ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Ὁ Καλός Σαμαρείτης

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 15 Νοεμβρίου 2020, Η΄ Λουκᾶ (Λκ. ι΄ 25-37)

1. ΟΙ «ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ»

– Δι­δά­σκα­λε, τί πρέ­πει νά κά­νω γι­ά νά κλη­ρο­νο­μή­σω τήν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή; ρώ­τη­σε ἕνας νο­μο­δι­δά­σκα­λος τόν Κύ­ρι­ο θέ­λον­τας νά τόν πα­γι­δεύ­σει. Κι Ἐκεῖνος τόν πα­ρέ­πεμ­ψε στίς ἐν­το­λές τοῦ νό­μου. Τότε ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ἀ­νέ­φε­ρε πο­λύ σω­στά τίς δύ­ο βα­σι­κό­τε­ρες ἐν­το­λές τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­ό καί τήν ἀ­γά­πη πρός τόν πλη­σί­ον. Θέ­λον­τας ὅ­μως νά δι­και­ο­λο­γηθεῖ ἐ­πει­δή ἔ­θε­σε ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πού τοῦ ἦ­ταν γνω­στή ἡ ἀ­πάν­τη­ση, ἔ­θε­σε τώ­ρα κι ἕ­να δεύ­τε­ρο: Ποι­όν πρέ­πει νά θε­ω­ρῶ πλη­σί­ον μου; Αὐ­τό τό ἐ­ρώ­τη­μα στά­θη­κε ἡ ἀ­φορ­μή νά μᾶς δώ­σει ὁ Κύ­ρι­ος μι­ά ὑ­πέ­ρο­χη πα­ρα­βο­λή, τή πα­ρα­βο­λή τοῦ κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη.

Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος, εἶ­πε, κα­τέ­βαι­νε ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στήν Ἱ­ε­ρι­χώ καί ἔ­πε­σε σέ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι τόν λή­στε­ψαν, τόν ἔ­γδυ­σαν, τόν κα­τα­πλή­γω­σαν καί τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κά­ποι­α στιγ­μή ἕ­νας ἱ­ε­ρεύς πού κα­τέ­βαι­νε στό δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ τόν εἶ­δε ἀ­πό μα­κρι­ά, πέ­ρα­σε ἀ­πό τό ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος, χω­ρίς νά τοῦ δώ­σει καμμία βο­ή­θει­α. Πα­ρό­μοι­α καί κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ἔ­φθα­σε στό μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο. Αὐ­τός φά­νη­κε ἀ­κό­μη πι­ό ἄ­σπλαγ­χνος. Αὐ­τός ἦλ­θε πο­λύ κον­τά, εἶ­δε τήν ἄ­θλι­α κα­τά­στα­ση τοῦ πλη­γω­μέ­νου ἀν­θρώ­που κι ἔ­φυ­γε. Ὁ ἱ­ε­ρεύς ἔ­φυ­γε ἀ­πό ἐν­στι­κτώ­δη φι­λαυ­τί­α, ἐ­νῶ ὁ Λευ­ΐ­της ἔ­πει­τα ἀ­πό ὑ­πο­λο­γι­σμό.

Καί τά δύ­ο ὅ­μως πρό­σω­πα, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καί ὁ Λευ­ϊ­της εἶ­χαν κά­τι κοι­νό: Εἶ­ναι δύ­ο πρό­σω­πα πού εἶ­χαν ἀ­ξί­ω­μα καί ἔρ­γο ἱ­ε­ρό. Αὐ­τοί ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἰ­δι­ό­τη­τος τους θά ἔ­πρε­πε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λο ἄν­θρω­πο τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης νά εἶ­ναι συμ­πο­νε­τι­κοί καί εὔ­σπλαγ­χνοι, νά δεί­ξουν ἀ­γά­πη στόν ἑ­τοι­μο­θά­να­το δι­α­βά­τη. Αὐ­τοί λό­γῳ τῆς θέ­σε­ώς τους δί­δα­σκαν καί τούς ἄλ­λους τό κα­θῆ­κον τῆς ἀ­γά­πης πρός τόν πλη­σί­ον. Κι ὅ­μως ἀ­θέ­τη­σαν τό κα­θῆ­κον τους αὐ­τό. Εἶ­ναι θλι­βε­ρό, ἐ­κεῖ­νοι πού θά ἔ­πρε­πε νά δί­νουν τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀ­γά­πης, νά γί­νον­ται πα­ρα­δείγ­μα­τα σκλη­ρό­τη­τος. Οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ νά δυ­σφη­μοῦν τό­σο πο­λύ τό Θε­ό.

Κά­τι τέ­τοι­ο δυ­στυ­χῶς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται πολ­λές φο­­­ρές μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α σέ «ἀν­θρώ­πους τοῦ Θε­οῦ». Καί εἶ­ναι φο­βε­ρό νά συμ­βαί­νει κά­πο­τε καί σέ μᾶς. Σέ μᾶς πού θέ­λου­με νά εἴμαστε ἄν­θρω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά ἀ­πο­δει­κνυ­ό­μα­στε στήν πρά­ξη ἄ­σπλαγ­χνοι, σκλη­ροί, ἀ­δι­ά­φο­ροι στόν ἀν­θρώ­πι­νο πό­νο. Εἶναι τραγικό νά ἰσχύει καί γιά μᾶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «δι’ ὑμᾶς βλα­σφη­μεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔ­θνεσι». Ἐάν δέν δείξουμε ἐμεῖς οἱ πιστοί χριστιανοί ἀγάπη ποιός ἄλλος θά δεί­ξει; Ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς τό ξε­κα­θά­ρι­σε ὅ­τι χω­ρίς τήν ἀ­γά­πη πρός τόν συ­νάν­θρω­πό μας, βα­σι­λεί­α οὐ­ρα­νῶν δέν πρό­­­κει­ται νά κλη­ρο­νο­μή­σου­με. Ἡ ἀ­γά­πη πρός τόν πλη­­σί­ον εἶ­ναι ἡ σφρα­γί­δα τῆς γνη­σι­ό­τη­τός μας, ἡ βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας.

2. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ΣΑ­ΜΑ­ΡΕΙ­ΤΗΣ

Ἡ συ­νέ­χει­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι γνω­στή. Κά­ποι­α στιγ­μή ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της πού δι­ά­βαι­νε ἀ­πο τό δρό­μο ἐ­κεῖ­νο εἶ­δε τόν κα­τα­πλη­γω­μέ­νο ἄν­θρω­πο, πλη­σί­α­σε κο­­ν­­τά του, τόν σπλαγνίστηκε. Δέν φο­βή­θη­κε μή­ πά­θει τά ἴ­δι­α, ἔ­μει­νε κον­τά του, ἔ­πλυ­νε τά τραύ­μα­τά του, τά ἄ­λει­ψε μέ λά­δι καί κρα­σί, τά ἔ­δε­σε μέ ἐ­πι­δέ­σμους. Καί ἀ­φοῦ μέ πο­λύ κό­πο ἀ­νέ­βα­σε τόν ἄν­θρω­πο αὐ­τόν στό ζῶ­ο του, τόν με­τέ­φε­ρε σέ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καί τόν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε ὅ­λη τή νύχ­τα. Καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα τό πρω­ΐ ἔ­δω­σε δύ­ο δη­νά­ρι­α στόν ξε­νο­δό­χο καί τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γι­ά νά γί­νει κα­λά. Καί ὅ,τι ἄλ­λο ξο­δεύ­σεις, κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στήν πα­τρί­δα μου καί θά πε­ρά­σω πά­λι ἀ­πό ἐ­δῶ, θά σοῦ τό ἐ­ξο­φλή­σω.

Λοι­πόν, ρώ­τη­σε ὁ Κύ­ρι­ος στόν νο­μο­δι­δά­σκα­λο, ποι­ός ἀ­πό τούς τρεῖς αὐ­τούς ἐ­πι­τέ­λε­σε τό κα­θῆ­κον του πρός τόν πλη­σί­ον; Κι ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε: Αὐ­τός πού τόν συμ­πό­νε­σε καί τόν ἐ­λέ­η­σε. Καί ὁ Κύ­ρι­ος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Πή­γαι­νε καί κά­νε κι ἐ­σύ τό ἴ­δι­ο.

Αὐτή τήν προσταγή δίνει καί σέ μᾶς ὁ Κύριος. Μᾶς ζητᾶ δηλαδή νά δεί­χνου­με ἀ­γά­πη σέ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νά ἐ­ξε­τά­ζου­με ἄν αὐ­τός εἶ­ναι δι­κός μας, ξέ­νος ἤ ἐ­χ­θρός μας καί χω­ρίς νά ὑ­πο­λο­γί­ζου­με θυ­σί­ες καί κό­πους καί δα­πά­νες. Κι αὐ­τό μᾶς τό δίδαξε ὁ Κύ­ρι­ος ὄχι μόνο μέσα ἀπό τήν παραβολή αὐτή ἀλλά πολύ περισσότερο μέ­σα ἀ­πό τή ζω­ή του. Δι­ό­τι ὁ ἴ­δι­ος ἔ­γι­νε ὁ κα­λός Σα­μα­ρεί­της γι­ά μᾶς. Ἀ­γά­πη­σε τούς ἀν­θρώ­πους μέ­χρι θα­νά­του. Ἡ ἀ­γά­πη του κο­ρυ­φώ­θη­κε καί ἔ­λαμ­ψε σέ ὅ­λο της τό με­γα­λεῖ­ο ἐ­πά­νω στό Σταυ­ρό. Καί μᾶς ζητᾶ νά μάθουμε κι ἐμεῖς νά ἀγαποῦμε, νά γι­νό­μα­στε καλοί Σα­μα­ρεῖ­τες στούς γύρω μας.

Δυστυχῶς ὅμως στήν ἐποχή μας ἐνῶ ὅλοι μιλοῦμε γιά ἀγάπη, πραγματική ἀγάπη δέν ἔχουμε. Κι αὐτό φαί­νεται πε­ρισσότερο στίς σχέσεις μας μέ τά δι­κά μας πρό­σω­πα. Πῶς τούς μιλοῦμε, πῶς τούς φε­ρό­μα­στε; Ἄν δυσκολευόμαστε νά ἀγαπήσουμε τούς δι­κούς μας, πό­σο μᾶλλον τούς ξένους! Γι’ αὐτό ὑπο­­φέ­ρουμε. Διότι ἀγάπη σημαίνει θυσία, σημαίνει νά δί­νου­με κι ὄχι νά ἀπαιτοῦμε νά γί­νουν οἱ ἄλ­λοι κα­λοί γιά νά τούς ἀ­γαπήσουμε. Ἀγάπη σημαίνει νά γί­νει πλα­τιά ἡ καρ­διά μας ὅπως τῶν ἁ­γί­ων γιά νά τούς χωράει ὅλους. Ἀκόμη κι αὐτούς πού μᾶς δυσκο­λεύ­ουν. Νά τούς προ­σφέ­ρου­με τήν ἀγάπη μας μέ ἀ­πα­λό τρό­πο, χω­ρίς νά ἔχουν τήν αἴσθηση ὅτι κάνουμε προσπάθεια γιά νά τούς ἀ­γα­­πή­σου­με. Νά ἀκοῦμε μέ πόνο τόν πόνο τους, νά τούς ἀνακουφίζουμε στό πρό­βλημά τους. Κατα­νο­ώ­ν­τας τό χαρακτήρα τους, νά διαι­σθα­νό­μα­στε τήν κού­ρα­­ση τους, τίς δυ­σκο­λί­ες τους, τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους. Καί νά τούς προσφέρουμε τήν ἀγάπη μας ἄλλοτε μ’ἕνα στορ­γι­κό λόγο, κι ἄλλοτε μέ τή σιω­πή μας· ἄλλοτε μέ τή διακονία μας, κι ἄλλοτε μέ θυ­σίες πού κοστίζουν πολύ. Ἔτσι θά γίνουμε καλοί Σα­μαρεῖτες. Ἔτσι θά δοῦ­με πρό­σωπο Θεοῦ.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου