ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. η΄41 - 56)
Τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ ὑφίσταται ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ὑπόστασής του, εἶναι ἡ ἐξαφάνισή του ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴ διακοπὴ τῆς λειτουργίας τοῦ σώματος καὶ τὴν διάλυσή του εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ ἔχει σωματικὴ μορφὴ καὶ χάνεται ἀπὸ τὸν ὑλικὸ τοῦτο κόσμο. Ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς βέβαια συνεχίζεται στὸν πνευματικὸ κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν ὑφίσταται καθ’ ὁλοκληρίαν, γιατί εἶναι ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ὡς τέτοια θέλει νὰ παραμείνει. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε, γιὰ νὰ ζεῖ καὶ ὄχι γιὰ νὰ πεθαίνει, ἑπομένως ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μία παρὰ φύσιν κατάσταση.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὀδυνηρὴ καὶ παρὰ φύσιν κατάσταση ἔρχεται νὰ τὴν ἀνατρέψει ὁ ζωοδότης Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πρῶτα μὲ τὶς θαυματουργικὲς ἀναστάσεις νεκρῶν ποὺ ἐπετέλεσε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν κηρυκτικῶν περιοδειῶν Του καὶ στὸ τέλος μὲ τὴν δική Του Ἀνάσταση, μὲ τὴν ὁποία ἐπισφραγίζει τὴν ὁριστικὴ καὶ θριαμβευτικὴ νίκη Του ἐπὶ τοῦ θανάτου. Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα διηγεῖται τὴν νεκρανάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀπὸ τὸν Χριστό μας. Ἔρχεται ὁ Ἰάειρος, ὁ ἀρχισυνάγωγος, καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ παρακαλώντας Τον νὰ ἔρθει στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ γιατρέψει τὴν μονάκριβη, δωδεκάχρονη κόρη του, ποὺ ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Καθὼς πορεύονται πρὸς τὸ σπίτι, ἔρχεται ἕνας ὑπηρέτης καὶ λέγει στὸν Ἰάειρο νὰ μὴν βάζει σὲ κόπο τὸν διδάσκαλο Χριστὸ νὰ ἔρθει στὸ σπίτι, γιατί ἡ κόρη του πέθανε. Παρατηροῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ μία μικρόψυχη καὶ περιορισμένη ἀντίληψη τῶν Ἰουδαίων σχετικὰ μὲ τὴν δυνατότητα θαυματουργίας τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας πολὺ σημαντικὸς προφήτης, ὅπως ἦταν οἱ προφῆτες τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν βέβαια θαύματα, ἀλλὰ σπανιότατα ἀνέσταιναν νεκρούς, ὅπως ἔπραξε ὁ προφήτης Ἠλίας. Οἱ Ἰουδαῖοι πιστεύουν ὅτι, ἐφόσον ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ τοῦ συμβεῖ κάποιο θαῦμα, ὅπως μία θεραπεία γιὰ τὴν ἀσθένειά του. Τὸν θάνατο, ὅμως, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει, ἑπομένως ἂς μὴν βάζει ὁ Ἰάειρος σὲ κόπο τὸν διδάσκαλο. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε καὶ δὲν ξεγίνεται, ὅπως λέει ὁ λαός. Ὁ θάνατος εἶναι θάνατος! Ὁ Χριστός μας, ὅμως, δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς προφήτης καὶ διδάσκαλος. Εἶναι «τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ὁ κυριεύων», ὁ Παντοδύναμος ἐνανθρωπήσας Θεὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, ἑπομένως καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Λέγει, λοιπὸν, στὸν Ἰάειρο: «Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται!». Μὴν φοβᾶσαι, ἔχε πίστη καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου! Μπαίνει στὸ σπίτι τοῦ πένθους, ὅλοι κλαίουν καὶ θρηνοῦν χτυπώντας τὰ στήθη τους, καὶ ἀκοῦνε τὸν παρηγορητικὸ λόγο: «Μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανε, ἀλλὰ καθεύδει!» Τὸ κορίτσι δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται! Ἀκούγοντας τὸν λόγο αὐτὸ κάποιοι ἄρχισαν νὰ περιγελοῦν τὸν Χριστό. Πάει, τρελάθηκε, σκέφτονται. Τί μᾶς λές, ἄνθρωπέ μας, καὶ μᾶς ταράζεις στὴν θλίψη μας; Ποιὸς δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται; Ἐμεῖς πρὶν ἀπὸ λίγο εἴδαμε ποὺ ξεψύχησε τὸ κορίτσι. Πῶς ἐσὺ μᾶς λὲς πῶς δὲν πέθανε; Ποιὸς εἶσαι ἐσύ, πού τὰ λὲς αὐτά; Αὐτὸ τὸ «κατεγέλων αὐτοῦ» περιλαμβάνει καὶ εἰρωνεία καὶ ἀγανάκτηση, κυρίως ὅμως ἀπιστία καὶ περιφρόνηση. Πόσο μωροὶ καὶ τυφλοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους περιδιαβαίνει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός! Μαῦρο σκοτάδι καλύπτει τὴν ψυχή τους, ἂν καὶ δίπλα τους βρίσκεται τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, «τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», αὐτοὶ ὅμως καὶ δὲν καταλαβαίνουν τίποτε. Ὁ Θεὸς μὲ μορφὴ ἀνθρώπου κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά τους καὶ δὲν βλέπουν τίποτε βαθύτερο καὶ ἀληθινό.
Ὁ Χριστός μας δὲν προσβάλλεται, οὔτε ἀνακόπτεται ἀπὸ τέτοιου εἴδους σχόλια. Μπαίνει μέσα στὸ δωμάτιο, ὅπου βρίσκεται ἡ νεκρὴ κόρη, τοὺς βγάζει ὅλους ἔξω, τὴν πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ φωνάζει δυνατά: «Ἡ παῖς ἐγείρου!» Κόρη, σήκω ἐπάνω! Ἡ θεϊκὴ φωνή, σὰν βροντή, σὰν ἐγερτήριο σάλπισμα, ἀκούγεται στὸν ᾋδη, τὸ ἀναπότρεπτο τοῦ θανάτου καταργεῖται γιὰ τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, ἡ ψυχὴ ἐπιστρέφει στὸ νεκρὸ σῶμα καὶ τὸ ζωντανεύει. Τὸ κορίτσι, λοιπὸν, ἀνασταίνεται, σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ ὁ Χριστὸς διατάζει νὰ τοῦ δώσουν νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλη καὶ θανατηφόρα ἀσθένεια. Καὶ οἱ γονεῖς τῆς κόρης «ἐξέστησαν» ἀπὸ τὸ μέγιστο θαῦμα, τρελαίνονται ἀπὸ τὴν χαρά τους, χάνουν τὸ μυαλό τους, μένουν ἔκπληκτοι καὶ ἄναυδοι μπροστὰ στὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸ σπίτι τους.
Ὅλοι φοβόμαστε τὸν θάνατο, γιατί ἔχουμε συνείδηση τῆς ζωῆς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε πὼς ἡ ζωή μας κάποτε θὰ διακοπεῖ. Δὲν θέλουμε νὰ πεθάνουμε, γιατί ἐξ ἀρχῆς πλασθήκαμε ἀθάνατοι, ἡ ἁμαρτία, ὅμως, μᾶς κατέστησε φθαρτοὺς καὶ θνητούς. Ἀρρωσταίνουμε, πονᾶμε, ὑποφέρουμε, γερνᾶμε, βλέπουμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου νὰ πλησιάζει. Τότε εἶναι ποὺ δοκιμάζεται ἡ πίστη μας: ἂν πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἀνάστασή Του, ὁ φόβος τοῦ θανάτου μετριάζεται, καὶ ὑποβαθμίζεται. Γνωρίζουμε πὼς ὁ θάνατος εἶναι μία γέφυρα ποὺ μᾶς περνᾶ ἀπὸ τὴν μία ὄχθη στὴν ἄλλη, εἶναι ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὴν παροῦσα περιορισμένη ζωὴ στὴν μέλλουσα αἰώνια ζωή. Ἂν δὲν πιστεύουμε, ὁ φόβος γίνεται τρόμος καὶ παράνοια. Δὲν ὑπάρχει πιὸ τρομαγμένο καὶ ἀξιολύπητο πλάσμα ἀπὸ ἕναν ἄπιστο, ὅταν ἀντιμετωπίζει κατὰ πρόσωπον τὴν ἀδήριτη ἀναγκαιότητα τοῦ θανάτου. Γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀγωνίζονται νὰ ξεχνοῦν τὸν θάνατό τους, ζοῦν μόνο στὸ παρὸν ἀπωθώντας τὴν σκέψη πὼς θὰ πεθάνουν κάποτε. Καὶ ὅμως, ὁ θάνατος εἶναι τόσο κοντὰ στὸν καθένα μας ἀνεξαρτήτως ἡλικίας. Ποιὸς γνωρίζει πότε καὶ πῶς θὰ πεθάνει; Ὁ πιστὸς Χριστιανός, ποὺ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, φοβᾶται μὲν τὸν θάνατο ὡς ἀσθενὴς καὶ φθαρτὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν καταποντίζεται ἀπὸ τὴν ἐνθύμησή του. Ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι κάνουν οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἄνθρωποι, προσπαθεῖ νὰ ἔχει διαρκῆ «μνήμη θανάτου», δηλαδὴ ἀγωνίζεται νὰ βρίσκεται σὲ ἐγρήγορση μετανοίας, γνωρίζοντας ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του καὶ θὰ βρεθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ λογοδοτήσει γιὰ τὰ πεπραγμένα τοῦ βίου του. Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς δὲν φοβᾶται τὸν βιολογικὸ θάνατο τόσο, ὅσο ἀπείρως περισσότερο φοβᾶται τὸν αἰώνιο θάνατο, τὸν αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του.
Ἡ πίστη μας στὴν μέλλουσα ζωὴ καὶ στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μᾶς δίνει φτερὰ νὰ βαδίζουμε ἀτρόμητοι στὸν δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς. Ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ θάνατος μᾶς χτυπήσει τὴν πόρτα, δὲν λυπούμαστε «ὥσπερ καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα». Εἴμαστε γαντζωμένοι στὸν ζωοδότη Χριστό μας, προσευχόμαστε σὲ Αὐτὸν νὰ μᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ὄντως Ζωή, κοινωνοῦμε τὸ Ἄχραντο Σῶμά Του καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα Του καὶ δὲν μᾶς ἐπηρεάζει κανένα θανατηρὸ φόβητρο τοῦ παρόντος κόσμου, εἴτε αὐτὸ λέγεται ἀσθένεια τοῦ κορωνοϊοῦ, εἴτε ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία ἀπρόσμενου θανάτου. Καὶ ἐλπίζουμε βάσιμα πὼς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας, ἂν βιώσουμε θεάρεστα στὴν παροῦσα ζωή, θὰ ἀγαλλόμαστε αἰωνίως στὸν Παράδεισο, «ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός». Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου