ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λκ. 18, 35-43)

Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι φω­τί­ζει νο­η­τῶς τὶς καρ­διὲς τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πει­δὴ τοὺς χα­ρί­ζει καὶ τὸ αἰ­σθη­τὸ φῶς τῶν ὀ­φθαλ­μῶν. Τοῦ­το φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή: «Ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς Ἱ­ε­ρι­χὼ τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κού­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το τί εἴ­η ταῦ­τα». Ὁ Κύ­ρι­ος δι­ερ­χό­με­νος ἀ­πὸ τὶς δι­ά­φο­ρες πό­λεις τῆς Ἰ­ου­δαί­ας, ὅ­που θε­ρά­πευ­ε τοὺς ἀ­σθε­νεῖς καὶ κή­ρυτ­τε τὴ με­τά­νοι­α στοὺς ἀν­θρώ­πους, πλη­σί­α­σε καὶ στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ. Κά­ποιος τυ­φλὸς ποὺ εἶ­χε κα­θί­σει στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου καὶ ζη­τι­ά­νευ­ε, ἄ­κου­σε τὴ φα­σα­ρί­α τοῦ ὄ­χλου ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε καὶ συ­νό­δευ­ε τὸν Κύ­ρι­ο καὶ ρώτη­σε νὰ μά­θει τί συμ­βαί­νει. Ὅ­ταν τὸν πλη­ρο­φό­ρη­σαν «ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται», ὅ­τι περ­νᾶ δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο ὁ Ἰ­η­σοῦς, χά­ρη­κε, ἐ­πει­δὴ εἶ­χε ἀ­κού­σει γιὰ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἐ­πι­τε­λεῖ καὶ πί­στε­ψε ὅ­τι θὰ θε­ρα­πευ­ό­ταν καὶ ὁ ἴ­διος.
Ἔ­τσι μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ ζή­τη­σε τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ: «Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με». Καὶ πα­ρὰ τὸ ὅ­τι τοῦ ζη­τοῦ­σαν ἐ­πί­μο­να νὰ πά­ψει τὶς κραυ­γές, αὐ­τός «πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν. Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με». Ἐ­πέ­με­νε νὰ κραυ­γά­ζει μὴ πει­θό­με­νος σὲ αὐ­τοὺς ποὺ τοῦ ἔ­λε­γαν νὰ στα­μα­τή­σει, δι­ό­τι γνώ­ρι­ζε, κα­τὰ πὼς λέ­ει ὁ Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ὅ­τι εἶ­ναι «κα­λὴ ἡ ὑ­πὲρ εὐ­σε­βεί­ας ἀ­ναί­δει­α». Ἔ­τσι συ­νέ­χι­σε μὲ ζῆ­λο καὶ πί­στη νὰ ζη­τᾶ τὴ θε­ρα­πεί­α τῆς ἀ­σθέ­νει­άς του. Καὶ τὸ ζη­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν μό­νο ποὺ πί­στευ­ε πὼς θὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει.

Ὁ τυ­φλὸς ζή­τη­σε τὴν ἴ­α­σή του ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο, προ­σφω­νῶν­τας τον ὡς υἱ­ὸ Δαυ­ΐδ. Τὸ ὄ­νο­μα τοῦ­το τὸ τι­μοῦ­σαν πο­λὺ οἱ Ἑ­βραῖ­οι. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πὼς οἱ Προ­φῆ­τες τὸ ἀ­πέ­δι­δαν σὲ βα­σι­λεῖς, τι­μῶν­τας καὶ δο­ξά­ζον­τάς τους. Ἔ­τσι καὶ ὁ τυ­φλός, κα­θὸ Ἰ­ου­δαῖ­ος, γνώ­ρι­ζε ὅ­σα ἔ­λε­γε ὁ Νό­μος γιὰ τὴν κα­τὰ σάρ­κα κα­τα­γω­γὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἐκ γέ­νους Δαυ­ΐδ. Ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο λοι­πόν, θε­ω­ρῶν­τας τον ὡς τὸν ἐλ­πι­ζό­με­νο Μεσ­σί­α, ζή­τη­σε ὁ τυ­φλὸς μὲ ἠ­χη­ρὴ κραυ­γὴ καὶ με­γά­λη καὶ θερ­μὴ πί­στη τὴν ἴ­α­ση τῆς τυ­φλό­τη­τάς του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἔ­λα­βε τὴν ἴ­α­ση ποὺ ἐ­πι­ζη­τοῦ­σε. Ὁ Χρι­στὸς στά­θη­κε καὶ ρώ­τη­σε τὸν τυ­φλὸ τί ἤ­θε­λε: «τί σοὶ θέ­λεις ποι­ή­σω;», τοῦ λέ­ει. Δὲν τὸν ρώ­τη­σε ἐ­πει­δὴ ἀ­γνο­οῦ­σε τὴν κα­τά­στα­ση τοῦ τα­λαί­πω­ρου ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ τοῦ δώ­σει ἀ­φορ­μὴ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει καὶ νὰ ἐκ­δη­λώ­σει μὲ θέρ­μη τὴν πί­στη του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ θε­ρα­πεύ­ον­τας τοὺς ὀ­φθαλ­μούς του, τοῦ εἶ­πε: «ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε»˙ πί­στε­ψε λοι­πὸν ὁ τυ­φλὸς ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν ὁ­δὸ καὶ κα­τευ­θυ­νό­ταν πρὸς τὴν πό­λη τῆς Ἱ­ε­ρι­χοῦς εἶ­ναι ὁ υἱ­ὸς Δαυ­ΐδ, ὁ κη­ρυτ­τό­με­νος Χρι­στός, καὶ τὸν ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε καὶ ἔ­λα­βε ὡς θεί­α χά­ρη τὴ θε­ρα­πεί­α τῶν ὀ­φθαλ­μῶν του. Με­τὰ τὴ θε­ρα­πεί­α του ὁ πι­στὸς πρώ­ην τυ­φλός, «ἠ­κο­λού­θει αὐ­τῷ (τῷ Χρι­στῷ) δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν». Ὅ­ταν δη­λα­δὴ ὁ τυ­φλὸς δέ­χθη­κε ἀ­πὸ τὸν Χρι­στὸ τὴ θε­ρα­πεί­α τῶν ὀ­φθαλ­μῶν του, τὸν ἀ­κο­λού­θη­σε δο­ξο­λο­γῶν­τας τὸν Θε­ὸ γιὰ τὸ θαῦ­μα. Ἔ­γι­νε ἔ­τσι ἀ­φορ­μὴ νὰ δο­ξά­ζουν καὶ νὰ ὑ­μνοῦν τὸν Θε­ὸ καὶ οἱ ἄλ­λοι: «Πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ», γρά­φει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς.

Ὁ τυ­φλὸς καὶ πρὶν τὴ θε­ρα­πεί­α ἐ­πι­δεί­κνυ­ε καρ­τε­ρί­α καὶ με­τὰ ποὺ τοῦ ἐ­δό­θη τὸ φῶς τῶν ὀ­φθαλ­μῶν του ἀ­πο­δεί­χθη­κε εὐ­γνώ­μων πρὸς τὸν εὐ­ερ­γέ­τη. Καρ­τε­ρι­κὸς ἦ­ταν, ὄ­χι μό­νο ἐ­πει­δὴ ἀ­γόγ­γυ­στα βί­ω­νε τὴν ἀ­δυ­να­μί­α νὰ δεῖ, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πει­δὴ ὑ­πέ­με­νε τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση τῶν ἄλ­λων τό­σο γιὰ τὴν ἀ­σθέ­νει­ά του, ὅ­σο καὶ ἐ­πει­δὴ ζη­τι­ά­νευ­ε γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει. Εὐ­γνώ­μων ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὁ τυ­φλὸς ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι ἀ­φό­του θε­ρα­πεύ­τη­κε, δὲν ἔ­τρε­ξε νὰ φύ­γει, ξε­χνῶν­τας τὸν εὐ­ερ­γέ­τη του, ἀλ­λὰ ἔ­μει­νε μα­ζί του.

Ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ μι­μη­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν ζῆ­λο καὶ τὴν προ­θυ­μί­α τοῦ πρώ­ην τυ­φλοῦ, ἂς ἔ­χου­με πί­στη καὶ ἂς εἴ­μα­στε καρ­τε­ρι­κοὶ στὶς προ­σευ­χές μας, ἀ­κό­μα καὶ προ­τοῦ λά­βου­με αὐ­τὸ ποὺ ζη­τοῦ­με, καὶ ἀ­φοῦ τὸ λά­βου­με νὰ μὴν συμ­πε­ρι­φερ­θοῦ­με μὲ ἀ­χα­ρι­στί­α. Ὁ τυ­φλὸς ἐ­κεῖ­νος οὔ­τε κά­ποιον ποὺ νὰ τὸν ὁ­δη­γεῖ ἢ νὰ τὸν ὑ­πο­βα­στά­ζει εἶ­χε, οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ τὸν Κύ­ρι­ο, ἐ­νῷ ταυ­τό­χρο­να εἶ­χε νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει καὶ ἐ­κεί­νους ποὺ ἐ­πι­τι­μῶν­τας τον τοῦ ζη­τοῦ­σαν νὰ πά­ψει τὶς κραυ­γὲς ἐ­λέ­ους. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ μπό­ρε­σε νὰ ὑ­περ­βεῖ ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δι­α καὶ νὰ πλη­σι­ά­σει τὸν Χρι­στό, λαμ­βά­νον­τας τὸ ζη­τού­με­νο, τὸ φῶς τῶν ὀ­φθαλ­μῶν του. Τὴν ἴ­δια πί­στη καὶ προ­θυ­μί­α ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς στὶς δε­ή­σεις μας πρὸς τὸν Θε­ό. Καὶ ἂν ὁ Κύ­ρι­ος φαί­νε­ται νὰ κα­θυ­στε­ρεῖ στὸ νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στὰ αἰ­τή­μα­τά μας, ἐ­μεῖς ἂς ἐ­πι­μέ­νου­με καὶ ἂς συ­νε­χί­σου­με τὴν προ­σπά­θει­ά μας, σί­γου­ροι ὅ­τι ὁ φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς θὰ μᾶς πλη­σι­ά­σει καὶ θὰ μᾶς προ­σφέ­ρει «τὰ κα­λὰ καὶ συμ­φέ­ρον­τα ταῖς ψυ­χαῖς ἡμῶν».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου