ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
Στην Ευαγγελική περικοπή της σημερινής Κυριακής ο Χριστός δεν συναντάται μόνο με τη Σαμαρείτιδα, αλλά στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας συναντάται με ολόκληρη την αλλοτριωμένη ανθρωπότητα. Γιατί, ο Χριστός, δεν είναι κάποιος Ιουδαίος, που συναντάται και διαλέγεται με μια Σαμαρείτιδα. Αυτός που της μιλά είναι ο Υιός του Θεού, που κοινωνεί και επικοινωνεί με τους ανθρώπους προσφέροντας την άδολη και αυθεντική Του αγάπη.
Τούτη, ασφαλώς, η συνάντηση χαρακτηρίζεται ως ανυψωτική για τον άνθρωπο και ακόμα, ως συνάντηση αναγνώρισης της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα αυτού που αισθάνεται το ηθικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής του, αλλά και την περιφρόνηση των άλλων. Ο άνθρωπος μέσα από την ψυχολογική του ψυχοσύνθεση και την υπαρξιακή του διάσταση, όσο κι αν συνθλίβεται στα αδιέξοδα της αμαρτίας, ζητά και αποζητά κατά βάθος την εκτίμηση, την αποδοχή, και την αγάπη των άλλων. Όμως αυτή την πολύ ανθρώπινη σχέση και συμπεριφορά δεν τη βρίσκει πάντοτε ο καθένας μας, από τους αδελφούς και συνανθρώπους μας. Αυτήν, λοιπόν, την ανθρώπινη απουσία και ανεπάρκεια έρχεται να την πληρώσει και αναπληρώσει στον καθένα μας ο ίδιος ο Χριστός, όταν και αφού τον συναντήσουμε σε κάποιο «φρέαρ» της ζωής μας. Όπου οι άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται στο όντως υπαρξιακό αίτημα της ζωής του συνανθρώπου τους, πρέπει να κατανοήσουμε, ότι ανταποκρίνεται ο Χριστός, ο οποίος «ίσταται επί την θύραν και κρούει» (Αποκ. γ΄ 28), καλώντας μας, μάλιστα, προσωπικά, δηλαδή, μας «καλεί κατ’ όνομα» (Ιωάν. ι΄ 3), για να βρούμε επιτέλους, σ΄ Αυτόν την εκτίμηση, την αποδοχή και την αγάπη, όπως ακριβώς τη βρήκε και την αντιλήφθηκε, μέσα από ένα γνήσιο και ειλικρινή διάλογο, η Σαμαρείτις. Στάθηκε στο πηγάδι και συζήτησε μαζί της. Της ζήτησε νερό και ας γνώριζε, ότι τον θεωρούσε εχθρό της, εξαιτίας του μεγάλου και υπαρκτού εθνικού μίσους ανάμεσα στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους. Γιατί, ο Χριστός είναι πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο συσχετισμό και εμπάθεια. Ο Χριστός δέχεται, ότι η συμβολή και η συμπαράσταση του καθενός, αντιστρέφεται ευεργετικά σε όποιον την προσφέρει. Διδάσκει και κηρύττει αυτού του είδους την προσφορά γιατί, πράγματι, μόνον έτσι υπερβαίνει κανείς τον εαυτόν του και τον ατομοκεντρισμό του, υπακούοντας στην παραίνεσή Του «απαρνησάσθω εαυτόν»(Μαρκ. η΄ 34).
Γιατί, όπως έχει αποδειχτεί, είναι ο εγωϊσμός και ο ατομοκεντρισμός μας, που δεν μας επιτρέπουν να αισθανθούμε και να νοιώσουμε την αγωνία και τη θλίψη του Χριστού, που έχει για τις αθεράπευτα ψυχοσωματικές ανάγκες του ανθρώπου και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά λέγοντας στη Σαμαρείτιδα «πίστευσόν μοι»(Ιωάν. δ΄ 21).
Η πράξη αυτή του Χριστού έχει ακόμη χαρακτήρα αντιεγωϊστικό. Ο Χριστός δεν εμφορείται από εγωισμό ότι δηλαδὴ μόνον Αυτός μπορεί να δίδει. Δεν επιθυμεί να φαίνεται πως Αυτὸς μόνο είναι ικανός. Γιατί τότε ταπεινώνει τους ανθρώπους, επειδή αυτοί δεν μπορούν να δώσουν, να προσφέρουν. Και δεν μπορούν να δώσουν, αφού δεν έχουν κάτι δικό τους. Τα πάντα ανήκουν στο Θεό.
Ο Θεός δίνει απλόχερα την αγάπη Του και την καλοσύνη Του στον άνθρωπο με κάθε τρόπο και μέσο και αυτός αντί να την αντιπροσφέρει, «ως αντίδωρο» στο Θεό δια του «πλησίον» του, την κρατάει και την παρακρατάει προς ίδιον όφελος(εγωϊσμός), βάζοντας έτσι την ίδια τη ζωή και την ύπαρξή του σε εμπλοκή και περιπέτεια, με αποτέλεσμα να ενεργεί νοησιαρχικά, λογικοκεντρικά και ασφαλώς, αναπόφευκτα ιδιοτελειακά και συμφεροντολογικά. Κι έτσι η υπαρξιακή οντολογική ανθρώπινη λειτουργία αυτοπεριορίζεται και αυτοεγκλωβίζεται στο μυαλό και στη νόηση του εγωιστή ανθρώπου, που αυτοπροσδιορίζεται με άτεγκτους και ψυχρούς συνειρμικούς συλλογισμούς χωρίς αίσθημα και συναισθηματικότητα.
Στη θεία Λειτουργία ομολογούμε, ότι προσφέρουμε τα δικά Του από τα δικά Του. «Τα σα εκ των σων Συ προσφέρομεν…» Αυτό ευχαριστεί τον Χριστό, γιατί δίδει την ευκαιρία στους ανθρώπους να Του προσφέρουν, ως αδελφοί Του, πλασμένοι κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωση δική Του.
Σύμφωνα με την επιστήμη της Ψυχολογίας της Προσωπικότητας και της Κοινωνικής ψυχολογίας, ο νους, η νόηση και η σκέψη της Σαμαρείτιδος κάπως έτσι ψυχρά και αρνητικά συναισθηματικά, κοινωνούσε και λειτουργούσε, και αυτό εξάγεται από την απάντηση που έδωσε στο Χριστό, όταν της ζήτησε νερό από το πηγάδι του Ιακώβ. Πηγάδι, που τελικά δεν της ανήκε, αφού το νερό είναι κοινόχρηστο αγαθό. «…πώς Συ Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιειν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις».
Έβλεπε και αντιμετώπιζε τον Χριστό λογικοκεντρικά και ορθολογιστικά. Τον διέκρινε και τον αναγνώριζε μόνο με τα εξωτερικά Του χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Σύμφωνα, δηλαδή, με την εθνική Του προέλευση και την Ιουδαϊκή του καταγωγή.
Η νοησιαρχική της σκέψη και βούληση την είχαν κάνει να πιστεύει, ότι ο κάθε Ιουδαίος ήταν οπωσδήποτε εχθρός της και κατά συνέπεια, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να τον βοηθήσει, να τον συνδράμει ή να τον εξυπηρετήσει. Μέσα από αυτή τη νοοτροπία και το απόσταγμα της σκέψης διακρίνουμε με καθαρότητα πώς εκλαμβάνονται και πραγματώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο. Αφ΄ ενός μεν, ο συνάνθρωπος εκλαμβάνεται, ως ένα ψυχρό αντικείμενο ή πράγμα και αφ΄ ετέρου, σύμφωνα με τα ιδιώματα ή τις ιδιότητές του. Δηλαδή, την εθνικότητά του, την κοινωνική και οικονομική του στάθμη κ.ά., με αποτέλεσμα να μπαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους ένα αδιαπέραστο τείχος αίσχους και ντροπής, που εμποδίζει και αποκρύπτει την έκφραση του ψυχικού και πνευματικού τους κόσμου.
Για να ξεπεράσουμε και για να γκρεμίσουμε από τα εσώτερα του είναι μας αυτό το τείχος της ντροπής και της ψυχοσωματικής αλλοίωσης και φθοράς, χρειαζόμαστε ένα άνοιγμα, ένα ξεπέταγμα. Χρειαζόμαστε την προσωπική μας υπέρβαση και αυθυπέρβαση. Την ατομική μας έξοδο από το αδιέξοδο του «Εγώ» και την είσοδό μας στο «Εσύ» του άλλου. Αυτή η προσφορά και η διακονία μας στους συνανθρώπους μας, ανεξάρτητα από ιδιότητες και γνωρίσματα, όταν μάλιστα επιτελείται και συντελείται στο Όνομα του Χριστού και δια του Χριστού, τότε αποκαλύπτεται και φανερώνεται ο οντολογικός προορισμός της ανθρώπινης πορείας του καθενός μας. Αυτό που δίδασκε με το λόγο, ο Λόγος, όχι μόνο στη Σαμαρείτιδα και κατόπιν στους συγχωριανούς της, αλλά παντού και πάντοτε.
Ας αντιληφθούμε, επιτέλους, αυτό τον προορισμό και ας τον πραγματώσουμε, όπως τον πραγμάτωσε η σημερινή γυναίκα της ευαγγελικής περικοπής, αλλά και πολλοί συγχωριανοί της, πίνοντας από το ύδωρ, που τους έδωσε και τους οδήγησε «εις ζωήν αιώνιον».
Στην Ευαγγελική περικοπή της σημερινής Κυριακής ο Χριστός δεν συναντάται μόνο με τη Σαμαρείτιδα, αλλά στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας συναντάται με ολόκληρη την αλλοτριωμένη ανθρωπότητα. Γιατί, ο Χριστός, δεν είναι κάποιος Ιουδαίος, που συναντάται και διαλέγεται με μια Σαμαρείτιδα. Αυτός που της μιλά είναι ο Υιός του Θεού, που κοινωνεί και επικοινωνεί με τους ανθρώπους προσφέροντας την άδολη και αυθεντική Του αγάπη.
Τούτη, ασφαλώς, η συνάντηση χαρακτηρίζεται ως ανυψωτική για τον άνθρωπο και ακόμα, ως συνάντηση αναγνώρισης της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα αυτού που αισθάνεται το ηθικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής του, αλλά και την περιφρόνηση των άλλων. Ο άνθρωπος μέσα από την ψυχολογική του ψυχοσύνθεση και την υπαρξιακή του διάσταση, όσο κι αν συνθλίβεται στα αδιέξοδα της αμαρτίας, ζητά και αποζητά κατά βάθος την εκτίμηση, την αποδοχή, και την αγάπη των άλλων. Όμως αυτή την πολύ ανθρώπινη σχέση και συμπεριφορά δεν τη βρίσκει πάντοτε ο καθένας μας, από τους αδελφούς και συνανθρώπους μας. Αυτήν, λοιπόν, την ανθρώπινη απουσία και ανεπάρκεια έρχεται να την πληρώσει και αναπληρώσει στον καθένα μας ο ίδιος ο Χριστός, όταν και αφού τον συναντήσουμε σε κάποιο «φρέαρ» της ζωής μας. Όπου οι άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται στο όντως υπαρξιακό αίτημα της ζωής του συνανθρώπου τους, πρέπει να κατανοήσουμε, ότι ανταποκρίνεται ο Χριστός, ο οποίος «ίσταται επί την θύραν και κρούει» (Αποκ. γ΄ 28), καλώντας μας, μάλιστα, προσωπικά, δηλαδή, μας «καλεί κατ’ όνομα» (Ιωάν. ι΄ 3), για να βρούμε επιτέλους, σ΄ Αυτόν την εκτίμηση, την αποδοχή και την αγάπη, όπως ακριβώς τη βρήκε και την αντιλήφθηκε, μέσα από ένα γνήσιο και ειλικρινή διάλογο, η Σαμαρείτις. Στάθηκε στο πηγάδι και συζήτησε μαζί της. Της ζήτησε νερό και ας γνώριζε, ότι τον θεωρούσε εχθρό της, εξαιτίας του μεγάλου και υπαρκτού εθνικού μίσους ανάμεσα στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους. Γιατί, ο Χριστός είναι πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο συσχετισμό και εμπάθεια. Ο Χριστός δέχεται, ότι η συμβολή και η συμπαράσταση του καθενός, αντιστρέφεται ευεργετικά σε όποιον την προσφέρει. Διδάσκει και κηρύττει αυτού του είδους την προσφορά γιατί, πράγματι, μόνον έτσι υπερβαίνει κανείς τον εαυτόν του και τον ατομοκεντρισμό του, υπακούοντας στην παραίνεσή Του «απαρνησάσθω εαυτόν»(Μαρκ. η΄ 34).
Γιατί, όπως έχει αποδειχτεί, είναι ο εγωϊσμός και ο ατομοκεντρισμός μας, που δεν μας επιτρέπουν να αισθανθούμε και να νοιώσουμε την αγωνία και τη θλίψη του Χριστού, που έχει για τις αθεράπευτα ψυχοσωματικές ανάγκες του ανθρώπου και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά λέγοντας στη Σαμαρείτιδα «πίστευσόν μοι»(Ιωάν. δ΄ 21).
Η πράξη αυτή του Χριστού έχει ακόμη χαρακτήρα αντιεγωϊστικό. Ο Χριστός δεν εμφορείται από εγωισμό ότι δηλαδὴ μόνον Αυτός μπορεί να δίδει. Δεν επιθυμεί να φαίνεται πως Αυτὸς μόνο είναι ικανός. Γιατί τότε ταπεινώνει τους ανθρώπους, επειδή αυτοί δεν μπορούν να δώσουν, να προσφέρουν. Και δεν μπορούν να δώσουν, αφού δεν έχουν κάτι δικό τους. Τα πάντα ανήκουν στο Θεό.
Ο Θεός δίνει απλόχερα την αγάπη Του και την καλοσύνη Του στον άνθρωπο με κάθε τρόπο και μέσο και αυτός αντί να την αντιπροσφέρει, «ως αντίδωρο» στο Θεό δια του «πλησίον» του, την κρατάει και την παρακρατάει προς ίδιον όφελος(εγωϊσμός), βάζοντας έτσι την ίδια τη ζωή και την ύπαρξή του σε εμπλοκή και περιπέτεια, με αποτέλεσμα να ενεργεί νοησιαρχικά, λογικοκεντρικά και ασφαλώς, αναπόφευκτα ιδιοτελειακά και συμφεροντολογικά. Κι έτσι η υπαρξιακή οντολογική ανθρώπινη λειτουργία αυτοπεριορίζεται και αυτοεγκλωβίζεται στο μυαλό και στη νόηση του εγωιστή ανθρώπου, που αυτοπροσδιορίζεται με άτεγκτους και ψυχρούς συνειρμικούς συλλογισμούς χωρίς αίσθημα και συναισθηματικότητα.
Στη θεία Λειτουργία ομολογούμε, ότι προσφέρουμε τα δικά Του από τα δικά Του. «Τα σα εκ των σων Συ προσφέρομεν…» Αυτό ευχαριστεί τον Χριστό, γιατί δίδει την ευκαιρία στους ανθρώπους να Του προσφέρουν, ως αδελφοί Του, πλασμένοι κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωση δική Του.
Σύμφωνα με την επιστήμη της Ψυχολογίας της Προσωπικότητας και της Κοινωνικής ψυχολογίας, ο νους, η νόηση και η σκέψη της Σαμαρείτιδος κάπως έτσι ψυχρά και αρνητικά συναισθηματικά, κοινωνούσε και λειτουργούσε, και αυτό εξάγεται από την απάντηση που έδωσε στο Χριστό, όταν της ζήτησε νερό από το πηγάδι του Ιακώβ. Πηγάδι, που τελικά δεν της ανήκε, αφού το νερό είναι κοινόχρηστο αγαθό. «…πώς Συ Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιειν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις».
Έβλεπε και αντιμετώπιζε τον Χριστό λογικοκεντρικά και ορθολογιστικά. Τον διέκρινε και τον αναγνώριζε μόνο με τα εξωτερικά Του χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Σύμφωνα, δηλαδή, με την εθνική Του προέλευση και την Ιουδαϊκή του καταγωγή.
Η νοησιαρχική της σκέψη και βούληση την είχαν κάνει να πιστεύει, ότι ο κάθε Ιουδαίος ήταν οπωσδήποτε εχθρός της και κατά συνέπεια, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να τον βοηθήσει, να τον συνδράμει ή να τον εξυπηρετήσει. Μέσα από αυτή τη νοοτροπία και το απόσταγμα της σκέψης διακρίνουμε με καθαρότητα πώς εκλαμβάνονται και πραγματώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο. Αφ΄ ενός μεν, ο συνάνθρωπος εκλαμβάνεται, ως ένα ψυχρό αντικείμενο ή πράγμα και αφ΄ ετέρου, σύμφωνα με τα ιδιώματα ή τις ιδιότητές του. Δηλαδή, την εθνικότητά του, την κοινωνική και οικονομική του στάθμη κ.ά., με αποτέλεσμα να μπαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους ένα αδιαπέραστο τείχος αίσχους και ντροπής, που εμποδίζει και αποκρύπτει την έκφραση του ψυχικού και πνευματικού τους κόσμου.
Για να ξεπεράσουμε και για να γκρεμίσουμε από τα εσώτερα του είναι μας αυτό το τείχος της ντροπής και της ψυχοσωματικής αλλοίωσης και φθοράς, χρειαζόμαστε ένα άνοιγμα, ένα ξεπέταγμα. Χρειαζόμαστε την προσωπική μας υπέρβαση και αυθυπέρβαση. Την ατομική μας έξοδο από το αδιέξοδο του «Εγώ» και την είσοδό μας στο «Εσύ» του άλλου. Αυτή η προσφορά και η διακονία μας στους συνανθρώπους μας, ανεξάρτητα από ιδιότητες και γνωρίσματα, όταν μάλιστα επιτελείται και συντελείται στο Όνομα του Χριστού και δια του Χριστού, τότε αποκαλύπτεται και φανερώνεται ο οντολογικός προορισμός της ανθρώπινης πορείας του καθενός μας. Αυτό που δίδασκε με το λόγο, ο Λόγος, όχι μόνο στη Σαμαρείτιδα και κατόπιν στους συγχωριανούς της, αλλά παντού και πάντοτε.
Ας αντιληφθούμε, επιτέλους, αυτό τον προορισμό και ας τον πραγματώσουμε, όπως τον πραγμάτωσε η σημερινή γυναίκα της ευαγγελικής περικοπής, αλλά και πολλοί συγχωριανοί της, πίνοντας από το ύδωρ, που τους έδωσε και τους οδήγησε «εις ζωήν αιώνιον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου