ΟΜΙΛΙΑ
Στή Ζ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα (τῶν ἁγ.318 Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκ. Συν.)
ὑπό τοῦ πρωτ. π. Λάμπρου Χ. Τσιάρα, προϊστ. τοῦ Ι. Ναοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, 5/6/2022
“ΤΗΡΗΣΟΝ ΑΥΤΟΥΣ ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΣΟΥ Ω ΔΕΔΩΚΑΣ ΜΟΙ, ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ ΚΑΘΩΣ ΗΜΕΙΣ”
Τό Εὐαγγέλιο τῆς Ζ΄ Κυριακῆς ἀπό τοῦ Πάσχα, ἀγ. ἀδελφοί, εἶναι τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς του Κυρίου (Ἰωάν. 17). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ μίλησε διά μακρῶν στούς μαθητές του γιά τά ὑπερφυῆ γεγονότα πού ἐπρόκειτο νά ζήσουν σέ λίγες μέρες, ἀλλά καί γιά ὅσα ἀργότερα εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν βγαίνοντας στόν κόσμο, σήκωσε τά μάτια του στόν οὐρανό καί προσευχήθηκε ἐνώπιόν τους στόν Πατέρα.
Πρόκειται γιά ἕνα κείμενο σ υ γ κ λ ο ν ι σ τ ι κ ό. Εἶναι, πρωτίστως, προσευχή· ἀλλ’ εἶναι καί ἀπολογισμός τοῦ ἔργου του, καί λόγος στήριξης καί παρηγορίας γιά τούς μαθητές, καί ἔκφραση τῆς ἀγωνίας του γι’ αὐτούς πού πρῶτοι τόν ἀκολούθησαν –καί γιά ὅλους πού ἔκτοτε τόν ἀκολουθοῦν – καί ὑποθήκη εἶναι –ἡ πιό σπουδαία πού τούς ἄφησε– «ἵνα ὦσιν ἕν», ἑνωμένοι δηλ. στό ὄνομά του καί στή διδασκαλία του.
«Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σοῦ τόν υἱόν, ἵνα καί ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε». Ἡ «ὥρα» τοῦ Πάθους δέν εἶναι μιά δυσάρεστη καί ἀπρόβλεπτη κατάληξη. Εἶναι ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Πατέρας δοξάζεται, καθώς μέ «ὅσα εἶπε καί ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς» μέχρι τῆς Ἀναλήψεώς του στούς οὐρανούς, «ἐπλήρωσε τήν οἰκονομίαν» τοῦ Πατρός, καί φανέρωσε τό ὄνομά του στούς ἀνθρώπους, ὅτι δηλ. ὁ Θεός εἶναι Πατέρας. Ἀλλά καί γιά τόν Υἱό ἡ «ὥρα» πού «ἐλήλυθεν» εἶναι ὥρα δόξης. Ὁ Σταυρός εἶναι δόξα· διότι «ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλω τῷ κόσμῳ», ἀφοῦ ὁ Κύριος «Σταυρόν ὑπομείνας δι’ ἠμᾶς θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν». Δόθηκε δέ μετά τήν Ἀνάσταση σ’ αὐτόν ἡ δόξα πού εἶχε «παρά τῷ Πατρί» πρό καταβολῆς κόσμου, καθώς καί «πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς»· ἐξουσία, ἐννοεῖται, λυτρωτική, ὄχι τυραννική καί δυναστευτική.
Προσεύχεται ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς γιά κείνους πού ἀφήνει στόν κόσμο· τούς μαθητές του, ἀλλά καί γιά ὅλη τήν στρατευομένη Ἐκκλησία, καί παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά μᾶς κρατήσει ὅλους ἑνωμένους στό Ὄνομά του, στή μία πίστη καί στήν ἀγάπη μεταξύ μας. Ἡ ἑνότητα εἶναι ἡ πρώτη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθώς τό ὁμολογοῦμε στό «πιστεύω»: «εἰς μ ί α ν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», λέμε. Μόνο μέσα σέ αὐτήν τήν θεοΐδρυτη κοινωνία ἑνότητας καί ὁμοφροσύνης οἱ ἄνθρωποι θά βροῦμε σωτηρία. Αὐτά σημαίνουν, ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν μποροῦμε ὁ καθένας, εἴτε κληρικός εἶναι εἴτε μοναχός εἴτε λαϊκός, νά ἔχει τή δική του γνώμη, νά πιστεύει ὅπως θέλει καί νά λέει ὅ,τι θέλει· καί, συγχρόνως, νά ὁμολογεῖ «μία» Ἐκκλησία… Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ Χριστός στήν Ἀρχιερατική τοῦ προσευχή π έ ν τ ε φορές, ὄχι μία καί δύο, παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά μᾶς κρατάει ἑνωμένους, νά μᾶς φυλάει ἀπό ἔριδες κι ἐγωισμούς, ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις. Γιά ὅλους πού πιστέψαμε καί βαπτισθήκαμε στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγ. Πνεύματος, μία εἶναι ἡ ἀλήθεια: ἡ π ί σ τ η τ ῆ ς Ἐ κ κ λ η σ ί α ς· ὅ,τι δηλ. πιστεύει καί κρατεῖ ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή τήν ἀλήθεια καί τήν πίστη τ ή ν α π ο κ ά λ υ ψ ε ὁ Θ ε ό ς, τ ή ν κ ή ρ υ ξ α ν οἱ Ἀ π ό σ τ ο λ ο ι κ α ί τ ή ν φ ύ λ α ξ α ν οἱ Π α τ έ ρ ε ς.
Στούς ἱερούς Πατέρες ὀφείλουμε ἐδῶ μιά εὐγνώμονη ἀναφορά. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὅρισε τήν Ζ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα νά τιμᾶμε «τήν ἐν Νικαίᾳ πρώτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον τῶν τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι συνῆλθαν (τό 325) γιά ν’ ἀντιμετωπίσουν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, πού εἶχε ἐκεῖνες τίς ἡμέρες σηκώσει μεγάλη ταραχή στήν Ἐκκλησία. Ἡ κεντρική ἰδέα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου, εἶναι, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός: «οὐδέ θεός ἀληθινός ἐστίν ὁ Λόγος», γράφει. Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἐπίσης γράφει, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μόνον «κτίσμα τέλειον», πού δημιουργήθηκε «ἐν χρόνῳ». Ἀλλ’ ἐάν δέν εἶναι Θεός ὁ Λόγος, τότε δέν εἶναι Σωτῆρας· ἔχει ὁ ἴδιος ἀνάγκη σωτηρίας. Ἡ ἰδέα αὐτή καί μόνη ἔρχονταν νά ἀνατρέψει ὅ λ ο τό Εὐαγγέλιο, ὅπως μᾶς τό παρέδωσαν «οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καί ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ Λόγου» (Λουκ. 1,2). Γιατί ὅλο τό Εὐαγγέλιο ἕνα πράγμα λέει· ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ε ἶ ν α ι Θ ε ό ς, γι’ αὐτό καί Σωτήρας, γι’ αὐτό καί Κύριος.
Εἶναι φυσικό, μιά τέτοια διδασκαλία, νά ξεσηκώσει ἐναντίον της ὅλους τούς Πατέρες καί ὁμολογητές τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας καί πίστεως. Ὁ γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει γι’ αὐτόν τόν ξεσηκωμό τῶν ἱερῶν Πατέρων: «Κανείς διωγμός, καμμία ἄλλη ταλαιπωρία δέν ἐτάραξε τόσον τήν Ἐκκλησίαν, ὅσον ὁ ἀρειανισμός, διότι ἐδῶ ἐπρόκειτο περί τοῦ μεγίστου διωγμοῦ: ὁ Ἄρειος ἐκδιώκει ἐκ τοῦ Χριστοῦ τόν Θεόν» (Ἄνθρωπος καί Θεάνθρ. σελ 135). Ἡ Σύνοδος δέν δημιούργησε τίποτε καινούριο· ἁπλῶς ἐξέφρασε καί διατύπωσε τήν ἀποστολική διδασκαλία καί παράδοση, τήν ἀποστολική συνείδηση καί ἐμπειρία. Εἶπε δηλ. α) ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ· γέννημα τοῦ Πατρός, ὄχι δημιούργημα· πού θά πεῖ μετοχή Πατρός καί Υἱοῦ στή μία καί τήν αὐτή θεία οὐσία, ἐξ οὗ καί ὁ ὅρος «ὁμοούσιος».
Καί τό β) πού δογμάτισε ἡ Σύνοδος εἶναι, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός εἶναι καί τέλειος ἄνθρωπος, «σαρκωθείς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», πού σημαίνει ὅτι φέρει ὅλα τά χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, πλήν βεβαίως τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι τῆς φύσεως στοιχεῖο, ἀλλά τῆς προαιρέσεως.
Κάποιοι ἴσως θ’ ἀναρωτηθοῦν· πῶς ἕνας τόσο εὐφυής καί μορφωμένος κληρικός, ὅπως ἦταν πράγματι ὁ Ἄρειος, ἔπεσε σέ τόσο μεγάλη πλάνη; … Ὁ Ἄρειος προσήγγιζε τό μυστήριον τῆς θεολογίας καί θεογνωσίας μέ μεθόδους καί μέσα τῆς ἀνθρώπινης σοφίας. Ἐπηρεασμένος ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ἔθετε τόν ἀνθρώπινο νοῦ ὡς μέτρον τοῦ θεανθρώπινου προσώπου· καί ἀντικαθιστοῦσε τούς νόμους τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ θείου μυστηρίου, μέ τούς νόμους καί τίς «φόρμες» τῆς ἀνθρώπινης σοφίας. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πρωτοστάτης καί πρωταγωνιστής στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, εἶπε πώς οἱ αἱρετικοί ἑρμηνεύουν τήν Γραφή «κατά τόν ἴδιον νοῦν», ἐνῶ τό θεῖο μυστήριο ἀποκαλύπτεται σ’ ἐκείνους πού ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ».
Ὃταν, στή διάρκεια τῶν συζητήσεων, προτάθηκε ὁ ὅρος ὁ μ ο ι ο ύ σ ι ο ς, ὁ Μ. Ἀθανάσιος κυρίως, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι Πατέρες, ἀπάντησαν μέ ἕνα ἠχηρό « ὄ χ ι ». Ὄχι συμβιβασμούς στήν ἀλήθεια τῆς πίστεως χάριν σκοπιμοτήτων. Τό «ὁμοιούσιος» ἦταν ὅρος ὕπουλος, γιατί «ἔμπαζε» τόν ἀρειανισμό ἀπό τό παράθυρο, κατακερματίζοντας τό δόγμα περί τῆς μίας καί μόνης θείας φύσεως, κοινῆς τῶν τριῶν θείων προσώπων.
Πατέρες καί ἀδελφοί.
Ἡ ἑορτή τῶν Πατέρων δέν πρέπει νά περάσει γιά μᾶς ὡς μία ἁπλῆ ἀνάμνηση τοῦ μακρυνοῦ παρελθόντος καί τίποτ’ ἄλλο. Ἀκούοντας πρωτίστως τά συγκλονιστικά λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἀναλογιζόμενοι τίς θυσίες, τίς θλίψεις καί τούς διωγμούς, ἐνίοτε καί τό μαρτύριο πού ὑπεφεραν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας χάριν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουμε νά κάνουμε τήν αὐτοκριτική μας. Ἡ τριετία τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ ἔγινε ἀφορμή νά ἀποκαλυφθοῦν «ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί». Καί εἶν’ ἀλήθεια, πώς δοκιμάσθηκε ὡς ἕνα βαθμό ἡ ἑνότητα καί ἡ εἰρήνη μεταξύ μας. Δυστυχῶς, σέ ἕνα ἁπλό ζήτημα ὑγείας, φτάσαμε νά δίνουμε μεταφυσικές διαστάσεις, καί νά μιλοῦμε μεταξύ μας μιά ἀ–νόητη γλῶσσα, ἐκτοξεύοντας μάλιστα ὁ ἕνας στόν ἄλλο κακούς χαρακτηρισμούς, ἕως καί ὑβριστικούς. Φτάσαμε, νά θεωροῦμε πράξη ὁμολογίας τήν παρακοή στήν Ἐκκλησία, τούς φανατισμούς καί τίς ἐξαλλοσύνες, τήν περιφρόνηση σ’ ἐκείνους πού ἐφαρμόζουν μέ ὑπακοή τά διατεταγμένα. Θά πεῖτε· ἀλλοῦ εἶναι πολύ χειρότερα… Ἐρχόμαστε τώρα καί σ’ αὐτά… Εἶναι πράγματι πολλῶν θρήνων καί δακρύων ἄξιο τό γεγονός, ὅτι ἡ ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας –ἡ ἡγεσία της– ἔσπευσε προθύμως νά συνταχθεῖ μέ τίς γεωπολιτικές ἐπιδιώξεις τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, καί τό εἶδε αὐτό ὡς καλή εὐκαρία νά ἐπιβάλει, ἐνδεχομένως, καί αὐτή τήν κυριαρχία της ἀπάνω σέ ἄλλη ἀνεξάρτητη ἀδελφή Ἐκκλησία –ἤ καί Ἐκκλησίες· γιατί ἡ ἐπιθυμία της γιά ἐξουσία εἶναι γνωστή· ὅπως ἐπίσης γνωστό εἶναι τό ὄνειρό της, νά γίνει ἡ τρίτη Ρώμη, νά ἀναλάβει τά πρωτεῖα…
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, προσευχόμενος ἐκτενῶς γιά τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν καί τήν εὐστάθεια τῶν Ἐκκλησιῶν, δοκίμασε λύπη «ἕως θανάτου» (Ματ. 26,38). «καί γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ, ἐκτενέστερον προσηύχετο.
Ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» (Λουκ. 22,44). Κατ’ ἀναλογίαν, στίς ἡμέρες μας, καί ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης μας κ.κ. Βαρθολομαῖος προσεύχεται ἐναγωνίως καί προσπαθεῖ ἀόκνως νά ἐπισυνάξει «ὡς ἡ ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας» (Ματ. 23,37), τ.ἔ. τά τέκνα τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, αἴρων τόν Σταυρόν τῆς θεήλατης Πατριαρχίας του «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις».
Οἱ ἡμέρες που ζοῦμε εἶναι πονηρές. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στόν Πέτρο, ὅτι ὁ σατανᾶς ζήτησε νά κλονίσει τούς μαθητές, νά τούς ταράξει δηλαδή, ὅπως σείεται καί κοσκινίζεται τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο, ἰσχύει καί γιά μᾶς. Ζητεῖ δηλ. ὁ «ἀνθρωποκτόνος» νά μᾶς περάσει ὅλους ἀπό κόσκινο, γιά νά πάρει τούς δικούς του…
Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς, «τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου