Κυριακή των Μυροφόρων Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΣΕ «ΜΥΡΟΦΟΡΟΝ» Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος
(Μαρκ. ΙΕ' 43-ΙΣΤ' 8)
Μοναδική θέση στην Εκκλησία μας και στις καρδιές των πιστών, κατέχουν τα πρόσωπα των Μυροφόρων. Των υπάρξεων εκείνων που αγάπησαν τον Κύριο Ιησού με όλο τους το είναι και έφθασαν να ξεπεράσουν στην τόλμη και αυτούς ακόμα τους μαθητές.
Ακριβώς δε για την σφοδρή τους αγάπη και την αποφασιστική τους τόλμη, η Αγία μας Εκκλησίας τις τιμά και τις προβάλλει ως παράδειγμα προς μίμησιν, μαζί με τον Ιωσήφ και το Νικόδημο, αμέσως μετά την Κυριακή του Θωμά.
Και όπως βλέπουμε, αυτή την τόλμη που ανθίζει στο έδαφος της αγάπης του Χριστού, καταγράφει τόσο παραστατικά ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο Ανάγνωσμα της Κυριακής.
Όλο το ιερό κείμενο είναι διαποτισμένο με τα ιερά αυτά συναισθήματα.
Τόσο ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ο ευσχήμων βουλευτής, «τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», όσο και ο όμιλος των αγίων εκείνων γυναικών, κατανικούν τον ορθολογισμό που υψώνεται ως κάστρο, προβάλλοντας την σωματική αδυναμία.
Τον «ορθολογισμό» που μαζί με την ολιγοπιστία, κάμποσες φορές, αναπτύσσουν την δική τους διαλεκτική, και που αλλοίμονο εάν η ψυχή σταθεί να ακούσει τα «ορθολογικά παράλογα» και στη συνέχεια να καλλιεργήσει τις ρίζες της ολιγοπιστίας.
Σε λίγο θα έχει φυτρώσει το σκληρό και δηλητηριώδες αγκάθι της απιστίας. Δεν θα υπάρχει, παρά η φύτρα που προορίζεται για το “πυρ το εξώτερον”.
Πόσες, αλήθεια, ψυχές δεν έχασαν την ευλογία της ζωντανής πίστεως, διότι έδωσαν σημασία στις απλές ανθρώπινες αδυναμίες και πόσες υπάρξεις δέχθηκαν στην καρδιά τους την απαίσια ολιγοπιστία! Πόσοι θα μπορούσαν να είναι αετοί του πνεύματος και με την ίδια τους τη θέληση καταντούν εγκλωβισμένοι μέσα στον κλωβόν του φόβου και της πνευματικής δειλίας!
Όμως η θερμή αγάπη που έτρεφαν μέσα στην ύπαρξή τους, οι Μυροφόρες, υπερπηδά τα οδοφράγματα και τις κατευθύνει. «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;». Αλλά για ποιον λίθο μπορεί να γίνεται λόγος, όταν αυτός ο ίδιος ο Κύριος έχει βεβαιώσει: «Εάν έχητε πίστιν... καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γεννήσετε» (Ματθ. ΚΑ´ 21). Ναι, η πίστη προπορεύεται και η αγάπη του Ιησού μετακινεί τα όρη της αμφιβολίας. Και ενώ το σκοτάδι της νύχτας δυσκολεύει την όραση των οφθαλμών, το φως της χάριτος που καταυγάζει την πνευματική καρδία, ξεδιαλύνει και το πλέον αδιαπέραστο σκοτεινό σημείο που τοποθετεί ο ίδιος ο άνθρωπος και ο μακράν του Θεού κόσμος. Όσο για τα εμπόδια που προβάλλει ο πειρασμός και τα προσκόμματα που τοποθετεί στον δρόμο μας; Αυτά μεταβάλλονται σε αγωνίσματα, που εξυψώνουν ολοένα και περισσότερο την ψυχή, η οποία γεμίζει με το μύρον της Αναστάσεως.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν οι μοναδικές εκείνες υπάρξεις που προσωποποιούσαν την άδολη αγάπη και την αγνή συμπεριφορά «λίαν πρωί της μιας σαββάτων», φέροντας με συγκίνηση «α ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν Αυτόν»!
Οι Μυροφόρες έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να κάνουν. Ξεπέρασαν τον εαυτόν τους και αυτούς τους μαθητές που έμεναν κλεισμένοι «διά τον φόβον των Ιουδαίων».
Τώρα τον λόγο τον έχει ο ίδιος ο Θεός. Αλλά για να αναλάβει ο Θεός μία υπόθεση, χρειάζεται πρώτα να έχει κάνει ο ίδιος ο άνθρωπος αυτό που μπορεί να ενεργήσει, πράγμα που έγινε με τις «αδύναμες – ανδρείες» γυναίκες.
Όμως, τι είναι αυτό που βλέπουν μπροστά τους; Τι έκπληξη αναπάντεχη είναι αυτή»; «Θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος – ην γαρ μέγας σφόδρα»!
Ας σταματήσουμε για λίγο κι εμείς με άκρα σιωπή μαζί με τις Μυροφόρες, μπροστά σε αυτό το ξένο και παράδοξο θέαμα, και ας αφουγκραστούμε τους χτύπους της καρδιάς μας που μετά τον φόβο και την έκπληξη, μεταβάλλονται σε ρυθμούς πίστεως και δοξολογίας.
Οι ορθρινές δροσοσταλίδες επάνω στα ανοιξιάτικα άνθη και στα αγριολούλουδα, σε συνδυασμό με την αγγελοφάνεια, μεταφέρει τον νου σε παραδείσιες καταστάσεις και το άρωμα των πολύτιμων μύρων αναμεμειγμένο με την ευωδία της αναστάσεως, σκορπίζουν μέσα στο λειτουργικό μας Σώμα τις ριπές της χάριτος και το προμήνυμα της απαστράπτουσας παρουσίας του Αναστάντος. Της παρουσίας του ίδιου του Κυρίου στο μεγάλο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, και στην προσευχή, ιδίως σ' αυτή την νοερά-καρδιακή που ως πολύτιμο θησαυρό κατέχει και διδάσκει δια των Αγίων η Εκκλησία μας. Στην παρουσία Αυτού του Αναστάντος Ιησού Χριστού στον αγώνα της καθημερινής μας ζωής, όταν τον προσκαλούμε δια μέσω της ζωντανής πίστεως. Και τούτο διότι η πίστη με την ελπίδα και την αγάπη ενώνει τη ζωή μας μαζί Του και όπως έλεγε ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, ο μεγάλος αυτός Στάρετς, έμπλεος ιερού ενθουσιασμού: «αυτή η πίστη στην Ανάσταση κατεβάζει τον Ουρανό στη γη»!
Αλλ' ας επιστρέψουμε και πάλι μαζί με τις Μυροφόρες, μπροστά στον ορθάνοιχτο τάφο που διακηρύσσει ότι ο Ιησούς είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και ο Νικητής των δύο φοβερών εχθρών του Αδαμιαίου γένους, του θανάτου δηλ. και του διαβόλου.
Μετά την πρώτη έκπληξη και μπροστά στην απορία του νου και της καρδιάς, τον λόγο λαμβάνουν τώρα, για να λυθεί το μυστήριο, οι φωτεινές προσωπικότητες. Τα λειτουργικά αυτά πνεύματα τα «εις διακονίαν αποστελλόμενα διά τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. Α' 14).
«Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν και εξεθαμβήθησαν. Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε....».
Αυτό είναι! Τα πάντα στην δοξολογία του Αναστάντος και στην διακονία των πιστών. Μετά απ' αυτά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζητά τίποτε περισσότερο, διότι εάν επιμένει στις αμφιβολίες του, προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό.
Τώρα πλέον κανένας ογκόλιθος δεν θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο στην επικοινωνία την προσωπική με τον Κύριο.
Ούτε εξωτερική δυσκολία, ούτε εσωτερική διακύμανση είναι δυνατόν να κρατήσει τον Ιησού νεκρό και κλεισμένο μέσα στον τάφο. Αλλά και νεκρός ακόμα, είναι ενωμένος με την Θεότητα. Μα και εμπόδια να έρθουν που μας φράζουν αυτή την θέα του Προσώπου Του, ας μην τα χάνουμε. Και δεν πρέπει να τα χάνουμε διότι γνωρίζουμε ότι ο φύλακας Άγγελος μας, θα σπεύσει να σηκώσει το οποιοδήποτε προσωρινό εμπόδιο.
«Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ' ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον...»
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το θέμα όμως βρίσκεται στα δικά μας τα χέρια, μάλλον στη δική μας την καρδιά. Τούτο δε σημαίνει: έχουμε την πίστη, την τόλμη και ιδίως την αγάπη των Μυροφόρων; Κοχλάζει μέσα στην όλη μας ύπαρξή η αγάπη του Ιησού; ή μετά από τόσους αιώνες, αυθεντικής και ζωντανής Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας, εμείς παραμένουμε κλειδαμπαρωμένοι στο καβούκι της τρεμάμενης καρδιάς μας, «δια τον φόβον των κακούργων Ιουδαίων»;
Αυτό είναι που θα πρέπει να μας απασχολεί και να μη μας αφήνει να δίνουμε «ύπνον τοις οφθαλμοίς μας ουδέ νυσταγμόν τοις βλεφάροις ημών».
Και ουσιαστικά αυτό είναι και το μήνυμα που πάντοτε, κυρίως όμως την περίοδο της Αναστάσεως, μάς προσφέρουν με αγάπη αδελφική οι Μυροφόρες. Όμως, ας κλείσουμε μνημονεύοντας τα ονόματα αυτών των υπάρξεων, που αποτελούν τους επικεφαλής της Ιεράς φάλαγγας των Μυροφόρων κάθε εποχής. Αυτές δηλ. τις ψυχές που για την αγάπη και την δόξα του Χριστού άφησαν τα πάντα και με τη ζωή τους σκορπίζουν στο περιβάλλον τους το μύρο της πίστεως, της αγιότητος και της αγάπης.
Η πρώτη μυροφόρα είναι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή. Δεύτερη ήταν η Σαλώμη. Τρίτη η Ιωάννα, η οποία ήταν σύζυγος του Χουζά, του επιτρόπου και οικονόμου στο σπίτι του Βασιλιά Ηρώδη. Κατόπιν έχουμε την Μαρία την αδελφή του Λαζάρου, η οποία προηγουμένως είχε αλείψει τον Κύριο με το μύρο και μαζί με αυτή η αδελφή της Μάρθα, η οποία διακονούσε τον Χριστό εξ' αρχής με πολύ προθυμία. Επίσης, μυροφόρος είναι και η Μαρία η του Κλωπά και τέλος έχουμε την Σωσάννα. Αυτές είναι οι γνωστές Μυροφόρες, αυτές δηλ. που γνωρίζουμε τα ονόματά τους, διότι υπήρχαν και άλλες που βοηθούσαν τις παραπάνω, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά τα ονόματά τους, άγνωστα σ΄ εμάς, γραμμένα όμως «εν Βίβλω ζωής», απολαμβάνουν «συν πάσι τοις αγίοις» διηνεκώς την δόξα του Λατρευτού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Θα συμφωνήσετε φίλοι μου, πως δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος στην αναφορά μας αυτή, η οποία έγινε μέσω της Ευαγγελικής Περικοπής, από το να αναμέλψουμε το γνωστό σε όλους μας Απολυτίκιον του Β' ήχου και που «εν βραχί ρήματι» αποδίδει την πραγματικότητα που «εθεασάμεθα» και μελετήσαμε: «Ταις μυροφόροις Γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο Άγγελος εβόα. Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχει αρμόδια, Χριστός δε δια φθοράς εδείχθη αλλότριος, αλλά κραυγάσατε, Ανέστη ο Κύριος, παρέχων τω κόσμω το μέγα έλεος».
Αμήν
(Μαρκ. ΙΕ' 43-ΙΣΤ' 8)
Μοναδική θέση στην Εκκλησία μας και στις καρδιές των πιστών, κατέχουν τα πρόσωπα των Μυροφόρων. Των υπάρξεων εκείνων που αγάπησαν τον Κύριο Ιησού με όλο τους το είναι και έφθασαν να ξεπεράσουν στην τόλμη και αυτούς ακόμα τους μαθητές.
Ακριβώς δε για την σφοδρή τους αγάπη και την αποφασιστική τους τόλμη, η Αγία μας Εκκλησίας τις τιμά και τις προβάλλει ως παράδειγμα προς μίμησιν, μαζί με τον Ιωσήφ και το Νικόδημο, αμέσως μετά την Κυριακή του Θωμά.
Και όπως βλέπουμε, αυτή την τόλμη που ανθίζει στο έδαφος της αγάπης του Χριστού, καταγράφει τόσο παραστατικά ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο Ανάγνωσμα της Κυριακής.
Όλο το ιερό κείμενο είναι διαποτισμένο με τα ιερά αυτά συναισθήματα.
Τόσο ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ο ευσχήμων βουλευτής, «τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», όσο και ο όμιλος των αγίων εκείνων γυναικών, κατανικούν τον ορθολογισμό που υψώνεται ως κάστρο, προβάλλοντας την σωματική αδυναμία.
Τον «ορθολογισμό» που μαζί με την ολιγοπιστία, κάμποσες φορές, αναπτύσσουν την δική τους διαλεκτική, και που αλλοίμονο εάν η ψυχή σταθεί να ακούσει τα «ορθολογικά παράλογα» και στη συνέχεια να καλλιεργήσει τις ρίζες της ολιγοπιστίας.
Σε λίγο θα έχει φυτρώσει το σκληρό και δηλητηριώδες αγκάθι της απιστίας. Δεν θα υπάρχει, παρά η φύτρα που προορίζεται για το “πυρ το εξώτερον”.
Πόσες, αλήθεια, ψυχές δεν έχασαν την ευλογία της ζωντανής πίστεως, διότι έδωσαν σημασία στις απλές ανθρώπινες αδυναμίες και πόσες υπάρξεις δέχθηκαν στην καρδιά τους την απαίσια ολιγοπιστία! Πόσοι θα μπορούσαν να είναι αετοί του πνεύματος και με την ίδια τους τη θέληση καταντούν εγκλωβισμένοι μέσα στον κλωβόν του φόβου και της πνευματικής δειλίας!
Όμως η θερμή αγάπη που έτρεφαν μέσα στην ύπαρξή τους, οι Μυροφόρες, υπερπηδά τα οδοφράγματα και τις κατευθύνει. «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;». Αλλά για ποιον λίθο μπορεί να γίνεται λόγος, όταν αυτός ο ίδιος ο Κύριος έχει βεβαιώσει: «Εάν έχητε πίστιν... καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γεννήσετε» (Ματθ. ΚΑ´ 21). Ναι, η πίστη προπορεύεται και η αγάπη του Ιησού μετακινεί τα όρη της αμφιβολίας. Και ενώ το σκοτάδι της νύχτας δυσκολεύει την όραση των οφθαλμών, το φως της χάριτος που καταυγάζει την πνευματική καρδία, ξεδιαλύνει και το πλέον αδιαπέραστο σκοτεινό σημείο που τοποθετεί ο ίδιος ο άνθρωπος και ο μακράν του Θεού κόσμος. Όσο για τα εμπόδια που προβάλλει ο πειρασμός και τα προσκόμματα που τοποθετεί στον δρόμο μας; Αυτά μεταβάλλονται σε αγωνίσματα, που εξυψώνουν ολοένα και περισσότερο την ψυχή, η οποία γεμίζει με το μύρον της Αναστάσεως.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν οι μοναδικές εκείνες υπάρξεις που προσωποποιούσαν την άδολη αγάπη και την αγνή συμπεριφορά «λίαν πρωί της μιας σαββάτων», φέροντας με συγκίνηση «α ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν Αυτόν»!
Οι Μυροφόρες έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να κάνουν. Ξεπέρασαν τον εαυτόν τους και αυτούς τους μαθητές που έμεναν κλεισμένοι «διά τον φόβον των Ιουδαίων».
Τώρα τον λόγο τον έχει ο ίδιος ο Θεός. Αλλά για να αναλάβει ο Θεός μία υπόθεση, χρειάζεται πρώτα να έχει κάνει ο ίδιος ο άνθρωπος αυτό που μπορεί να ενεργήσει, πράγμα που έγινε με τις «αδύναμες – ανδρείες» γυναίκες.
Όμως, τι είναι αυτό που βλέπουν μπροστά τους; Τι έκπληξη αναπάντεχη είναι αυτή»; «Θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος – ην γαρ μέγας σφόδρα»!
Ας σταματήσουμε για λίγο κι εμείς με άκρα σιωπή μαζί με τις Μυροφόρες, μπροστά σε αυτό το ξένο και παράδοξο θέαμα, και ας αφουγκραστούμε τους χτύπους της καρδιάς μας που μετά τον φόβο και την έκπληξη, μεταβάλλονται σε ρυθμούς πίστεως και δοξολογίας.
Οι ορθρινές δροσοσταλίδες επάνω στα ανοιξιάτικα άνθη και στα αγριολούλουδα, σε συνδυασμό με την αγγελοφάνεια, μεταφέρει τον νου σε παραδείσιες καταστάσεις και το άρωμα των πολύτιμων μύρων αναμεμειγμένο με την ευωδία της αναστάσεως, σκορπίζουν μέσα στο λειτουργικό μας Σώμα τις ριπές της χάριτος και το προμήνυμα της απαστράπτουσας παρουσίας του Αναστάντος. Της παρουσίας του ίδιου του Κυρίου στο μεγάλο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, και στην προσευχή, ιδίως σ' αυτή την νοερά-καρδιακή που ως πολύτιμο θησαυρό κατέχει και διδάσκει δια των Αγίων η Εκκλησία μας. Στην παρουσία Αυτού του Αναστάντος Ιησού Χριστού στον αγώνα της καθημερινής μας ζωής, όταν τον προσκαλούμε δια μέσω της ζωντανής πίστεως. Και τούτο διότι η πίστη με την ελπίδα και την αγάπη ενώνει τη ζωή μας μαζί Του και όπως έλεγε ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, ο μεγάλος αυτός Στάρετς, έμπλεος ιερού ενθουσιασμού: «αυτή η πίστη στην Ανάσταση κατεβάζει τον Ουρανό στη γη»!
Αλλ' ας επιστρέψουμε και πάλι μαζί με τις Μυροφόρες, μπροστά στον ορθάνοιχτο τάφο που διακηρύσσει ότι ο Ιησούς είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και ο Νικητής των δύο φοβερών εχθρών του Αδαμιαίου γένους, του θανάτου δηλ. και του διαβόλου.
Μετά την πρώτη έκπληξη και μπροστά στην απορία του νου και της καρδιάς, τον λόγο λαμβάνουν τώρα, για να λυθεί το μυστήριο, οι φωτεινές προσωπικότητες. Τα λειτουργικά αυτά πνεύματα τα «εις διακονίαν αποστελλόμενα διά τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. Α' 14).
«Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν και εξεθαμβήθησαν. Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε....».
Αυτό είναι! Τα πάντα στην δοξολογία του Αναστάντος και στην διακονία των πιστών. Μετά απ' αυτά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζητά τίποτε περισσότερο, διότι εάν επιμένει στις αμφιβολίες του, προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό.
Τώρα πλέον κανένας ογκόλιθος δεν θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο στην επικοινωνία την προσωπική με τον Κύριο.
Ούτε εξωτερική δυσκολία, ούτε εσωτερική διακύμανση είναι δυνατόν να κρατήσει τον Ιησού νεκρό και κλεισμένο μέσα στον τάφο. Αλλά και νεκρός ακόμα, είναι ενωμένος με την Θεότητα. Μα και εμπόδια να έρθουν που μας φράζουν αυτή την θέα του Προσώπου Του, ας μην τα χάνουμε. Και δεν πρέπει να τα χάνουμε διότι γνωρίζουμε ότι ο φύλακας Άγγελος μας, θα σπεύσει να σηκώσει το οποιοδήποτε προσωρινό εμπόδιο.
«Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ' ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον...»
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το θέμα όμως βρίσκεται στα δικά μας τα χέρια, μάλλον στη δική μας την καρδιά. Τούτο δε σημαίνει: έχουμε την πίστη, την τόλμη και ιδίως την αγάπη των Μυροφόρων; Κοχλάζει μέσα στην όλη μας ύπαρξή η αγάπη του Ιησού; ή μετά από τόσους αιώνες, αυθεντικής και ζωντανής Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας, εμείς παραμένουμε κλειδαμπαρωμένοι στο καβούκι της τρεμάμενης καρδιάς μας, «δια τον φόβον των κακούργων Ιουδαίων»;
Αυτό είναι που θα πρέπει να μας απασχολεί και να μη μας αφήνει να δίνουμε «ύπνον τοις οφθαλμοίς μας ουδέ νυσταγμόν τοις βλεφάροις ημών».
Και ουσιαστικά αυτό είναι και το μήνυμα που πάντοτε, κυρίως όμως την περίοδο της Αναστάσεως, μάς προσφέρουν με αγάπη αδελφική οι Μυροφόρες. Όμως, ας κλείσουμε μνημονεύοντας τα ονόματα αυτών των υπάρξεων, που αποτελούν τους επικεφαλής της Ιεράς φάλαγγας των Μυροφόρων κάθε εποχής. Αυτές δηλ. τις ψυχές που για την αγάπη και την δόξα του Χριστού άφησαν τα πάντα και με τη ζωή τους σκορπίζουν στο περιβάλλον τους το μύρο της πίστεως, της αγιότητος και της αγάπης.
Η πρώτη μυροφόρα είναι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή. Δεύτερη ήταν η Σαλώμη. Τρίτη η Ιωάννα, η οποία ήταν σύζυγος του Χουζά, του επιτρόπου και οικονόμου στο σπίτι του Βασιλιά Ηρώδη. Κατόπιν έχουμε την Μαρία την αδελφή του Λαζάρου, η οποία προηγουμένως είχε αλείψει τον Κύριο με το μύρο και μαζί με αυτή η αδελφή της Μάρθα, η οποία διακονούσε τον Χριστό εξ' αρχής με πολύ προθυμία. Επίσης, μυροφόρος είναι και η Μαρία η του Κλωπά και τέλος έχουμε την Σωσάννα. Αυτές είναι οι γνωστές Μυροφόρες, αυτές δηλ. που γνωρίζουμε τα ονόματά τους, διότι υπήρχαν και άλλες που βοηθούσαν τις παραπάνω, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά τα ονόματά τους, άγνωστα σ΄ εμάς, γραμμένα όμως «εν Βίβλω ζωής», απολαμβάνουν «συν πάσι τοις αγίοις» διηνεκώς την δόξα του Λατρευτού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Θα συμφωνήσετε φίλοι μου, πως δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος στην αναφορά μας αυτή, η οποία έγινε μέσω της Ευαγγελικής Περικοπής, από το να αναμέλψουμε το γνωστό σε όλους μας Απολυτίκιον του Β' ήχου και που «εν βραχί ρήματι» αποδίδει την πραγματικότητα που «εθεασάμεθα» και μελετήσαμε: «Ταις μυροφόροις Γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο Άγγελος εβόα. Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχει αρμόδια, Χριστός δε δια φθοράς εδείχθη αλλότριος, αλλά κραυγάσατε, Ανέστη ο Κύριος, παρέχων τω κόσμω το μέγα έλεος».
Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου