Το γεγονός της Εκκλησίας
π. Φιλόθεος Φάρος
Την Πεντηκοστή γιορτάζουμε το γεγονός της Εκκλησίας, αλλά η εποχή μας δεν μπορεί εύκολα να γιορτάσει το γεγονός της Εκκλησίας, γιατί είναι μια έντονα αντιεκκλησιαστική εποχή, όχι γιατί επικρίνονται, διαβάλλονται, διασύρονται ή συκοφαντούνται συχνά εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής διοικήσεως, αλλά επειδή η φύση του πολιτισμού που κυριαρχεί σήμερα είναι αντιεκκλησιαστική. Η εποχή μας είναι μια εποχή ατομιστική και ανταγωνιστική, είναι μια εποχή που ενθαρρύνει τον ανθρώπινο ναρκισσισμό και σαν συνέπεια καλλιεργεί τις προϋποθέσεις για την αποκοπή του ανθρώπου από τους άλλους και την απομόνωσή του.
Η εκκλησιαστικότητα αντίθετα είναι αντανάκλαση της τριαδικότητας του Θεού, που σαν Θεός αγάπης δεν μπορούσε αν και είναι ένας να είναι μοναδικός, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να αγαπάει κάποιον άλλο. Έτσι ο Θεός ήταν απαραίτητο να είναι μια κοινότητα, μια κοινωνία που τα πρόσωπα που την αποτελούν να τα μοιράζονται όλα, να τα έχουν όλα κοινά εκτός από την ταυτότητά τους, την υποστατικότητά τους. Γιατί αν είχαν και την ταυτότητα ή την υποστατικότητά κοινή δεν θα ήταν κοινότητα, αλλά μοναδικότητα και επομένως ο Θεός δεν θα μπορούσε να είναι Θεός αγάπης.
Στον άνθρωπο ο Θεός που τον έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωση δική του, έδωσε την εκκλησιαστικότητα που είναι για τον άνθρωπο ότι είναι για τον Θεό η τριαδικότητα. Αλλά με την απομάκρυνσή του από τον Θεό ο άνθρωπος αλλοιώνει την θεία εικόνα και υποκαθιστά την εκκλησιαστικότητά του, δηλαδή το βασικό στοιχείο της φύσεώς του που απαιτεί την ένωσή του με τους άλλους ανθρώπους, με τον ατομικισμό και τον ναρκισσισμό που τον οδηγεί στον θάνατο.
Ο Χριστός με την ενσάρκωση του, την ενανθρώπισή του αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση, στην παλιά της κατάσταση και έτσι ξαναζωντανεύει, την εκκλησιαστικότητα του ανθρώπου και την πραγματώνει με την σύσταση της Εκκλησίας.
Επομένως η Εκκλησία δεν είναι διοίκηση, δεν είναι οργάνωση, δεν είναι εξουσία, αλλά είναι κοινωνία, συνομιλία, συνύπαρξη, συμβίωση, συνοδοιπορία, συμμετοχή, συνεύρεση, σύνοδος. Ούτε είναι αναγκαστικά Εκκλησία η χωρίς καμιά συνοχή συγκέντρωση ατόμων στο ναό. Η συγκέντρωση ατόμων στο ναό, μπορεί μάλιστα συχνά να είναι κάθε άλλο παρά Εκκλησία.
Στην Εκκλησία οι άνθρωποι μοιράζονται με τους άλλους τον εαυτό τους, το βιό τους, τον χρόνο τους, τις ανησυχίες τους, τη δημιουργικότητά τους, τη χαρά τους, την λύπη τους, την πίκρα τους, την απόγνωσή τους, την ελπίδα τους, την πίστη τους.
Στην Εκκλησία, ούτε υπακούουν πολλοί σε ένα ούτε δεν υπακούει κανένας σε κανένα, αλλά υπακούουν όλοι σε όλους.
Δεν υπάρχει Εκκλησία εκεί που οι άνθρωποι φροντίζουν ο καθένας τον εαυτό του, εκεί που ο καθένας κρατάει τα αγαθά του, την χαρά του, την δύναμή του, την ελπίδα του, την πίστη του, την αρετή του για τον εαυτό του και δεν την μοιράζεται με τους άλλους.
Η Εκκλησία όμως πραγματώνεται διαρκώς πάνω στη γη, αποκαθιστά διαρκώς την εκκλησιαστικότητα της ανθρωπινής φύσεως, μεταβάλλει διαρκώς τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού, δεν είναι στατική, δεν φτάνει ποτέ στο τέρμα, μπορεί πάντα να γίνεται όλο και περισσότερο η βασιλεία του Θεού. Επομένως η Εκκλησία δεν είναι μια κοινωνία καθαρών, που έχουν φθάσει στο τέρμα και που δεν μπορούν να προχωρήσουν πιο πέρα.
Μέσα στην Εκκλησία, τα μέλη της Εκκλησίας αγωνίζονται διαρκώς να μετακινηθούν από τον δαιμονικό ναρκισσισμό στην εκκλησιαστικότητα, που είναι η αντανάκλαση της τριαδικότητας του Θεού.
Αν στην εποχή μας πολλοί άνθρωποι πολεμούν την Εκκλησία σαν οργάνωση, είναι προ παντός και κυρίως επειδή ο σημερινός άνθρωπος κυριαρχημένος από τον δαιμονικό ναρκισσισμό τρέμει την εκκλησιαστικότητα και μπορεί να μιλάει συχνά για δίκαιη κατανομή των υλικών αγαθών, αλλά δεν κάνει ποτέ λόγο για αγάπη. Με την μάσκα της υλιστικής ισότητας, κρύβει τον τρόμο που αισθάνεται στο ενδεχόμενο να μοιραστεί τον εαυτό του με κάποιον άλλο. Γι’ αυτό προσπαθεί να μεταβάλει σε εμπορική συναλλαγή και τις πιο προσωπικές σχέσεις όπως ο γάμος, τον οποίο θέλει να απογυμνώσει από κάθε προσωπικό στοιχείο, από κάθε συναίσθημα και να τον κάνει συνδικαλισμό με ωράρια, με δικαιώματα, έντονα ανταγωνιστικό, μια σφοδρή μάχη ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα, για να προστατευθεί έτσι από το ενδεχόμενο της προσωπικής προσφοράς
Την υλιστική ισότητα την θέλει υποχρεωτική, κυριαρχική, επιβεβλημένη από κάποια απρόσωπη εξουσία για να αποκλείεται το στοιχείο της προσωπικής προσφοράς, για την οποία αισθάνεται έντονα ο σημερινός άνθρωπος την τραγική του αναπηρία.
Αλλά δεν μπορούν οι άνθρωποι να έχουν μεταξύ τους κοινότητα, κοινωνία, ενότητα, χωρίς να είναι ενωμένοι με Εκείνον που είναι η Κοινότητα, η Κοινωνία, η Ενότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική κοινότητα χωρίς να είναι Εκκλησία και χωρίς να έχει αυτή η κοινότητα κι αυτή η κοινωνία σαν ψυχή της το πνεύμα του Θεού.
Χωρίς το πνεύμα του Θεού, δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία. Το Πνεύμα του Θεού «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (Στιχηρό Εσπερινού Κυριακής Πεντηκοστής) και δεν μπορεί κανείς να δεχθεί το πνεύμα του Θεού έξω από την Εκκλησία «οὐ γὰρ ἄλλως ἔνι κατελθεῖν ἐκεῖνο τὸ Πνεῦμα. Καθάπερ γάρ, εἰ τύχοι χεὶρ ἀποσπασθεῖσα τοῦ σώματος, τὸ πνεῦμα τὸ ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου τὴν συνέχειαν ζητοῦν, καὶ μὴ εὑρόν, οὐκ ἐξάλλεται τοῦ σώματος, καὶ διατρῆσαν, πρὸς τὴν χεῖρα ἐξέρχεται, ἀλλ’ ἂν μὴ εὕρῃ κείμενον, οὒχ ἅπτεται οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἐὰν μὴ ὦμεν τῇ ἀγάπῃ συνδεδεμένοι».[1] Έτσι εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει σωτηρία για τον άνθρωπο που δεν μετέχει στο μυστήριο της Εκκλησίας, που είναι η ενεργοποίηση στη ζωή του στοιχείου της εκκλησιαστικότητας. «Ἐν ὑψηλῷ κηρύγματι τῆς τοῦ Θεοῦ, Ἐκκλησίας, ἀκούσωμεν βοώσης ὁ διψῶν, ἐρχέσθω καὶ πινέτω ὁ κρατὴρ ὅν φέρω, κρατὴρ ἐστι σοφίας, τούτου τὸ πόμα ἀληθείας λόγω κεκέρακα, ὕδωρ οὐ προχέων ἀντιλογίας, ἀλλ’ ὁμολογίας ἥς πίνων ὁ νῦν Ἰσραήλ, Θεὸν ὁρᾷ φθεγγόμενον. Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμί, καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι, ἐγὼ Θεὸς πρῶτος, ἐγὼ καὶ μετὰ ταῦτα, καὶ πλὴν ἐμοῦ ἄλλος οὐκ ἔστιν ὅλως. Ἐντεῦθεν οἱ μετέχοντες πλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον» (Οίκος Κυριακής Πατέρων).
Επειδή οι διάφορες ανθρώπινες ομάδες πολύ συχνά δεν είναι Εκκλησία και επομένως δεν έχουν το πνεύμα του Θεού, δεν υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, και η έλλειψη εμπιστοσύνης αναγκάζει τον άνθρωπο να κρυπτογραφεί τα μηνύματα που στέλνει στον συνάνθρωπό του, για να είναι έτσι καλυμμένος και να μπορεί να υπαναχωρεί όταν διαπιστώνει ότι ο άλλος απορρίπτει αυτά τα μηνύματα.
Τέτοια είναι η επικοινωνία ακόμη και μεταξύ συζύγων και μελών μιας οικογένειας. Είναι πασίγνωστη η λαϊκιστική συμβουλή «μη λες στον άνδρα σου ότι τον αγαπάς γιατί μπορεί να το εκμεταλλευθεί», και πραγματικά και στα υγιέστερα ζευγάρια ένα μεγάλο μέρος της συζυγικής επικοινωνίας γίνεται με τέτοιες προφυλάξεις και κρυπτογραφήσεις.
Παρόμοια συμβαίνουν και στις σχέσεις παιδιών και γονέων. Οι γονείς πολύ συχνά κάτω από το επιφανειακό μήνυμα «μην απομακρυνθείς από μας δεν θα τα καταφέρεις χωρίς εμάς», κρύβουν το πραγματικό μήνυμα «μην απομακρυνθείς από μας δεν θα τα καταφέρουμε εμείς χωρίς εσένα». Ενώ τα παιδιά κάτω από μια επιφανειακή επαναστατικότητα κρύβουν μια πραγματική επιθυμία να συνεχίσουν την βολική εξάρτηση από τους γονείς.
Είναι τραγική η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των νέων, που από τρομερή έλλειψη εμπιστοσύνης ακόμη και για τους συνομηλίκους τους καλύπτουν την έντονη ανάγκη που έχουν για την αποδοχή και την συμπαράσταση τους με την επίδειξη μιας αγέρωχης σκληρότητας.
Το γεγονός της Πεντηκοστής μεταξύ άλλων φανερώνει ότι ένα από τα πρώτα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι η δυνατότητα της επικοινωνίας. Ο άνθρωπος, που έχει το πνεύμα του Θεού, μπορεί να μιλάει και να καταλαβαίνει τη γλώσσα του συνανθρώπου του ξεπερνώντας οποιοδήποτε σχετικό εμπόδιο.
Το περιστατικό του Πύργου της Βαβέλ είναι ως προς αυτό το σημείο το αντίθετο με την Πεντηκοστή στην θεία αποκάλυψη. Στο περιστατικό αυτό φαίνεται, πως ακριβώς ο άνθρωπος που ειδωλοποίησε τον εαυτό του και έτσι έχασε το πνεύμα του Θεού, έχασε ταυτόχρονα και την δυνατότητα να μιλάει και να καταλαβαίνει τη γλώσσα του συνανθρώπου του. «Γλῶσσαι ποτε συνεχύθησαν, διὰ τὴν τόλμην τῆς πυργοποιίας γλῶσσαι δὲ νῦν ἐσοφίσθησσν, διὰ τὴν δόξαν τῆς θεογνωσίας. Ἐκεῖ κατεδίκασε Θεὸς τοὺς ἀσεβεῖς τῷ πταίσματι ἐνταῦθα ἐφώτισε Χριστὸς τοὺς ἁλιεῖς τῷ πνεύματι. Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία, πρὸς τιμωρίαν ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν». (Δοξαστικό Λιτής Εσπερινού Κυριακής Πεντηκοστής).
Η σύγχυση, που επικρατεί συχνά στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης αμαρτίας. Ο Θεός δεν έκανε τους ανθρώπους «αλλόγλωσσους». Αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει και δεν είχε στερηθεί της Χάριτος, τώρα «πᾶσα ἡ γῆ χεῖλος ἦν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι».[2]
Η δυσκολία στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι αποτέλεσμα του ανθρωπίνου εγωκεντρισμού, που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει όλους τους συνανθρώπους του, ακόμη κι αυτούς που είναι πολύ κοντά του σαν εχθρούς ή σαν ανταγωνιστές, που έχουν αυτό που θέλει να έχει εκείνος ή που μπορούν να του πάρουν αυτό που εκείνος έχει. Αυτό το κλίμα του κρυφού πολέμου κάνει αδύνατη την ανάπτυξη εμπιστοσύνης.
Αυτή η τραγική ανθρώπινη πραγματικότητα είναι η αιτία της πιο βασανιστικής μοναξιάς, που τελικά είναι το πιο αφόρητο μαρτύριο του σύγχρονου ανθρώπου. Το πνεύμα του Θεού αποκαθιστά την εμπιστοσύνη και την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί δεν είναι πνεύμα ανταγωνισμού αλλά πνεύμα προσφοράς. Ο άνθρωπος που έχει το πνεύμα του Θεού δεν σκέπτεται τι θα πάρει από τον άλλο, αλλά τι θα του δώσει. Δεν βλέπει τον συνάνθρωπό του σαν ανταγωνιστή αλλά σαν συναγωνιστή, δεν προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό του την καλλίτερη θέση αλλά να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του να την πάρει.
Ένα τέτοιο κλίμα, είναι κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης που δεν έχει ανάγκη από επιφυλάξεις και από κρυπτογραφημένα μηνύματα. Αυτό ήταν το κλίμα της Πεντηκοστής και γι’ αυτό έδωσε την δυνατότητα σε όλους να μιλούν και να καταλαβαίνουν όλων τις γλώσσες. «Ἡ τοῦ Θείου Πνεύματος ἐπιδημήσασα δύναμις, τὴν μερισθεῖσαν πάλαι φωνήν, κακῶς ὁμονοησάντων, εἰς μίαν ἁρμονίαν θείας συνῆψε, γνῶσιν συνετίζουσα πιστούς τῆς Τριάδος». (Ωδή γ΄ Κανόνος Πεντηκοστής).
Η δυνατότητα της επικοινωνίας είναι ένα χάρισμα του πνεύματος του Θεού που δεν μπορεί να την έχει όποιος δεν έχει αυτό το πνεύμα.
Ο Χριστός ετήρησε την υπόσχεση που έδωσε και την ημέρα της Πεντηκοστής έστειλε στους μαθητές το Πανάγιο Πνεύμα. Έτσι «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν, καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν, καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας, καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν». (Στιχηρό Ιδιόμελο Εσπερινού Πεντηκοστής) «Ἡ τοῦ Πνεύματος πηγή, ἐπιδημοῦσα τοῖς ἐν γῇ εἰς πυρφόρους ποταμούς, μεριζομένη νοητῶς τοὺς Ἀποστόλους ἐδρόσιζε φωταγωγοῦσα καὶ γέγονεν αὐτοῖς, νέφος δροσῶδες τὸ πῦρ, φωτίζουσα αὐτούς, καὶ ὑετίζουσα φλόξ, δι’ ὧν ἡμεῖς ἐλάβομεν τὴν χάριν, διὰ πυρὸς τε καὶ ὕδατος. Τὸ φῶς ἐπέστη, τοῦ Παρακλήτου καὶ τὸν κόσμον ἐφώτισε». (Κάθισμα Κυριακής Πεντηκοστής) Το Άγιο Πνεύμα επεδήμησε στους Αποστόλους, στην Εκκλησία και δι’ αυτών σ’ όλους όσοι ανοίγουν σ’ αυτό την πόρτα της ψυχής τους. Δια του Αγίου Πνεύματος «πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται» και «περικρατεῖται πάντα τὰ ὁρατὰ σὺν τοῖς ἀοράτοις». Δια του Αγίου Πνεύματος «πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται», δι’ αυτού «ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς δόξης, ἐξ οὗ χάρις καὶ ζωὴ πάσῃ τῆ κτίσει» δι’ αυτού «πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται», δι’ αυτού «τὰ σύμπαντα τὸ εἶναι ἔχει». Το Άγιον Πνεύμα «ἀναβλύζει τὰ τῆς χάριτος ρεῖθρα ἀρδεύοντα ἅπασαν τὴν κτίσιν, πρὸς ζωογονίαν». Το Άγιο Πνεύμα είναι «ζωαρχικὴ ἀξία ἐξ οὗ πᾶν ζῷον ἐμψυχοῦται» είναι «ἐνθέωσις τοῖς πᾶσιν, εὐδοκία, σύνεσις, εἰρήνη, καὶ ἡ εὐλογία» είναι «πηγὴ θείων θησαυρισμάτων» είναι «βυθὸς χαρισμάτων, πλοῦτος δόξης, κριμάτων βάθος μέγα» είναι «πανσωστικὴ αἰτία». (Αναβαθμοὶ Όρθρου) «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον φῶς, καὶ ζωή, καὶ ζῶσα πηγὴ νοερά. Πνεῦμα σοφίας. Πνεῦμα συνέσεως, ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τὰ πταίσματα. Θεὸς καὶ θεοποιοῦν, πῦρ ἐκ πυρὸς προϊόν, λαλοῦν ἐνεργοῦν, διαιροῦν τὸ χαρίσματα, δι᾿ οὗ προφῆται ἅπαντες, καὶ Θεοῦ Ἀπόστολοι, μετὰ Μαρτύρων ἐστέφθησαν». (Στιχηρό Ιδιόμελο Αίνων Πεντηκοστής).
π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998
[1] Ιωάν. Χρυσ. Ομιλ. ΧΙ εις Εφεσίους, Migne 62, σελ. 84.
[2] Ιωάν. Χρυσ. Ομιλ. ΧΧΧΙV εις Α΄ Κορινθ., Migne 61, σελ. 291.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου