Κουρασμένος από τήν πεζοπορία
Είναι μεσημέρι. Ό ήλιος είναι στις δόξες του. Σέ μιά σκιά κοντά στό πηγάδι τού 'Ιακώβ, στή Σαμάρεια, κάθεται κουρασμένος ό Κύριος 'Ιησούς Χριστός. «Κεκοπιακώς έκ τής οδοιπορίας», σημειώνει ό εύαγγελιστής 'Ιωάννης (Ιω. δ' 6)· κουρασμένος άπό τήν πεζοπορία.
Πώς βρέθηκε έκεί; Στήν 'Ιουδαία είχε πολλή άπήχηση ή δράση Του. Αλλά γιά νά μήν έρεθίζει τόν φθόνο τών Φαρισαίων, ξεκίνησε μέ τούς μαθητές Του γιά τή Γαλιλαία, κι έπρεπε νά περάσουν μέσα άπό τή Σαμάρεια. Ασφαλώς είχαν περπατήσει άρκετές ώρες, καί τώρα έκαναν μιά στάση νά ξεκουραστούν. Δέν είχαν δικό τους μέσο μεταφοράς, άμαξα ή άλογα. Ό Κύριος ήταν πτωχός. Έζησε πολύ λιτά. Δέν είχε τέτοια μέσα. Μιά φορά μόνο άναφέρεται ότι χρησιμοποίησε ύποζύ- γιο, ένα πουλάρι, στή θριαμβευτική Του είσοδο στά Ιεροσόλυμα, γιά νά διδάξει ότι είναι ό πράος Βασιλιάς.
Περπατούσε στά ταξίδια Του. Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος γράφει ότι περπατούσε «συντόνως», δηλαδή μέ γρήγορο βήμα (PG 59, 179). Όχι σάν κάποιος άργόσχολος. Άλλά μέ βήμα πού έδειχνε πνευματική έγρήγορση καϊ στιβαρότητα. Ήταν και γι' αύτό κουρασμένος.
Ούτε έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα γιά τό φαγητό ό ιερός έκείνος όμιλος, ό Κύριος μέ τούς δώδεκα μαθητές Του. Έκαναν μέν στάση, άλλά δέν είχαν τί νά φάνε. Γι' αύτό οί μαθητές πήγαν στήν πόλη Συχάρ, πού ήταν έκεί κοντά, γιά ν' άγοράσουν τρόφιμα.
Ή κούρασή Του οπωσδήποτε έκανε έντονότερη τήν πείνα και τή δίψα Του. Γι' αύτό ζητά άπό τή Σαμαρείτιδα γυναίκα πού ήλθε έκεί, λίγο νερό νά πιεί. Άλλά περισσότερο θέλησε νά βοηθήσει τήν ψυχή της. Δέν ένιωσε άποστροφή γιά τό πλήθος τών άμαρτιών της, άλλά πρόσεξε μιά σπίθα άρετής πού έκρυβε ή καρδιά της. Ή άμαρτωλή Σαμαρείτιδα περίμενε τόν Μεσσία, είχε πνευματικά ένδιαφέροντα, εΐχε προπάντων άπλότητα έπάνω της. Αύτά είλκυσαν τή φιλανθρωπία τοΰ Δεσπότη, πού ξέχασε τήν κούρασή Τουκαί άνοιξε σπουδαία συζήτηση μαζί της, γιά νά τήν έλευθερώσει άπό τήν άμαρτία.
Ή άμαρτωλή γυναίκα γίνεται άμέσως φλογερή ιεραπόστολος. Καλεί τούς συγχωριανούς της νά γνωρίσουν έκείνον πού ίσως είναι ό Χριστός. Πράγματι τρέχουν στό φρέαρ τού 'Ιακώβ.
Έν τω μεταξύ οί μαθητές φέρνουν φαγητό. «Ραββί, φάγε», λένε στό Διδάσκαλο μέ στοργή καί σεβασμό. «Έγώ έχω φαγητό πού έσείς δέν τό ξέρετε», τούς άποκρίνεται. «Μήπως Τοϋ έφερε κανείς φαγητό καί έφαγε όσο λείπαμε;», διερωτώνται.
Όχι, ό Κύριος είναι νηστικός. Άλλά μέ τό θεϊκό Του βλέμμα βλέπει μακριά, βλέπει τις ψυχές τών Σαμαρειτών πού τρέχουν νά Τόν συναντήσουν διψασμένες, γεμάτες προσδοκία, ώριμες νά δεχθούν τήν άλήθεια τοϋ Θεού. Κι αύτό Τόν συνεπαίρνει, γίνεται τροφή πού Τόν τρέφει περισσότερο άπό οποιαδήποτε άλλη τροφή.
Καί ήλθαν οί Σαμαρείτες καί Τόν γνώρισαν καί Τόν παρακάλεσαν νά μείνει μαζί τους. Κι έλεγαν στή Σαμαρείτιδα: «Δέν πιστεύουμε σ' 'Εκείνον έπειδή μάς τό είπες έσύ. Πιστεύουμε, διότι Τόν άκούσαμε μέ τά ίδια μας τά αύτιά, Τόν γνωρίσαμε προσωπικά καί πειστήκαμε ότι Αύτός είναι ό Σωτήρ τού κόσμου, ό Χριστός...».
«Ό ούν 'Ιησούς κεκοπιακώς έκ τής οδοιπορίας έκαθέζετο οϋτως έπί τή πηγή». "Ω, τά παράδοξα τής άγάπης τοΰ Θεού! 'Εκείνος πού δέν περιορίζεται σέ κανέναν τόπο καί γι' αύτό δέν έχει άνάγκη μετακινήσεως- 'Εκείνος πού χωρίς κόπο κυβερνά τά σύμπαντα, ένα μεσημέρι, κάπου στή Σαμάρεια, κάθεται κουρασμένος άπό όδοιπορία. Αύτός πού έχει στήν έξουσία Του όλα τά ποτάμια καί τις πηγές, μέσα στήν κούρασή Του διψά. Πόσο «κατέβηκε» μέ τήν ένανθρώπησή Του γιά χάρη μας! Πόσο μάς άγάπησε!
Καί πάλι ή έπιθυμία Του νά σώσει τόν άνθρωπο είναι τόσο δυνατή, ώστε ύπερνικά τόν κόπο, τή δίψα καί τήν πείνα Του καί χαίρεται νά διακονήσει τή σωτηρία μας. Πόσες άλλεπάλληλες έκπλήξεις μάς χαρίζει ό ώκεανός τής φιλανθρωπίας Του!
«Κεκοπιακώς έκ τής οδοιπορίας»: μιά άπό τις πολλές λεπτομέρειες τής έπί γής ζωής τοϋ Κυρίου πού άναφέρουν τά ιερά Εύαγγέλια καί πού παρηγορεί τις καρδιές τών πιστών- μιά πολύ άνθρώπινη στιγμή τοϋ ένανθρωπήσαντος Θεού, πού μάς πληροφορεί ότι ό Κύριος έζησε τόν άνθρώπινο κόπο καί τόν έξαγίασε- καί μάς δίνει τή δύναμη νά τόν ύπομένουμε καί νά τόν ξεπερνούμε.
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Είναι μεσημέρι. Ό ήλιος είναι στις δόξες του. Σέ μιά σκιά κοντά στό πηγάδι τού 'Ιακώβ, στή Σαμάρεια, κάθεται κουρασμένος ό Κύριος 'Ιησούς Χριστός. «Κεκοπιακώς έκ τής οδοιπορίας», σημειώνει ό εύαγγελιστής 'Ιωάννης (Ιω. δ' 6)· κουρασμένος άπό τήν πεζοπορία.
Πώς βρέθηκε έκεί; Στήν 'Ιουδαία είχε πολλή άπήχηση ή δράση Του. Αλλά γιά νά μήν έρεθίζει τόν φθόνο τών Φαρισαίων, ξεκίνησε μέ τούς μαθητές Του γιά τή Γαλιλαία, κι έπρεπε νά περάσουν μέσα άπό τή Σαμάρεια. Ασφαλώς είχαν περπατήσει άρκετές ώρες, καί τώρα έκαναν μιά στάση νά ξεκουραστούν. Δέν είχαν δικό τους μέσο μεταφοράς, άμαξα ή άλογα. Ό Κύριος ήταν πτωχός. Έζησε πολύ λιτά. Δέν είχε τέτοια μέσα. Μιά φορά μόνο άναφέρεται ότι χρησιμοποίησε ύποζύ- γιο, ένα πουλάρι, στή θριαμβευτική Του είσοδο στά Ιεροσόλυμα, γιά νά διδάξει ότι είναι ό πράος Βασιλιάς.
Περπατούσε στά ταξίδια Του. Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος γράφει ότι περπατούσε «συντόνως», δηλαδή μέ γρήγορο βήμα (PG 59, 179). Όχι σάν κάποιος άργόσχολος. Άλλά μέ βήμα πού έδειχνε πνευματική έγρήγορση καϊ στιβαρότητα. Ήταν και γι' αύτό κουρασμένος.
Ούτε έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα γιά τό φαγητό ό ιερός έκείνος όμιλος, ό Κύριος μέ τούς δώδεκα μαθητές Του. Έκαναν μέν στάση, άλλά δέν είχαν τί νά φάνε. Γι' αύτό οί μαθητές πήγαν στήν πόλη Συχάρ, πού ήταν έκεί κοντά, γιά ν' άγοράσουν τρόφιμα.
Ή κούρασή Του οπωσδήποτε έκανε έντονότερη τήν πείνα και τή δίψα Του. Γι' αύτό ζητά άπό τή Σαμαρείτιδα γυναίκα πού ήλθε έκεί, λίγο νερό νά πιεί. Άλλά περισσότερο θέλησε νά βοηθήσει τήν ψυχή της. Δέν ένιωσε άποστροφή γιά τό πλήθος τών άμαρτιών της, άλλά πρόσεξε μιά σπίθα άρετής πού έκρυβε ή καρδιά της. Ή άμαρτωλή Σαμαρείτιδα περίμενε τόν Μεσσία, είχε πνευματικά ένδιαφέροντα, εΐχε προπάντων άπλότητα έπάνω της. Αύτά είλκυσαν τή φιλανθρωπία τοΰ Δεσπότη, πού ξέχασε τήν κούρασή Τουκαί άνοιξε σπουδαία συζήτηση μαζί της, γιά νά τήν έλευθερώσει άπό τήν άμαρτία.
Ή άμαρτωλή γυναίκα γίνεται άμέσως φλογερή ιεραπόστολος. Καλεί τούς συγχωριανούς της νά γνωρίσουν έκείνον πού ίσως είναι ό Χριστός. Πράγματι τρέχουν στό φρέαρ τού 'Ιακώβ.
Έν τω μεταξύ οί μαθητές φέρνουν φαγητό. «Ραββί, φάγε», λένε στό Διδάσκαλο μέ στοργή καί σεβασμό. «Έγώ έχω φαγητό πού έσείς δέν τό ξέρετε», τούς άποκρίνεται. «Μήπως Τοϋ έφερε κανείς φαγητό καί έφαγε όσο λείπαμε;», διερωτώνται.
Όχι, ό Κύριος είναι νηστικός. Άλλά μέ τό θεϊκό Του βλέμμα βλέπει μακριά, βλέπει τις ψυχές τών Σαμαρειτών πού τρέχουν νά Τόν συναντήσουν διψασμένες, γεμάτες προσδοκία, ώριμες νά δεχθούν τήν άλήθεια τοϋ Θεού. Κι αύτό Τόν συνεπαίρνει, γίνεται τροφή πού Τόν τρέφει περισσότερο άπό οποιαδήποτε άλλη τροφή.
Καί ήλθαν οί Σαμαρείτες καί Τόν γνώρισαν καί Τόν παρακάλεσαν νά μείνει μαζί τους. Κι έλεγαν στή Σαμαρείτιδα: «Δέν πιστεύουμε σ' 'Εκείνον έπειδή μάς τό είπες έσύ. Πιστεύουμε, διότι Τόν άκούσαμε μέ τά ίδια μας τά αύτιά, Τόν γνωρίσαμε προσωπικά καί πειστήκαμε ότι Αύτός είναι ό Σωτήρ τού κόσμου, ό Χριστός...».
«Ό ούν 'Ιησούς κεκοπιακώς έκ τής οδοιπορίας έκαθέζετο οϋτως έπί τή πηγή». "Ω, τά παράδοξα τής άγάπης τοΰ Θεού! 'Εκείνος πού δέν περιορίζεται σέ κανέναν τόπο καί γι' αύτό δέν έχει άνάγκη μετακινήσεως- 'Εκείνος πού χωρίς κόπο κυβερνά τά σύμπαντα, ένα μεσημέρι, κάπου στή Σαμάρεια, κάθεται κουρασμένος άπό όδοιπορία. Αύτός πού έχει στήν έξουσία Του όλα τά ποτάμια καί τις πηγές, μέσα στήν κούρασή Του διψά. Πόσο «κατέβηκε» μέ τήν ένανθρώπησή Του γιά χάρη μας! Πόσο μάς άγάπησε!
Καί πάλι ή έπιθυμία Του νά σώσει τόν άνθρωπο είναι τόσο δυνατή, ώστε ύπερνικά τόν κόπο, τή δίψα καί τήν πείνα Του καί χαίρεται νά διακονήσει τή σωτηρία μας. Πόσες άλλεπάλληλες έκπλήξεις μάς χαρίζει ό ώκεανός τής φιλανθρωπίας Του!
«Κεκοπιακώς έκ τής οδοιπορίας»: μιά άπό τις πολλές λεπτομέρειες τής έπί γής ζωής τοϋ Κυρίου πού άναφέρουν τά ιερά Εύαγγέλια καί πού παρηγορεί τις καρδιές τών πιστών- μιά πολύ άνθρώπινη στιγμή τοϋ ένανθρωπήσαντος Θεού, πού μάς πληροφορεί ότι ό Κύριος έζησε τόν άνθρώπινο κόπο καί τόν έξαγίασε- καί μάς δίνει τή δύναμη νά τόν ύπομένουμε καί νά τόν ξεπερνούμε.
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου