Πεντηκοστή
Ιωάννου Μ. Φουντούλη
«Πεντηκοστὴν εορτάζομεν
καὶ Πνεύματος επιδημίαν
καὶ προθεσμίαν επαγγελίας
καὶ ελπίδος συμπλήρωσιν·
καὶ τὸ μυστήριον όσον;
Ὡς μέγα τε καὶ σεβάσμιον.
Διὸ βοώμέν σοί·
Δημιουργὲ τοῦ παντός,
Κύριε, δόξα σοί».
Αυτόν τον θαυμάσιο ύμνο θέτει η Εκκλησία μας σαν προπύλαιο στην εορτή της Πεντηκοστής. Και σ’ αυτόν ανακεφαλαιώνει το «μέγα και σεβάσμιον» μυστήριον, το οποίον πανηγυρίζει: Την συμπλήρωση της ελπίδος, την προθεσμία της επαγγελίας, την επιδημία του Πνεύματος του αγίου. Γιατί πράγματι το εορταζόμενο γεγονός, η επιφοίτησις του αγίου Πνεύματος στους αποστόλους του Χριστού, αποτελεί το τέλος και το επιστέγασμα όλου του έργου της σωτηρίας. Όλο το έργο του Χριστού, η έλευσις, η διδασκαλία, το πάθος, η ανάστασις, η ανάληψις απέβλεπαν σ’ αυτό· στην έλευση του αγίου Πνεύματος στον κόσμο, στην νέα δημιουργία. Ακριβώς για το λόγο αυτό στο τροπάριο που ακούσαμε και σε όλη την υμνογραφία της Πεντηκοστής ανυμνείται ο δημιουργός του παντός, ο Πατήρ, που δια του Λόγου, του Υιού της αγάπης Του, εν αγίω Πνεύματι δημιουργεί τον κόσμο, αναδημιουργεί, ξανακτίζει την κτίση και την μεταβάλλει σε νέα, την ανακαινίζει.
Έτσι η ημέρα αυτή συνδέει την ανάμνηση της γενεθλίου ημέρας του νέου κόσμου με την ανάμνηση της γενεθλίου ημέρας του παλαιού. Τις δύο γεννήσεις, την φυσική και την υπερφυσική. Στην πρώτη μας μεταφέρουν οι πρώτες γραμμές της Βίβλου: «Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς. Καὶ ἐγένετο φῶς. Καὶ εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν»[1] Στην δευτέρα συμβαίνει το ίδιο. Επάνω στην άμορφο ύλη των εθνών και το σκότος της πλάνης εκχύνεται η βιαία πνοή του Πνεύματος του Θεού. Ο λόγος Του ανακαινίζει την παλαιωθείσα κτίσι. «Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶοἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λυβίης τῆς κατὰ Κυρήνην… Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοι τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες»[2] είναι η νέα άβυσσος, το γέννημα της διασποράς, της κατατμήσεως και της αποσυνθέσεως του κόσμου. Επάνω από αυτούς τώρα επιφέρεται το Πνεύμα του Θεού και ο Λόγος Του καλεί όλους εις συμφωνίαν, εις ενότητα Πνεύματος αγίου, εις το φως. «Ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι»[3] τους καλεί να επιστρέψουν «ἀπὸ σκότους εἰς φῶς»[4], να γίνουν «φῶς ἐν Κυρίῳ».[5] Και η αναχώνευσις γίνεται με τας πυριμόρφους γλώσσας του αγίου Πνεύματος, που διεμερίσθησαν στους αποστόλους. «Καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός».[6] Η γλώσσα, το σύμβολο, το αποτέλεσμα και το αίτιο του χωρισμού, γίνεται τώρα σύμβολο ενότητος, της εν αγίω Πνεύματι ενότητος του νέου λαού του Θεού. Ο εγκαινισμός του Πνεύματος συμβολίζεται με την καινουργία των γλωσσών. Διά του Χριστού εν αγίω Πνεύματι λαλείται τώρα το μυστήριο της αιωνίου σωτηρίας. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει το δεύτερο στιχηρό του εσπερινού της Πεντηκοστής του α΄ ήχου:
«Γλώσσαις ἀλλογενῶν
ἐκαινούργησας, Χριστέ, τοὺς σοὺς μαθητάς,
ἵνα δι᾿ αὐτῶν σε κηρύξωσι
τὸν ἀθάνατον Λόγον καὶ Θεόν,
τὸν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος».
Ο λαός λοιπόν του Θεού, η Εκκλησία εορτάζει κατά την Πεντηκοστή την γέννησή της. Την γενέθλιο ημέρα της, αλλά και αυτό το μυστήριο της ιδίας της ζωής της. Γιατί η Εκκλησία του Χριστού δεν έζησε το μυστήριο της Πεντηκοστής σε μία στιγμή χρόνου κατά το μακάριο εκείνο έτος και την ιστορική εκείνη ημέρα, που «ἐπλήσθησαν» οι μαθητές «Πνεύματος ἁγίου». Αλλά το ζει καθημερινώς, διαρκώς, σε κάθε στιγμή χρόνου, από την ημέρα εκείνη την γενέθλιο μέχρι της συντελείας του αιώνος. Γιατί το Πνεύμα το άγιον ήλθε τότε και έκτοτε μένει και θα μένει εις τον αιώνα στον κόσμο για να συγκροτεί την Εκκλησία. Πνεύμα και Εκκλησία είναι αδιασπάστως ενωμένα. Το άγιον Πνεύμα είναι η ψυχή, η ζωή, η ύπαρξις της Εκκλησίας, της εν αγίω Πνεύματι καινής ζωής. Σ’ αυτό οφείλεται η ενότης, η αγιότης, η καθολικότης της Εκκλησίας. Από αυτό πηγάζουν τα χαρίσματα, οι θεσμοί, η πίστις και η θεολογία της Εκκλησίας. Την βιαία Του πνοή και την πυρίμορφο δρόσο Του αισθάνεται σε κάθε βήμα, σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε κίνησή της. Από αυτό πηγάζουν οι υπερφυσικές ενέργειες των μυστηρίων, που ζωογονούν, που τροφοδοτούν και αγιάζουν το σώμα της. Αυτό θεολογεί και ο ποιητής του τρίτου στιχηρού του εσπερινού:
«Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον·
βρύει προφητείας,
ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁμοούσιε καὶ ὁμόθρονε
τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι».
Στην ιστορική λοιπόν Πεντηκοστή, αλλά και στην διαρκή Πεντηκοστή, στην οποία ζει η Εκκλησία, θα μας μεταφέρει κατά την επέτειο του γεγονότος αυτού. Θα μας καλέσει να κλίνουμε τα γόνατα στις αυλές του Κυρίου και να προσκυνήσουμε την αήττητο δύναμή Του, να δοξολογήσουμε την αγία Τριάδα, που φωτίζει και αγιάζει τις ψυχές μας. Και στην στάση αυτή της ταπεινώσεως, της κλίσεως των γονάτων και του αυχένος, να υποδεχθούμε την χάρη του Παρακλήτου. Να ανανεώσουμε και να αναρριπίσουμε την φλόγα του αγίου Πνεύματος. Να συνειδητοποιήσουμε την θέση μας και την υπόστασή μας σαν μελών της Εκκλησίας, σαν ναών του αγίου Πνεύματος. Ναών και σκευών καθαρών, δοχείων του Παρακλήτου, των οποίων κάθε σκέψις θα υπαγορεύεται από το Πνεύμα της σοφίας, κάθε ενέργεια από το Πνεύμα της συνέσεως, το αγαθόν, το ευθές, το νοερόν, το ηγεμονεύον, το καθαίρον τα πταίσματα. Το Πνεύμα το άγιον, το Κύριον και ζωοποιόν, το θείον που θεοποιεί τους ανθρώπους, που δια της χάριτός Του μας μεταβάλλει σε «Θεοὺς κατὰ μέθεξιν».
Αυτό το υπερφυές γεγονός της επιφοιτήσεως του Παρακλήτου περιγράφουν τα τρία θαυμάσια τροπάρια των αίνων και του εσπερινού του δ´ ήχου. Αυτό το Πνεύμα εγκωμιάζουν και αυτού την χάρη επικαλούνται μαζί με το δοξαστικό του πλ. β´ ήχου, με το οποίο κατακλείουμε την εκπομπή μας:
«Παράδοξα σήμερον
εἶδον τὰ ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυΐδ,
ὅτε τὸ Πνεῦμα κατῆλθε τὸ ἅγιον
ἐν πυρίναις γλώσσαις,
καθὼς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο.
Φησὶ γάρ· Συνηγμένων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἐγένετο ἦχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς,
καὶ ἐπλήρωσε τὸν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καὶ πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι
ξένοις ῥήμασι, ξένοις δόγμασι,
ξένοις διδάγμασι, τῆς ἁγίας Τριάδος».
«Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον,
ἦν μὲν ἀεί, καὶ ἔστι, καὶ ἔσται
οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον,
ἀλλ᾿ ἀεὶ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συντεταγμένον
καὶ συναριθμούμενον.
Ζωή καὶ ζωοποιοῦν·
φῶς, καὶ φωτὸς χορηγόν·
αὐτάγαθον, καὶ πηγὴ ἀγαθότητος·
δι᾿ οὗ Πατὴρ γνωρίζεται
καὶ Υἱὸς δοξάζεται
καὶ παρὰ πάντων γινώσκεται,
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις, τῆς ἁγίας Τριάδος».
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον,
φῶς καὶ ζωή καὶ ζῶσα πηγὴ νοερά,
Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως·
ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν,
ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τὰ πταίσματα.
Θεός, καὶ θεοποιοῦν·
πῦρ, ἐκ πυρὸς προϊόν·
λαλοῦν, ἐνεργοῦν,
διαιροῦν τὰ χαρίσματα·
δι᾿ οὗ Προφῆται ἅπαντες
καὶ Θεοῦ ἀπόστολοι
μετὰ μαρτύρων ἐστέφθησαν.
Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα,
πῦρ διαιρούμενον, εἰς νομὰς χαρισμάτων».
«Βασιλεῦ οὐράνιε,
Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός·
ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν
καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος
καὶ σῶσον, ἀγαθὲ τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
(13 Ιουνίου 1970)
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997
[1] Γενέσ. 1, 2-4.
[2] Πράξ. 2, 9-11.
[3] Β΄ Κορ. 4,6.
[4] Πραξ. 26, 18.
[5] Εφεσ. 5, 8.
[6] Πραξ. 2, 3.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου