ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
Απόστολος: Πράξ. Θ΄32-42
Ευαγγέλιο: Ιωάν. Ε΄1-15
11 Μαΐου 2014
«Ιδε υγιής γέγονας∙ μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη
χείρόν σοί τι γένηται»
Δίπλα σε μια από τις πύλες των Ιεροσολύμων, από την οποία οι Εβραίοι οδηγούσαν τα πρόβατα για τη θυσία, υπήρχε μεγάλη δεξαμενή που την ονόμαζαν Βηθεσδά, δηλαδή σπίτι του ελέους του Θεού. Είχε πέντε θολωτά υπόστεγα, κάτω από τα οποία κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, χωλοί, παράλυτοι και κάθε λογής αναξιοπαθούντες άνθρωποι. Όλοι αυτοί γέμιζαν το υπαίθριο εκείνο νοσοκομείο, περιμένοντας τη θεραπεία τους. Κάθε τόσο Άγγελος Κυρίου ετάρασσε τα νερά της δεξαμενής και οποιοσδήποτε άρρωστος εισερχόταν πρώτος στην δεξαμενή, μετά την ταραχή του νερού, γινόταν αμέσως καλά. Μεταξύ των αρρώστων, που ήσαν εκεί, ήταν και ένας παράλυτος, που υπέφερε για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν είχε κάποιο να τον βοηθήσει, αλλ’ ούτε και τη δύναμη ο ίδιος να πέσει μόνος του στη δεξαμενή. Έμενε, λοιπόν και περίμενε καρτερικά τη θαυματουργική του θεραπεία. Αυτόν, ακριβώς, τον πλέον εγκαταλελειμμένο άνθρωπο, επλησίασεν ο Θεάνθρωπος Ιησούς και τον εθεράπευσε. Όταν αργότερα τον συνάντησε στον Ναό του Σολομώντος, του είπε: «Ιδε υγιής γέγονας∙ μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται.» Δηλαδή, τώρα που θεραπεύτηκες, να μην λησμονείς ποτέ ότι η αμαρτία σε έχει αρρωστήσει και ότι οι νεανικές σου ασωτείες σε έχουν ρίξει τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτο νεκρό, στο κρεβάτι. Φοβού, λοιπόν, την αμαρτία και πρόσεχε να μη ξαναγυρίσεις σ’ αυτή, για να μη πάθεις χειρότερα και ανεπανόρθωτα. Αυτή η σύσταση του Κυρίου προς τον παράλυτο της Βηθεσδά, είναι σύσταση και για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί. Γι’ αυτό και η σύσταση αυτή του Κυρίου, μας δίνει σήμερα την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον κίνδυνο της υποτροπής.
Πράγματι, αδελφοί μου, είναι πολύ μεγάλος ο κίνδυνος της υποτροπής και της επανόδου του αμαρτωλού ανθρώπου που μετανόησε και θεραπεύτηκε από μια σοβαρή αρρώστεια, στην κατάσταση της αμαρτίας. Μάλιστα ο κίνδυνος δεν είναι απλώς, μεγάλος, αλλά και θανάσιμος. Τι είναι όμως η υποτροπή; Υποτροπή είναι το να αδιαφορήσουμε για όσες αμαρτίες εκάμαμε και για όσα κακά επάθαμε κι έπειτα από σοβαρές αρρώστειες και από φοβερούς εξευτελισμούς και τύψεις που μας έφερε η αμαρτία και μετά τη μετάνοια και την εξομολόγησή μας και την απόφασή μας να ζήσουμε πλέον τίμια χριστιανική ζωή, να ξαναγυρίσουμε πάλιν στην αμαρτωλή, την ένοχη, την άθλια ζωή που ζούσαμε προτού μετανοήσουμε και εξομολογηθούμε. Αυτή η επάνοδος στην αμαρτία, αυτή είναι η υποτροπή, που για πολλοστή φορά, πρέπει να ομολογήσουμε, ότι είναι κίνδυνος μεγάλος για όλους μας. Και είναι κίνδυνος μεγάλος γιατί η αμαρτία είναι εύκολη και εύκολα συρόμαστε σ’ αυτή. Εύκολα πέφτουμε και ξαναπέφτουμε σ’ αυτή και με ευκολία μεγάλη και την αρχίζουμε και την τελειώνουμε. Όπως λεει και η Γραφή, η αμαρτία είναι «ευπερίστατος» που σημαίνει ότι εύκολα μπορεί να παρασυρθούμε από αυτή. Και δεν είναι ξένη προς τον εαυτό μας και ούτε βρίσκεται μακριά από μας. Όλοι μας, δυστυχώς, έχουμε μέσα μας μια κλίση, μια ροπή και μια δύναμη ισχυρή, που μας σπρώχνει σε κάθε παράβαση, σε κάθε παρανομία, σε κάθε κακή και ανήθικη πράξη.
Αυτόν, ακριβώς, τον κακό εαυτό μας είναι που ζητά ν’ απαρνηθούμε ο Κύριος και Σωτήρας μας. Και είναι αλήθεια ότι, μετά τη μετάνοιά μας ο κακός εαυτός μας αδυνατίζει , αλλά δυστυχώς δεν εξαλείφεται. Μένει μέσα μας και πάλιν η πικρή αυτή και αντίθετη δύναμη. Μένει και μας σπρώχνει διαρκώς στα παλιά και μας εξωθεί να επανέλθουμε στην αμαρτωλή ζωή που αποκηρύξαμε με την μετάνοιά μας. Κι έτσι η αμαρτία γίνεται κυρίαρχη. Μπορεί ν’ απαρνηθήκαμε την αμαρτία με μια θερμή μετάνοια, να την αποκηρύξαμε και να την καταδικάσαμε σαν θανάσιμο εχθρό μας, αλλά με ευκολία πάλιν ξαναγυρίζουμε στην αμαρτωλή ζωή. Και τούτο γίνεται όταν η μετάνοιά μας είναι επιπόλαιη μάλλον, παρά βαθειά και ολοκληρωτική. Και τότε αυτή μας κυριεύει, μας αιχμαλωτίζει και μας υποδουλώνει. Γίνεται πάθος, αποβαίνει δεύτερη φύση, καταλήγει σε εξουσιαστή της θέλησής μας, με μια λέξη σε τύραννο της ψυχής και της ζωής μας. Μετανοούμε, κλαίμε, ικετεύουμε και ζητούμε με κάθε τρόπο να ελευθερωθούμε, αλλά, δυστυχώς, ελευθερία δεν βλέπουμε. Μένουμε δούλοι, δούλοι του πάθους, εξευτελισμένοι δούλοι της αμαρτίας και εξουθενωμένοι και ενώπιον της ίδιας της συνείδησής μας. Και φθάνουμε, πολλές φορές, οι ίδιοι να ντρεπόμαστε και να συγχαινόμαστε τους εαυτούς μας, σ’ ένα τέτοιο κατάντημα. Αυτός ο φόβος και αυτός ο κίνδυνος υπάρχει κι αν δεν επέμβει πάλιν ο Θεός να μας σώσει, είναι βέβαιος ο κίνδυνος αυτός. Και αυτό είναι «το χείρον», που είπε σήμερα ο Χριστός στον παράλυτο που εθεράπευσε.
Χρειάζεται, λοιπόν, αδιάκοπος και συνεχής αγώνας. Γιατί η αποτελεσματική καταπολέμηση της αμαρτίας δεν είναι μικρό πράγμα ή ζήτημα μιας μόνο ημέρας ή ενός μηνός ή ενός έτους. Για να καθαρίσει τελείως η ψυχή μας, απαιτείται καθημερινή και επίπονη προσπάθεια, εντατικός και ισόβιος θα λέγαμε αγώνας. Διάλειμμα και διακοπή και ανάπαυλα δεν χωρεί. Γιατί αν γίνει νέα πτώση, θα σημειωθεί και νέα υποτροπή. Σ’ αυτό μόνο η θερμή και επίμονη προσευχή μπορεί να μας βοηθήσει. Ο Κύριος αναφερόμενος στον ανακαινισμό του ανθρώπου, που αμαρτωλός να γίνει άγιος, μας λέει: «Εγώ είμαι το κλήμα, εσείς οι κληματόβεργες. Εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου και εγώ μαζί του, αυτός δίνει άφθονο καρπό, γιατί χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάμετε τίποτε» (Ιωάν. ΙΕ΄5). Τίποτε, επομένως, δεν μπορούμε να κάνουμε, ειδικά στο ζήτημα του εξαγιασμού μας, αν δεν έχουμε τη βοήθεια και ενίσχυση του Κυρίου μας. «Θα δείξω έλεος», μας λεει, «σ’ όποιο θέλω να ελεήσω και θα φανώ σπλαχνικός σ’ όποιο θέλω να σπλαχνιστώ» (Ρωμ. Θ΄15). Μπορεί με όλη μας την ψυχή να θέλουμε και με όλες μας τις δυνάμεις ν’ αγωνιζόμαστε και να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τα πάθη και τις κακίες και να εξαγνισθούμε. Αν δεν μας ελεήσει ο Θεός κι αν δεν επέμβει να μας απαλλάξει από τα πάθη μας, τίποτε δεν θα κάμουμε. Έχουμε ανάγκη, λοιπόν, της προσευχής, της θερμής προσευχής, της κατανυκτικής, της καθημερινής, της εντατικής, ώστε να μας βοηθήσει ο Θεός και να κάμει το θαύμα της απαλλαγής μας, από την εξουσία της αμαρτίας και να μας σώσει. Από μας, λοιπόν εξαρτάται. Ο Θεός μας παρακινεί, μας προτρέπει, μας παρακαλεί και μας προειδοποιεί. Από εκεί και πέρα το ναι και το όχι είναι δικό μας.
Αδελφοί μου! Όπως μετά την θεραπεία οποιασδήποτε αρρώστειας του σώματος αν δεν φυλαχθούμε έχουμε υποτροπή, που είναι περισσότερο επικίνδυνη από την πρώτη προσβολή, κατά τον ίδιο τρόπο, μετά την θεραπεία της ψυχής από οποιοδήποτε αμάρτημα, χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί και εδώ η επικίνδυνη υποτροπή είναι μεν εύκολη, αλλά καταστροφική. Μετά την θεραπεία της ψυχής μας με την ιερά εξομολόγηση, χρειάζεται άγρυπνη προσοχή να μην ξανακυλήσουμε στα ίδια, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουμε χειρότεροι. Τονωτική τροφή της ψυχής σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι ο λόγος του Θεού και η Θεία Κοινωνία.
† Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης Διονύσιος
Απόστολος: Πράξ. Θ΄32-42
Ευαγγέλιο: Ιωάν. Ε΄1-15
11 Μαΐου 2014
«Ιδε υγιής γέγονας∙ μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη
χείρόν σοί τι γένηται»
Δίπλα σε μια από τις πύλες των Ιεροσολύμων, από την οποία οι Εβραίοι οδηγούσαν τα πρόβατα για τη θυσία, υπήρχε μεγάλη δεξαμενή που την ονόμαζαν Βηθεσδά, δηλαδή σπίτι του ελέους του Θεού. Είχε πέντε θολωτά υπόστεγα, κάτω από τα οποία κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, χωλοί, παράλυτοι και κάθε λογής αναξιοπαθούντες άνθρωποι. Όλοι αυτοί γέμιζαν το υπαίθριο εκείνο νοσοκομείο, περιμένοντας τη θεραπεία τους. Κάθε τόσο Άγγελος Κυρίου ετάρασσε τα νερά της δεξαμενής και οποιοσδήποτε άρρωστος εισερχόταν πρώτος στην δεξαμενή, μετά την ταραχή του νερού, γινόταν αμέσως καλά. Μεταξύ των αρρώστων, που ήσαν εκεί, ήταν και ένας παράλυτος, που υπέφερε για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν είχε κάποιο να τον βοηθήσει, αλλ’ ούτε και τη δύναμη ο ίδιος να πέσει μόνος του στη δεξαμενή. Έμενε, λοιπόν και περίμενε καρτερικά τη θαυματουργική του θεραπεία. Αυτόν, ακριβώς, τον πλέον εγκαταλελειμμένο άνθρωπο, επλησίασεν ο Θεάνθρωπος Ιησούς και τον εθεράπευσε. Όταν αργότερα τον συνάντησε στον Ναό του Σολομώντος, του είπε: «Ιδε υγιής γέγονας∙ μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται.» Δηλαδή, τώρα που θεραπεύτηκες, να μην λησμονείς ποτέ ότι η αμαρτία σε έχει αρρωστήσει και ότι οι νεανικές σου ασωτείες σε έχουν ρίξει τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτο νεκρό, στο κρεβάτι. Φοβού, λοιπόν, την αμαρτία και πρόσεχε να μη ξαναγυρίσεις σ’ αυτή, για να μη πάθεις χειρότερα και ανεπανόρθωτα. Αυτή η σύσταση του Κυρίου προς τον παράλυτο της Βηθεσδά, είναι σύσταση και για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί. Γι’ αυτό και η σύσταση αυτή του Κυρίου, μας δίνει σήμερα την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον κίνδυνο της υποτροπής.
Πράγματι, αδελφοί μου, είναι πολύ μεγάλος ο κίνδυνος της υποτροπής και της επανόδου του αμαρτωλού ανθρώπου που μετανόησε και θεραπεύτηκε από μια σοβαρή αρρώστεια, στην κατάσταση της αμαρτίας. Μάλιστα ο κίνδυνος δεν είναι απλώς, μεγάλος, αλλά και θανάσιμος. Τι είναι όμως η υποτροπή; Υποτροπή είναι το να αδιαφορήσουμε για όσες αμαρτίες εκάμαμε και για όσα κακά επάθαμε κι έπειτα από σοβαρές αρρώστειες και από φοβερούς εξευτελισμούς και τύψεις που μας έφερε η αμαρτία και μετά τη μετάνοια και την εξομολόγησή μας και την απόφασή μας να ζήσουμε πλέον τίμια χριστιανική ζωή, να ξαναγυρίσουμε πάλιν στην αμαρτωλή, την ένοχη, την άθλια ζωή που ζούσαμε προτού μετανοήσουμε και εξομολογηθούμε. Αυτή η επάνοδος στην αμαρτία, αυτή είναι η υποτροπή, που για πολλοστή φορά, πρέπει να ομολογήσουμε, ότι είναι κίνδυνος μεγάλος για όλους μας. Και είναι κίνδυνος μεγάλος γιατί η αμαρτία είναι εύκολη και εύκολα συρόμαστε σ’ αυτή. Εύκολα πέφτουμε και ξαναπέφτουμε σ’ αυτή και με ευκολία μεγάλη και την αρχίζουμε και την τελειώνουμε. Όπως λεει και η Γραφή, η αμαρτία είναι «ευπερίστατος» που σημαίνει ότι εύκολα μπορεί να παρασυρθούμε από αυτή. Και δεν είναι ξένη προς τον εαυτό μας και ούτε βρίσκεται μακριά από μας. Όλοι μας, δυστυχώς, έχουμε μέσα μας μια κλίση, μια ροπή και μια δύναμη ισχυρή, που μας σπρώχνει σε κάθε παράβαση, σε κάθε παρανομία, σε κάθε κακή και ανήθικη πράξη.
Αυτόν, ακριβώς, τον κακό εαυτό μας είναι που ζητά ν’ απαρνηθούμε ο Κύριος και Σωτήρας μας. Και είναι αλήθεια ότι, μετά τη μετάνοιά μας ο κακός εαυτός μας αδυνατίζει , αλλά δυστυχώς δεν εξαλείφεται. Μένει μέσα μας και πάλιν η πικρή αυτή και αντίθετη δύναμη. Μένει και μας σπρώχνει διαρκώς στα παλιά και μας εξωθεί να επανέλθουμε στην αμαρτωλή ζωή που αποκηρύξαμε με την μετάνοιά μας. Κι έτσι η αμαρτία γίνεται κυρίαρχη. Μπορεί ν’ απαρνηθήκαμε την αμαρτία με μια θερμή μετάνοια, να την αποκηρύξαμε και να την καταδικάσαμε σαν θανάσιμο εχθρό μας, αλλά με ευκολία πάλιν ξαναγυρίζουμε στην αμαρτωλή ζωή. Και τούτο γίνεται όταν η μετάνοιά μας είναι επιπόλαιη μάλλον, παρά βαθειά και ολοκληρωτική. Και τότε αυτή μας κυριεύει, μας αιχμαλωτίζει και μας υποδουλώνει. Γίνεται πάθος, αποβαίνει δεύτερη φύση, καταλήγει σε εξουσιαστή της θέλησής μας, με μια λέξη σε τύραννο της ψυχής και της ζωής μας. Μετανοούμε, κλαίμε, ικετεύουμε και ζητούμε με κάθε τρόπο να ελευθερωθούμε, αλλά, δυστυχώς, ελευθερία δεν βλέπουμε. Μένουμε δούλοι, δούλοι του πάθους, εξευτελισμένοι δούλοι της αμαρτίας και εξουθενωμένοι και ενώπιον της ίδιας της συνείδησής μας. Και φθάνουμε, πολλές φορές, οι ίδιοι να ντρεπόμαστε και να συγχαινόμαστε τους εαυτούς μας, σ’ ένα τέτοιο κατάντημα. Αυτός ο φόβος και αυτός ο κίνδυνος υπάρχει κι αν δεν επέμβει πάλιν ο Θεός να μας σώσει, είναι βέβαιος ο κίνδυνος αυτός. Και αυτό είναι «το χείρον», που είπε σήμερα ο Χριστός στον παράλυτο που εθεράπευσε.
Χρειάζεται, λοιπόν, αδιάκοπος και συνεχής αγώνας. Γιατί η αποτελεσματική καταπολέμηση της αμαρτίας δεν είναι μικρό πράγμα ή ζήτημα μιας μόνο ημέρας ή ενός μηνός ή ενός έτους. Για να καθαρίσει τελείως η ψυχή μας, απαιτείται καθημερινή και επίπονη προσπάθεια, εντατικός και ισόβιος θα λέγαμε αγώνας. Διάλειμμα και διακοπή και ανάπαυλα δεν χωρεί. Γιατί αν γίνει νέα πτώση, θα σημειωθεί και νέα υποτροπή. Σ’ αυτό μόνο η θερμή και επίμονη προσευχή μπορεί να μας βοηθήσει. Ο Κύριος αναφερόμενος στον ανακαινισμό του ανθρώπου, που αμαρτωλός να γίνει άγιος, μας λέει: «Εγώ είμαι το κλήμα, εσείς οι κληματόβεργες. Εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου και εγώ μαζί του, αυτός δίνει άφθονο καρπό, γιατί χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάμετε τίποτε» (Ιωάν. ΙΕ΄5). Τίποτε, επομένως, δεν μπορούμε να κάνουμε, ειδικά στο ζήτημα του εξαγιασμού μας, αν δεν έχουμε τη βοήθεια και ενίσχυση του Κυρίου μας. «Θα δείξω έλεος», μας λεει, «σ’ όποιο θέλω να ελεήσω και θα φανώ σπλαχνικός σ’ όποιο θέλω να σπλαχνιστώ» (Ρωμ. Θ΄15). Μπορεί με όλη μας την ψυχή να θέλουμε και με όλες μας τις δυνάμεις ν’ αγωνιζόμαστε και να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τα πάθη και τις κακίες και να εξαγνισθούμε. Αν δεν μας ελεήσει ο Θεός κι αν δεν επέμβει να μας απαλλάξει από τα πάθη μας, τίποτε δεν θα κάμουμε. Έχουμε ανάγκη, λοιπόν, της προσευχής, της θερμής προσευχής, της κατανυκτικής, της καθημερινής, της εντατικής, ώστε να μας βοηθήσει ο Θεός και να κάμει το θαύμα της απαλλαγής μας, από την εξουσία της αμαρτίας και να μας σώσει. Από μας, λοιπόν εξαρτάται. Ο Θεός μας παρακινεί, μας προτρέπει, μας παρακαλεί και μας προειδοποιεί. Από εκεί και πέρα το ναι και το όχι είναι δικό μας.
Αδελφοί μου! Όπως μετά την θεραπεία οποιασδήποτε αρρώστειας του σώματος αν δεν φυλαχθούμε έχουμε υποτροπή, που είναι περισσότερο επικίνδυνη από την πρώτη προσβολή, κατά τον ίδιο τρόπο, μετά την θεραπεία της ψυχής από οποιοδήποτε αμάρτημα, χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί και εδώ η επικίνδυνη υποτροπή είναι μεν εύκολη, αλλά καταστροφική. Μετά την θεραπεία της ψυχής μας με την ιερά εξομολόγηση, χρειάζεται άγρυπνη προσοχή να μην ξανακυλήσουμε στα ίδια, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουμε χειρότεροι. Τονωτική τροφή της ψυχής σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι ο λόγος του Θεού και η Θεία Κοινωνία.
† Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης Διονύσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου