. Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, δέν εἶχε ἀκόμη ὁλοκληρώσει τήν προ­δρο­μι­κή ἀ­πο­στο­­λή. Ἔτσι, ἀφοῦ φυλακίσθηκε καί πα­­ρέ­δωσε τήν τίμια του κε­φα­λή, ἔφυγε γιά τόν Ἅ­δη, γιά ν’ ἀνοίξει κι ἐκεῖ τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, συνεχίζοντας τό κή­ρυγ­μα τῆς με­τα­νοί­ας στίς ψυ­χές πού περίμεναν μέ ἀδημονία τή λύτρωση.

         «Φω­νὴ βο­ῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ, ἑ­τοι­μά­σα­τε τὴν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θεί­ας ποι­εῖ­τε τὰς τρί­βους αὐ­τοῦ».

          Πῶς θά ἑ­τοι­μά­σου­με τήν ὁ­δό τοῦ Κυ­ρί­ου στήν ψυ­χή μας; Ὁ  δρό­μος τῆς ψυχῆς μας εἶναι δύσβατος, γεμάτος χα­ρά­δρες καί γκρεμούς, ἐξογ­κώ­ματα καί ἐμπόδια. Τί, λοι­πόν, πρέπει νά κάνουμε;

          «Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βου­νὸς ταπεινωθήσεται» μᾶς παραγγέλλει ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Κάθε χα­ρά­δρα νά γεμίσει καί κά­θε βου­νό νά χα­­μη­λώ­­σει, γιά νά γίνει τό ἔδαφος τῆς ψυ­χῆς μας ὁμαλό, νά ἰσι­ώσει· νά καθαρίσει ἀπό πέτρες κι ἀγ­κάθια. Νά πε­τά­ξουμε μα­­κριά τά λι­θάρια τοῦ ἐγωισμοῦ, νά ξεριζώ­σου­με τά ἀγ­κάθια τῶν πα­θῶν. Νά μετανοήσουμε. Νά ἐπι­ση­μά­νου­με τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας καί νά τά μισή­σου­με.Νά ἀγωνι­σθοῦ­με νά τά ἐξαλεί­ψου­με.  Κι ἔπειτα μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ νά γε­μί­σου­με τά πνευ­­­μα­τι­κά χάσματα μέ­σα μας μέ τήν ἀρετή. Ἔτσι ἡ ὁδός τοῦ Κυ­­ρί­ου θά γί­νει βατή, εὐθεία, λε­ω­φό­ρος. Καθώς θά πά­ψουν νά ὑπάρ­χουν ἐμπό­δι­α καί κενά, ἡ ὁδός τῆς ψυ­χῆς μας θά εἶναι ἕ­τοι­­μη νά ὑπο­δε­χθεῖ τόν βα­­σι­λέα τῶν ὅλων, γιά νά κυβερ­νή­σει τή ζωή μας.

          Πῶς, ὅμως, θά γίνουν ὅλα αὐτά; Ἐμεῖς εἴμαστε πα­ρά­λυ­τοι κι ἀνίκανοι νά ἀνοίξουμε τό δρόμο τῆς ψυχῆς μας. Γι’ αὐτό ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά κάνει Ἐκεῖ­νος τή διάνοιξη. Ἐμεῖς νά τοῦ προσφέρουμε τή διάθεσή μας καί τόν ἀγώνα μας. Καί νά τόν ἱκετεύσουμε αὐτός νά ἐνερ­γή­σει μέσα μας. Αὐτός νά μᾶς χα­ρί­σει μετάνοια. Νά γκρε­μί­σει τούς ἐγω­ι­σμούς μας καί νά μᾶς γεμίσει μέ τή χάρη του. Κι ἀφοῦ σκηνώσει μέ­σα μας νά με­τα­μορ­φώ­σει τή ζω­ή μας. Κι ἐμεῖς νά αἰσθανόμαστε τόν βη­μα­τι­σμό καί τήν παρουσία τοῦ Χρι­στοῦ στήν ψυχή μας.

          «Φω­νὴ βο­ῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ, ἑ­τοι­μά­σα­τε τὴν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θεί­ας ποι­εῖ­τε τὰς τρί­βους αὐ­τοῦ».

            Ἀ­δελ­φοί, ξεκινώντας τή νέα χρονιά ἄς ἀκολουθήσουμε τό δρόμο πού μᾶς ἄνοιξε ὁ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου. Ἄς μιμούμαστε τήν ἀρετή του καί ἄς νεκρώνουμε τά πάθη μας. Ἄς ἀντηχεῖ διαρκῶς μέσα μας ἡ φωνή του. «Ἑ­τοι­μά­σα­τε τὴν ὁ­δὸν  Κυ­ρί­ου, εὐ­θεί­ας ποι­εῖ­τε τὰς τρί­βους αὐ­τοῦ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου