ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
(Ἰω. 4, 5-42)
Φτάνοντας κάποτε ὁ Κύριος στὴν πόλη Συχέμ, ἔκατσε κοντὰ στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, ὥστε νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καὶ τὸ μεσημεριανὸ καῦμα. Στὴν πηγὴ τοῦ νεροῦ κατέφτασε καὶ μία γυναίκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, ἡ ὁποία ἐπέλεξε νὰ πάει καὶ νὰ ἀντλήσει νερὸ τὴν ὥρα τοῦ μεγάλου καύματος, ὅταν δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν βρισκόταν κανεὶς ἄλλος ἐκεῖ. Αὐτὸ προφανῶς τὸ ἔκανε, διότι ἤθελε νὰ ἀποφύγει τὰ σκωπτικὰ καὶ προσβλητικὰ σχόλια εἰς βάρος της γιὰ τὴν ἄστατη ζωή της. Στὸν χῶρο τῆς πηγῆς ἡ γυναίκα συναντᾶ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν τὴν κατακρίνει γιὰ τὰ ἀτοπήματά της, ἀλλὰ τὴν ἑλκύει στὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία.
Ὁ Χριστός, «τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ», ζητᾶ ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα νὰ τοῦ δώσει νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Τὸ αἴτημα ἀποτελοῦσε ἁπλῶς πρόφαση˙ αὐτὸ ποὺ οὐσιαστικὰ ἤθελε ἦταν νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἄστατο τρόπο ζωῆς της καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴ σωτηρία. Ἡ Σαμαρείτιδα ἐξεπλάγη καὶ ἀπόρησε γι᾽ αὐτὸ ποὺ τῆς ζητοῦσε ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὡς γνωστὸ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν ὁποιεσδήποτε σχέσεις μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Ἡ εὔλογος ἀπορία τῆς γυναικὸς ἀπετέλεσε τὴν ἀφορμή, ὥστε ὁ Χριστὸς νὰ μπεῖ σὲ μία διαλογικὴ συζήτηση μαζί της καὶ νὰ τῆς προσφέρει τὶς ὑψηλὲς καὶ σωτηριώδεις ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Τότε τῆς εἶπε γιὰ τὸ ζῶν ὕδωρ, τὸ ζωογόνο, τὸ ἄφθονο, τὸ ἀνεξάντλητο. Αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἔδινε ὡς ἄντλημα ἀπὸ τὸ παρακείμενο πηγάδι, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴ σοφία, τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀγαθότητά του, καὶ ὅσοι ἔπιναν ἀπὸ αὐτὸ δὲν θὰ διψοῦσαν ποτὲ ξανά.
Ἐκ τῶν πραγμάτων αὐτὴ ἡ ὑψηλὴ διδαχὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει κατανοητὴ τόσο εὔκολα ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα. Ἡ γυναίκα σκεφτόταν ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματική της κατάσταση, πιὸ ἁπλὰ καὶ πιὸ πρακτικά, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶπε στὸν Χριστό : «Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν». Ὁ Χριστός, ὅμως, συνεχίζοντας τῆς ἀποκαλύπτει τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ζωῆς της, τὴ συμβίωση δηλαδὴ μέσα σὲ ἕξι ἄνομους γάμους. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε ἀφετηρία τὸν φθόνο πρὸς τὸ πλάσμα του οὔτε στόχευε στὴν ἐξουδένωσή του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μίλησε στὴν καρδία τῆς Σαμαρείτιδος, συγκινῶντας την καὶ ὠθῶντας την, τρόπον τινά, νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὸν δικό της πόθο γιὰ σωτηρία.
Ἡ Σαμαρείτιδα γυναίκα πάντως εἶχε ἐσωτερικὴ ποιότητα. Ἦταν ἕνας κεκρυμμένος μαργαρίτης, ἕνα πολύτιμο πετράδι, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου. Εἶχε εὐγένεια ψυχῆς, μετριοπάθεια, ταπείνωση καὶ σύνεση, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀλλὰ καὶ μεγάλη δεκτικότητα καὶ προσφερόταν γιὰ σπορὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Παρὰ τὴν καταγωγή της ἐκ τῆς Σαμάρειας, δὲν τὴν χαρακτήριζε ἡ ἄρνηση καὶ ἡ ἀπιστία, ἀλλὰ ὁ πόθος καὶ ἡ ἀναμονὴ τοῦ Μεσσία. Ὅταν τὸν συνάντησε καὶ ὅταν γεύτηκε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὸς κόμιζε, πίστεψε εἰλικρινά. Ξέχασε τὸ ὕδωρ τὸ ὑλικὸ καὶ προτίμησε τὸ ζῶν τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, γενόμενη καὶ ἡ ἴδια «πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» γιὰ τοὺς συμπατριῶτες της, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων πίστευσαν ἀμέσως στὸν Χριστό. Ὅπως λένε καὶ οἱ στίχοι τοῦ Συναξαρίου: «Ὕδωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτὸν γύναι, τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ρύπους ψυχῆς πλύνεις» (ἦρθες νὰ πάρεις φθαρτὸ νερὸ γυναίκα, τελικά, ὅμως, ἀντλεῖς τὸ ζωντανό, μέσα στὸ ὁποῖο πλένεις τὴν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς σου).
Προϋπόθεση τῆς ριζικῆς μεταβολῆς τῆς Σαμαρείτιδας ἦταν ἡ ἐσωτερική της δίψα καὶ ἡ μεγάλη της σύνεση. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ φώλιαζαν στὴν καρδία της τὴν ἀνέδειξαν σὲ ἀπόστολο τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἑπομένως θαυμαστὴ ἡ μεταβολὴ ποὺ ἐπέφερε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν ταλαίπωρη ἐκείνη καὶ ἁμαρτωλὴ Σαμαρείτιδα γυναίκα, τὴ μετέπειτα μεγαλομάρτυρα Φωτεινή, ἡ ὁποία ἀφοῦ κήρυξε «τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος» μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὰ τέκνα καὶ τὶς ἀδελφές της. Δικαίως τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἰσαπόστολος καὶ ἑορτάζεται δύο φορὲς τὸν χρόνο, στὶς 26 Φεβρουαρίου καὶ τὴν πέμπτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου