ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 18, 35-43)
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι μόνο διότι φωτίζει νοητῶς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ τοὺς χαρίζει καὶ τὸ αἰσθητὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα». Ὁ Κύριος διερχόμενος ἀπὸ τὶς διάφορες πόλεις τῆς Ἰουδαίας, ὅπου θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς καὶ κήρυττε τὴ μετάνοια στοὺς ἀνθρώπους, πλησίασε καὶ στὴν Ἱεριχώ. Κάποιος τυφλὸς ποὺ εἶχε καθίσει στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε, ἄκουσε τὴ φασαρία τοῦ ὄχλου ποὺ ἀκολουθοῦσε καὶ συνόδευε τὸν Κύριο καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. Ὅταν τὸν πληροφόρησαν «ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ὅτι περνᾶ δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὁ Ἰησοῦς, χάρηκε, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ καὶ πίστεψε ὅτι θὰ θεραπευόταν καὶ ὁ ἴδιος.
Ἔτσι μὲ δυνατὴ φωνὴ ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Καὶ παρὰ τὸ ὅτι τοῦ ζητοῦσαν ἐπίμονα νὰ πάψει τὶς κραυγές, αὐτός «πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν. Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ἐπέμενε νὰ κραυγάζει μὴ πειθόμενος σὲ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔλεγαν νὰ σταματήσει, διότι γνώριζε, κατὰ πὼς λέει ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὅτι εἶναι «καλὴ ἡ ὑπὲρ εὐσεβείας ἀναίδεια». Ἔτσι συνέχισε μὲ ζῆλο καὶ πίστη νὰ ζητᾶ τὴ θεραπεία τῆς ἀσθένειάς του. Καὶ τὸ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν μόνο ποὺ πίστευε πὼς θὰ τὸν θεραπεύσει.
Ὁ τυφλὸς ζήτησε τὴν ἴασή του ἀπὸ τὸν Κύριο, προσφωνῶντας τον ὡς υἱὸ Δαυΐδ. Τὸ ὄνομα τοῦτο τὸ τιμοῦσαν πολὺ οἱ Ἑβραῖοι. Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς οἱ Προφῆτες τὸ ἀπέδιδαν σὲ βασιλεῖς, τιμῶντας καὶ δοξάζοντάς τους. Ἔτσι καὶ ὁ τυφλός, καθὸ Ἰουδαῖος, γνώριζε ὅσα ἔλεγε ὁ Νόμος γιὰ τὴν κατὰ σάρκα καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ ἐκ γένους Δαυΐδ. Ἀπὸ τὸν Κύριο λοιπόν, θεωρῶντας τον ὡς τὸν ἐλπιζόμενο Μεσσία, ζήτησε ὁ τυφλὸς μὲ ἠχηρὴ κραυγὴ καὶ μεγάλη καὶ θερμὴ πίστη τὴν ἴαση τῆς τυφλότητάς του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὴν ἴαση ποὺ ἐπιζητοῦσε. Ὁ Χριστὸς στάθηκε καὶ ρώτησε τὸν τυφλὸ τί ἤθελε: «τί σοὶ θέλεις ποιήσω;», τοῦ λέει. Δὲν τὸν ρώτησε ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε τὴν κατάσταση τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἀφορμὴ νὰ ἀποκαλύψει καὶ νὰ ἐκδηλώσει μὲ θέρμη τὴν πίστη του. Γι’ αὐτὸ καὶ θεραπεύοντας τοὺς ὀφθαλμούς του, τοῦ εἶπε: «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»˙ πίστεψε λοιπὸν ὁ τυφλὸς ὅτι αὐτὸς ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ὁδὸ καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὴν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς εἶναι ὁ υἱὸς Δαυΐδ, ὁ κηρυττόμενος Χριστός, καὶ τὸν ἐπικαλέστηκε καὶ ἔλαβε ὡς θεία χάρη τὴ θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν του. Μετὰ τὴ θεραπεία του ὁ πιστὸς πρώην τυφλός, «ἠκολούθει αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) δοξάζων τὸν Θεόν». Ὅταν δηλαδὴ ὁ τυφλὸς δέχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴ θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν του, τὸν ἀκολούθησε δοξολογῶντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ θαῦμα. Ἔγινε ἔτσι ἀφορμὴ νὰ δοξάζουν καὶ νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ οἱ ἄλλοι: «Πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Ὁ τυφλὸς καὶ πρὶν τὴ θεραπεία ἐπιδείκνυε καρτερία καὶ μετὰ ποὺ τοῦ ἐδόθη τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του ἀποδείχθηκε εὐγνώμων πρὸς τὸν εὐεργέτη. Καρτερικὸς ἦταν, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀγόγγυστα βίωνε τὴν ἀδυναμία νὰ δεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὑπέμενε τὴν περιφρόνηση τῶν ἄλλων τόσο γιὰ τὴν ἀσθένειά του, ὅσο καὶ ἐπειδὴ ζητιάνευε γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Εὐγνώμων ἀποδεικνύεται ὁ τυφλὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἀφότου θεραπεύτηκε, δὲν ἔτρεξε νὰ φύγει, ξεχνῶντας τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ ἔμεινε μαζί του.
Ἂς προσπαθήσουμε νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν ζῆλο καὶ τὴν προθυμία τοῦ πρώην τυφλοῦ, ἂς ἔχουμε πίστη καὶ ἂς εἴμαστε καρτερικοὶ στὶς προσευχές μας, ἀκόμα καὶ προτοῦ λάβουμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε, καὶ ἀφοῦ τὸ λάβουμε νὰ μὴν συμπεριφερθοῦμε μὲ ἀχαριστία. Ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος οὔτε κάποιον ποὺ νὰ τὸν ὁδηγεῖ ἢ νὰ τὸν ὑποβαστάζει εἶχε, οὔτε βέβαια μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Κύριο, ἐνῷ ταυτόχρονα εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ ἐκείνους ποὺ ἐπιτιμῶντας τον τοῦ ζητοῦσαν νὰ πάψει τὶς κραυγὲς ἐλέους. Παρόλα αὐτὰ μπόρεσε νὰ ὑπερβεῖ ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ πλησιάσει τὸν Χριστό, λαμβάνοντας τὸ ζητούμενο, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του. Τὴν ἴδια πίστη καὶ προθυμία ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀποκτήσουμε καὶ ἐμεῖς στὶς δεήσεις μας πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ἂν ὁ Κύριος φαίνεται νὰ καθυστερεῖ στὸ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ αἰτήματά μας, ἐμεῖς ἂς ἐπιμένουμε καὶ ἂς συνεχίσουμε τὴν προσπάθειά μας, σίγουροι ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς θὰ μᾶς πλησιάσει καὶ θὰ μᾶς προσφέρει «τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».
ΠΗΓΗ
(Λκ. 18, 35-43)
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι μόνο διότι φωτίζει νοητῶς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ τοὺς χαρίζει καὶ τὸ αἰσθητὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα». Ὁ Κύριος διερχόμενος ἀπὸ τὶς διάφορες πόλεις τῆς Ἰουδαίας, ὅπου θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς καὶ κήρυττε τὴ μετάνοια στοὺς ἀνθρώπους, πλησίασε καὶ στὴν Ἱεριχώ. Κάποιος τυφλὸς ποὺ εἶχε καθίσει στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε, ἄκουσε τὴ φασαρία τοῦ ὄχλου ποὺ ἀκολουθοῦσε καὶ συνόδευε τὸν Κύριο καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. Ὅταν τὸν πληροφόρησαν «ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ὅτι περνᾶ δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὁ Ἰησοῦς, χάρηκε, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ καὶ πίστεψε ὅτι θὰ θεραπευόταν καὶ ὁ ἴδιος.
Ἔτσι μὲ δυνατὴ φωνὴ ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Καὶ παρὰ τὸ ὅτι τοῦ ζητοῦσαν ἐπίμονα νὰ πάψει τὶς κραυγές, αὐτός «πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν. Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ἐπέμενε νὰ κραυγάζει μὴ πειθόμενος σὲ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔλεγαν νὰ σταματήσει, διότι γνώριζε, κατὰ πὼς λέει ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὅτι εἶναι «καλὴ ἡ ὑπὲρ εὐσεβείας ἀναίδεια». Ἔτσι συνέχισε μὲ ζῆλο καὶ πίστη νὰ ζητᾶ τὴ θεραπεία τῆς ἀσθένειάς του. Καὶ τὸ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν μόνο ποὺ πίστευε πὼς θὰ τὸν θεραπεύσει.
Ὁ τυφλὸς ζήτησε τὴν ἴασή του ἀπὸ τὸν Κύριο, προσφωνῶντας τον ὡς υἱὸ Δαυΐδ. Τὸ ὄνομα τοῦτο τὸ τιμοῦσαν πολὺ οἱ Ἑβραῖοι. Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς οἱ Προφῆτες τὸ ἀπέδιδαν σὲ βασιλεῖς, τιμῶντας καὶ δοξάζοντάς τους. Ἔτσι καὶ ὁ τυφλός, καθὸ Ἰουδαῖος, γνώριζε ὅσα ἔλεγε ὁ Νόμος γιὰ τὴν κατὰ σάρκα καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ ἐκ γένους Δαυΐδ. Ἀπὸ τὸν Κύριο λοιπόν, θεωρῶντας τον ὡς τὸν ἐλπιζόμενο Μεσσία, ζήτησε ὁ τυφλὸς μὲ ἠχηρὴ κραυγὴ καὶ μεγάλη καὶ θερμὴ πίστη τὴν ἴαση τῆς τυφλότητάς του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὴν ἴαση ποὺ ἐπιζητοῦσε. Ὁ Χριστὸς στάθηκε καὶ ρώτησε τὸν τυφλὸ τί ἤθελε: «τί σοὶ θέλεις ποιήσω;», τοῦ λέει. Δὲν τὸν ρώτησε ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε τὴν κατάσταση τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἀφορμὴ νὰ ἀποκαλύψει καὶ νὰ ἐκδηλώσει μὲ θέρμη τὴν πίστη του. Γι’ αὐτὸ καὶ θεραπεύοντας τοὺς ὀφθαλμούς του, τοῦ εἶπε: «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»˙ πίστεψε λοιπὸν ὁ τυφλὸς ὅτι αὐτὸς ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ὁδὸ καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὴν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς εἶναι ὁ υἱὸς Δαυΐδ, ὁ κηρυττόμενος Χριστός, καὶ τὸν ἐπικαλέστηκε καὶ ἔλαβε ὡς θεία χάρη τὴ θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν του. Μετὰ τὴ θεραπεία του ὁ πιστὸς πρώην τυφλός, «ἠκολούθει αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) δοξάζων τὸν Θεόν». Ὅταν δηλαδὴ ὁ τυφλὸς δέχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴ θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν του, τὸν ἀκολούθησε δοξολογῶντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ θαῦμα. Ἔγινε ἔτσι ἀφορμὴ νὰ δοξάζουν καὶ νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ οἱ ἄλλοι: «Πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Ὁ τυφλὸς καὶ πρὶν τὴ θεραπεία ἐπιδείκνυε καρτερία καὶ μετὰ ποὺ τοῦ ἐδόθη τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του ἀποδείχθηκε εὐγνώμων πρὸς τὸν εὐεργέτη. Καρτερικὸς ἦταν, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀγόγγυστα βίωνε τὴν ἀδυναμία νὰ δεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὑπέμενε τὴν περιφρόνηση τῶν ἄλλων τόσο γιὰ τὴν ἀσθένειά του, ὅσο καὶ ἐπειδὴ ζητιάνευε γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Εὐγνώμων ἀποδεικνύεται ὁ τυφλὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἀφότου θεραπεύτηκε, δὲν ἔτρεξε νὰ φύγει, ξεχνῶντας τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ ἔμεινε μαζί του.
Ἂς προσπαθήσουμε νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν ζῆλο καὶ τὴν προθυμία τοῦ πρώην τυφλοῦ, ἂς ἔχουμε πίστη καὶ ἂς εἴμαστε καρτερικοὶ στὶς προσευχές μας, ἀκόμα καὶ προτοῦ λάβουμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε, καὶ ἀφοῦ τὸ λάβουμε νὰ μὴν συμπεριφερθοῦμε μὲ ἀχαριστία. Ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος οὔτε κάποιον ποὺ νὰ τὸν ὁδηγεῖ ἢ νὰ τὸν ὑποβαστάζει εἶχε, οὔτε βέβαια μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Κύριο, ἐνῷ ταυτόχρονα εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ ἐκείνους ποὺ ἐπιτιμῶντας τον τοῦ ζητοῦσαν νὰ πάψει τὶς κραυγὲς ἐλέους. Παρόλα αὐτὰ μπόρεσε νὰ ὑπερβεῖ ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ πλησιάσει τὸν Χριστό, λαμβάνοντας τὸ ζητούμενο, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του. Τὴν ἴδια πίστη καὶ προθυμία ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀποκτήσουμε καὶ ἐμεῖς στὶς δεήσεις μας πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ἂν ὁ Κύριος φαίνεται νὰ καθυστερεῖ στὸ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ αἰτήματά μας, ἐμεῖς ἂς ἐπιμένουμε καὶ ἂς συνεχίσουμε τὴν προσπάθειά μας, σίγουροι ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς θὰ μᾶς πλησιάσει καὶ θὰ μᾶς προσφέρει «τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου