ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 28 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(Ἑβρ. α΄ 10 - β΄ 3)
ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ὅταν κάποιος ὁδηγεῖ αὐτοκίνητο, ἔχει πάντοτε τὰ μάτια του προσηλωμένα στὸν δρόμο, γιὰ νὰ φθάσει στὸν προορισμό του μὲ ἀσφάλεια. Ἡ προσοχὴ τοῦ ὁδηγοῦ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ πρέπει νὰ εἶναι διαρκής, διαφορετικὰ ἡ ἀπροσεξία του μπορεῖ νὰ προκαλέσει σοβαρὸ ἀτύχημα. Ἂν, λοιπὸν, ἡ προσοχὴ χρειάζεται, γιὰ νὰ φθάσουμε σὲ κάποιον γήινο προορισμό, πόσο περισσότερο ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἀνώτατου σκοποῦ τῆς ζωῆς, πού δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς; Γιατί καὶ ὁ ἐαυτὸς μας εἶναι σὰν ἕνα ὄχημα ποὺ χρειάζεται στιβαρὴ καθοδήγηση στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ σωτήριο δρόμο, ποὺ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐν Χριστῷ ζωὴ μέσα στὰ πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀκριβῶς γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τονίζει ἰδιαίτερα τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προσοχῆς στὴν ζωὴ τοῦ πιστοῦ καὶ, συγκεκριμένα, τὴν ὑποχρέωσή του νὰ προσέχει καὶ νὰ τηρεῖ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Γράφει συγκεκριμένα: «Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μήποτε παραρρυῶμεν». Πρέπει πιὸ πολὺ ἐμεῖς νὰ προσέχουμε σὲ ὅσα μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ διὰ τῆς ἀκοῆς, μήπως καὶ παρεκτραποῦμε. Τὸ νοηματικὸ βάρος τῆς ἐντολῆς αὐτῆς βρίσκεται στὶς λέξεις «περισσοτέρως προσέχειν καὶ «παραρρυῶμεν». Ὀφείλουμε, ἐμεῖς ποὺ ἀγαποῦμε τὸν Χριστό, νὰ ἀγωνιζόμαστε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι οἱ παλαιότεροι ἄνθρωποι, οἱ εὐλαβεῖς καὶ οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, νὰ τηροῦμε τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ νὰ μὴν χαλαρώνουμε κατὰ τρόπο ἐπιζήμιο γιὰ τὴν πνευματική μας ὑγεία. Διαφορετικὰ, θὰ χάσουμε τὸν δρόμο μας, κατὰ λέξη «παραρρυῶμεν» σημαίνει «θὰ βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸ ρεῦμα, ἀπὸ τὸ ποτάμι» τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκβάλλει στὴν ἀπέραντη θάλασσα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἐδῶ γίνεται μία σύγκριση ἀνάμεσα στὶς δύο Διαθῆκες. Ἀπὸ τὴ μία ἔχουμε τὸν «διὰ τῶν ἀγγέλων λαληθέντα λόγον», ποὺ περιέχεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσῳ τῶν ἀγγέλων Του, ἀλλὰ καὶ ἔτσι ἦταν ἐγκυρότατος καὶ ἀδιαμφισβήτητος. Κάθε παράβαση καὶ παρακοὴ πρὸς αὐτὸν «ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», δηλαδὴ τιμωρήθηκε σκληρά, ἀλλὰ καὶ δίκαια. Καμιὰ παράβαση δὲν ἔμεινε ἀτιμώρητη, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν παντεποπτικὸ ὀφθαλμὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν», ὡς καρδιογνώστης καὶ ὡς «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς» γνώριζε καὶ γνωρίζει τὰ πάντα, τὰ «ἄδηλα καὶ κρύφια», στὴν ἀληθινή τους διάσταση. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος δίκαιος Κριτὴς καὶ ἀπονέμει τὴν δικαιοσύνη μὲ ἀλάνθαστο κριτήριο. Ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν ἐπιδεχόταν παρερμηνεῖες ἢ προσαρμογὲς κατὰ τὸ δοκοῦν. Πολὺ περισσότερο δὲν ἐπέτρεπε παραβάσεις.
Ἂν, λοιπὸν, ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν ἀγγέλων Του ἦταν τόσο αὐστηρός, πόσο πιὸ πολὺ ἀπαιτητικὸς καὶ ἀξιοσέβαστος εἶναι ὁ Νόμος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος παραδόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Του; Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συλλογίζεται τὴν τύχη τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐνῶ γνώρισαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀδιαφόρησαν γι’ αὐτὸν καὶ δὲν τὸν τήρησαν. «Πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;» Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν τιμωρηθοῦμε, ἐμεῖς οἱ προνομιοῦχοι ἄνθρωποι τῆς μετὰ Χριστὸν ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε ἀκούσει τὸν Λόγο τῆς Ζωῆς, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε μπροστὰ στὰ μάτια μας προσφερόμενη τὴν τόσο μεγάλη καὶ ἀπροσμέτρητης ἀξίας σωτηρία μας καὶ τὴν παραμελοῦμε ἀπὸ ραθυμία, ἀπὸ λήθη ἢ ἀπὸ ἄγνοια; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ σωτηρία μας, εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔσχισε τὸ «χειρόγραφον» τῶν ἁμαρτιῶν μας, ποὺ ἀποκατέστησε τὶς διερρηγμένες σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἐπανέφερε τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ «πρωτόκτιστον κάλλος», ἔχοντας ἀνακαινίσει, μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του, τὴν πεπτωκυία φύση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Καὶ, τέλος, εἶναι αὐτὸς ποὺ προσφέρει ἀενάως τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμά Του, «τὸ ἐκχυθὲν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας», εἶναι «ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας ἁγιάζων», μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Τὸ μέγεθος τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας ἂν προσπαθήσει νὰ συλλάβει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ φτωχό του μυαλό, δὲν πρόκειται νὰ καταλήξει πουθενά. Ὅλο τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας εἶναι «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν» καὶ δὲν προσεγγίζεται μὲ λογικὴ ἀνάλυση. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ ἐξατομικευθεῖ μὲ τὴν κατάλληλη πνευματικὴ ἐργασία ἐκ μέρους τοῦ εἰλικρινῶς ἐνδιαφερομένου νὰ σωθεῖ πιστοῦ. Μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ κάνει κτῆμα του τὴν σωτηρία ποὺ ἁπλόχερα καὶ δωρεὰν προσφέρει ὁ Θεὸς στὸν κόσμο. Τὸ μεγαλύτερο δῶρο ἐπάνω στὴ γῆ εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία καὶ δὲν ἀπαιτεῖται ὑλικὸ ἀντίτιμο γι’ αὐτό. Ἕνα μόνο ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ δῶρο Του, τὴν σωτηρία: καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἀγάπη!
Ἂν, ὅμως, ὅπως συμβαίνει, δυστυχῶς τὶς πιὸ πολλὲς φορές, ὁ ἄνθρωπος περιφρονήσει τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ τιμωρία του θὰ εἶναι ἀμείλικτη. Ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονίσουμε ὅτι στὴν οὐσία δὲν τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὸ νὰ Τὸν ἀρνεῖται καὶ νὰ ἑξαιρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν χορεία τῶν σωζομένων. Ἂν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν θέλησή του δὲν συγκατατεθεῖ στὰ θεῖα προστάγματα, ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν πιέσει, σεβόμενος τὴν ἐλευθερία του. Ἑπομένως αὐτὸ ποὺ φαντάζει ὡς τιμωρία ἀπὸ τὸν «ὀργισμένο» Θεὸ εἰς βάρος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, εἶναι αὐτοτιμωρία καὶ αὐτοκαταδίκη τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Οἱ ἀνθρωποπαθεῖς φράσεις ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ «ὀργὴ τοῦ Θεοῦ», ἢ γιὰ «ἐκδίκηση τοῦ Θεοῦ», ἔχουν κυρίως παιδαγωγικὴ ἀξία. Ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν νηπιακὴ ἀνωριμότητά του δὲν συνετίζεται εὔκολα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καὶ φοβᾶται περισσότερο τὸν Θεὸ ὡς ἀδέκαστο Κριτὴ ποὺ θὰ ἀνταμείψει τοὺς δικαίους καὶ θὰ τιμωρήσει τοὺς ἀδίκους. Ἔστω καὶ ἔτσι ὅμως ὠφελεῖται καὶ φοβούμενος τὴν αἰώνια τιμωρία τῆς Κολάσεως ἀπέχει ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ μὴν ἁμαρτάνει, ἤ, ὅταν ἁμαρτάνει, νὰ μετανοεῖ.
Στὴν ἐποχὴ μας ἐπικρατεῖ ἡ ἀθεοφοβία, ἡ ἀπιστία καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ «προχωρημένος», ὁ ὑπερήφανος καὶ σκληροκάρδιος ἄνθρωπος ζεῖ χωρὶς Θεὸ καί, ὡς γνωστόν, «χωρὶς Θεό, ὅλα ἐπιτρέπονται». Ἔτσι, ἡ κοινωνία μας, ἡ ἀποστατημένη ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ μεταβάλλεται διαρκῶς σὲ πραγματικὴ Κόλαση. Εὐτυχῶς, ὅμως, ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ σήμερα ἐλάχιστοι ἅγιοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι κρύπτονται μὲν καὶ ζοῦν μέσα στὴν ἀφάνεια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔνθεη βιοτὴ τους λάμπουν καὶ εὐαρεστοῦν τὸν Θεὸ καὶ σώζουν τὸν κόσμο. Εἶναι οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς λέγει: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» Ἂς ἀγωνιζόμαστε, λοιπὸν, καθημερινά, ἰδιαίτερα τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νὰ τρέμουμε καὶ ἐμεῖς τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ σπείρει καὶ νὰ αὐξήσει ἐντὸς μας τὸν εὐεργετικὸ φόβο τῶν ἐντολῶν Του! Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου