ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 17, 12-19)
Ὁ Θεὸς δὲν ἀνήκει σὲ κανένα, κατὰ τὸν τύπο μίας ἀποκλειστικότητας. Εἶναι Θεὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἐὰν αὐτοὶ τὸν γνωρίζουν ἢ διατελοῦν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς ὕπαρξής του. Πολλὲς φορὲς αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀγνοοῦν ἐπιδεικνύουν τέτοια πίστη, τέτοια ἀγάπη, τέτοιο ζῆλο καὶ τέτοια εὐγνωμοσύνη, ποὺ ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τὴν ἠθικὴ ποιότητα καὶ ἀρετὴ αὐτῶν πού (θεωρητικά) γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο του. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ θεραπευθεὶς λεπρός, ὁ ὁποῖος μόνο αὐτός, ἂν καὶ ἀλλογενὴς Σαμαρείτης ἐπιστρέφει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τόν Κύριο. Οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα, Ἑβραῖοι στὴν καταγωγή, ἀποδεικνύονται ἀγνώμονες πρὸς τὸν εὐεργέτη.
Ὁ Χριστὸς δὲν περιορίζει τὴ φροντίδα καὶ τὸ ἔλεός του μόνο στοὺς Ἰουδαίους. Οἱ ἴδιοι ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐννοοῦσαν ἐπουδενὶ νὰ ἀποδεκτοῦν ὅτι καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελοῦν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τους ἡ ἀντίληψη τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ νὰ βλέπουν μὲ ὑπεροψία κάθε ἀλλογενῆ, θεωρῶντας ὅτι πλησίον τους καὶ ἄρα ἀποδέκτης τοῦ ἐλέους καὶ τῆς φροντίδας τους, ἦταν μόνο οἱ ὁμοεθνεῖς τους καὶ δὴ οἱ ἐνάρετοι. Ὅμως ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή του ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ὑφίστανται ὅρια στὴν ἔννοια τοῦ πλησίον οὔτε περιορισμοὶ στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Τοῦτο πολὺ ἁπλὰ σημαίνει ὅτι ἐὰν ὁ κάθε ἄνθρωπος κατανοήσει ὅτι ὀφείλει πρωτίστως νὰ προσφέρει ἀγάπη καὶ ὄχι μόνο νὰ τὴν ἀπαιτεῖ, τότε ἡ ἀγάπη του θὰ εἶναι ἀπεριόριστη καὶ θὰ ἐκτείνεται πρὸς ὅλους. Ὅποιος ἀγαπᾶ μόνο τοὺς οἰκείους του καὶ τοὺς ὁμοεθνεῖς του καὶ ὅλους ὅσοι εἶναι ἢ φαίνονται νὰ εἶναι καλοὶ καὶ ἠθικοί, τότε αὐτὸς φέρεται ἀνθρώπινα. Ὅποιος, ὅμως, δὲν διακρίνει συγγένεια καὶ φιλία, ἠθικοὺς καὶ ἁμαρτωλούς, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες, φέρεται θεϊκά. Ἀποδεικνύει δὲ ὅτι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ διάθεση καὶ τὴν ὀρθὴ τήρηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ συναισθηματισμοὺς καὶ συμφέροντα. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὀρθὰ μιμεῖται τελικὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή του προσέφερε στοὺς ἀνθρώπους τὴν καινὴ ἐντολή, δηλαδὴ τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλοις».
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι «προσωπολήπτης», κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸ ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα στὴν Ἰόππη κατανόησε τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἴδια ἀξία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς πιὸ πολὺ κάποιον ἐπειδὴ ἀνήκει σὲ μία συγκεκριμένη ἐθνότητα, ἀπορρίπτοντας ταυτόχρονα κάποιον ἄλλο, ποὺ ἀνήκει σὲ διαφορετικὸ ἔθνος. Τὸ κριτήριο ἀποδοχῆς τῶν ἀνθρώπων εἶναι πάντοτε ἡ πίστη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὰ σπλάχνα οἰκτιρμῶν καὶ ἡ χρηστότητα καὶ ἡ συμπάθεια, καὶ ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ θὰ ἐπιδείξουν πρὸς τὸν συνάνθρωπό τους, ἀκόμα καὶ ὅταν αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός, ἢ ἀνήκει σὲ ἄλλη θρησκεία ἢ ἀκόμα καὶ ὅταν -γιὰ κάποιους λόγους- εἶναι ἐχθρός τους.
Ἡ γνώση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώφελη ὅταν δὲν ἐκφράζεται διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ἡ ὑψηλοφροσύνη κάποιου γιὰ τὴν ἐθνική του καταγωγὴ καὶ ἡ θεωρητικὴ γνώση τοῦ νόμου δὲν βοηθᾶ οὔτε ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ σωτηρία. Ὁ στέφανος καὶ ὁ ἔπαινος ἀποδίδονται πάντοτε στὸν Σαμαρείτη -ὄχι μόνο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ποὺ ἐπιδεικνύει τὴν ἴδια φιλάνθρωπη συμπεριφορά. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἀκακία, ἡ ἠπιότητα, ἡ πραότητα, τὸ ἀνυπόκριτο καὶ τὸ ἄδολο τῶν προθέσεων συνιστοῦν τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας στὸν Χριστιανισμό. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἀτομοκεντρισμό του καὶ νὰ ἀνοικτεῖ πρὸς τὸν ἄλλο. Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα λεπρῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ἀποτελοῦν ἕνα ἠχηρὸ μήνυμα πρόσληψης καὶ ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου, ἀνεξαρτήτως ἠθικῆς ποιότητας ἢ ἐθνικῆς ἑτερότητας. Ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν συνάνθρωπό του σὲ μία κοινωνία ἀγάπης, ἀλληλοβοήθειας καὶ προσφορᾶς, μπορεῖ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἐγωκεντρικότητά του καὶ νὰ πλησιάσει τὸν Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου