ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ

(Μθ. 25, 31-46)

Τὴν πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρι­α­κὴ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ὰ τῆς πα­ρα­βο­λῆς τοῦ σε­σω­σμέ­νου ἀ­σώ­του, μνη­μό­νευ­ε τὴν ἀ­πε­ρί­γρα­πτη φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ πρὸς ἐ­μᾶς. Τὴ ση­με­ρι­νὴ Κυ­ρι­α­κὴ μᾶς δι­δά­σκει πε­ρὶ τῆς μελ­λού­σης κρί­σε­ως τοῦ Θε­οῦ.

Τῆς κρί­σε­ως θὰ προ­η­γη­θεῖ ἡ ἔν­δο­ξη πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πὸ τὶς στρα­τιὲς τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν δυ­νά­με­ων θὰ κα­θί­σει «ἐ­πὶ θρό­νου δό­ξης αὐ­τοῦ».
Ἔμπροσθέν του θὰ συ­να­χθοῦν ἅ­παν­τες οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ θὰ τοὺς χω­ρί­σει, ὅ­πως ὁ ποι­μὴν χω­ρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τὰ ἐ­ρί­φι­α. Πρό­βα­τα εἶναι οἱ δίκαιοι, ὡς πρά­οι καὶ ἐ­πι­ει­κεῖς, ποὺ βά­δι­σαν τὴν ὁ­δὸ τῶν ἀ­ρε­τῶν, ἐ­νῶ ἐ­ρί­φι­α εἶναι οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί, ὡς θρα­σεῖς καὶ ἄτακτοι. Τοὺς δί­και­ους θὰ το­πο­θε­τή­σει δε­ξι­ά του καὶ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς στὰ ἀ­ρι­στε­ρά του. Τό­τε θὰ πεῖ στοὺς πρώ­τους «ἐ­λᾶ­τε οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ Πα­τρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἑ­τοι­μα­σμέ­νη γιὰ σᾶς ἀ­πὸ τὴν θε­με­λί­ω­ση τοῦ κό­σμου βα­σι­λεί­α μου». Ἐ­λᾶ­τε λοι­πόν, δι­ό­τι «πεί­να­σα καὶ μοῦ δώ­σα­τε νὰ φά­ω, δί­ψα­σα καὶ μὲ πο­τί­σα­τε, ξέ­νος ἦ­μουν καὶ μὲ πε­ρι­μα­ζεύ­σα­τε, γυ­μνὸς καὶ μὲ ἐν­δύ­σα­τε, ἀ­σθέ­νη­σα καὶ μὲ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε, ἦ­μουν στὶς φυ­λα­κὲς καὶ ἤλ­θα­τε νὰ μὲ δεῖ­τε καὶ νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σε­τε».

Ἐδῶ ἐγ­κω­μι­ά­ζε­ται ἰ­δι­αίτερα ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, δι­ό­τι ἀ­πο­τε­λεῖ δεῖγ­μα καὶ καρ­πὸ τῆς ἀ­γά­πης, καὶ σα­φῶς ὑ­πέρ­κει­ται καὶ νο­η­μα­το­δο­τεῖ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Αὐ­τὸ τὸ ἔ­δει­ξε ὁ Κύ­ρι­ος καὶ μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ τῶν δέ­κα παρ­θέ­νων· δὲν εἰ­σά­γον­ται στὸν θεῖ­ο νυμ­φῶνα ὅ­λες οἱ παρ­θέ­νες, ἀλ­λὰ μό­νο αὐ­τὲς τῶν ὁ­ποί­ων οἱ λαμ­πά­δες ἔ­χουν ἄ­φθο­νο ἔ­λαι­ο. Καὶ ἔ­λαι­ο εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη, ἡ κο­ρω­νί­δα ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν, ἡ ἀ­ρε­τὴ ποὺ νο­η­μα­το­δο­τεῖ ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τές. Καὶ ὁ Κύ­ρι­ος λοι­πὸν προ­σφέ­ρει τὴ βα­σι­λεί­α του σὲ ὅ­σους ἔ­χουν σφρα­γί­σει τὶς ἄλ­λες ἀ­ρε­τὲς δι­ὰ τῶν ἔρ­γων τῆς ἀ­γά­πης.

Οἱ δί­και­οι, στὴν ἐ­πι­σή­μαν­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, θὰ ἀ­πο­κρι­θοῦν καὶ θὰ ποῦν: «Κύ­ρι­ε, πό­τε σὲ εἴ­δα­με νὰ πεινᾶς καὶ σὲ θρέ­ψα­με, ἢ νὰ δι­ψᾶς καὶ σὲ πο­τί­σα­με; Πό­τε σὲ εἴ­δα­με ξέ­νο καὶ σὲ συμ­μα­ζεύ­σα­με, ἢ γυ­μνὸ καὶ σὲ ἐν­δύ­σα­με; Πό­τε σὲ εἴ­δα­με ἀ­σθε­νῆ ἢ στὴ φυ­λα­κὴ καὶ σ᾽ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­με;». Θὰ ἰ­σχυ­ρι­στοῦν δη­λα­δὴ μὲ τα­πεί­νω­ση ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νά­ξι­οι τῶν ἐ­παί­νων, ὡ­σὰν νὰ μὴν ἔ­πρα­ξαν κα­νέ­να ἀ­γα­θό. Οἱ φι­λάν­θρω­πες πρά­ξεις τους, ὅ­μως, θὰ θε­ω­ρη­θοῦν ὅ­τι ἔ­γι­ναν πρὸς τὸν ἴ­διο τὸν Κύ­ρι­ο: «σᾶς δι­α­βε­βαι­ῶ», θὰ τοὺς πεῖ, «ὅ­τι ἐ­φό­σον τὰ πρά­ξα­τε σ᾽ ἕ­να ἀ­πὸ τοὺς ἀ­δελ­φούς μου τοὺς ἐ­λα­χί­στους, εἶ­ναι ­σὰν νὰ τὰ κά­να­τε γιὰ μέ­να καὶ σὲ μέ­να».

Ἄ­ρα οἱ φτω­χοὶ καὶ ἐν­δε­εῖς καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι εἶ­ναι ἀ­δελ­φοὶ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἂς μὴν τοὺς πε­ρι­φρο­νοῦ­με λοι­πόν, ἀλ­λὰ ἂς ὑ­πη­ρε­τή­σου­με τὶς ἀ­νάγ­κες τους γιὰ τρο­φή, γιὰ σκέ­πη, γιὰ ἐν­δυ­μα­σί­α, γιὰ λό­γο πα­ρη­γο­ριᾶς, μὲ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χου­με. Καὶ ἂν δὲν εἴ­μα­στε δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ προ­σφέ­ρου­με ὅ­λα μας τὰ ὑ­πάρ­χον­τα, του­λά­χι­στον ἂς μὴν τὰ κα­τα­κρα­τή­σου­με ὅ­λα γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τούς μας. Ἐ­ὰν ἐν­δε­χο­μέ­νως κλεί­σου­με τὰ αὐ­τιὰ καὶ τὴν καρ­δί­α μας στὶς ἀ­νάγ­κες τῶν συ­ναν­θρώ­πων μας θὰ ἀ­κού­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὴ φω­νὴ τοῦ Κρι­τῆ, ἡ ὁ­ποί­α θὰ πεῖ στοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, τοὺς εὑ­ρι­σκό­με­νους στὰ ἀ­ρι­στε­ρά του: «φύ­γε­τε ἀ­πὸ κον­τά μου κα­τα­ρα­μέ­νοι». Ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ­τε ἀ­πὸ τὴ ζω­ή, ἐκ­βλη­θεῖ­τε ἀ­πὸ τὴν τρυ­φή, στε­ρη­θεῖ­τε τὸ φῶς! Πη­γαί­νε­τε «στὸ αἰ­ώ­νι­ο πῦρ, τὸ ἑ­τοι­μα­σμέ­νο γιὰ τὸν Διά­βο­λο καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους του». Ὅ­πως οἱ δί­και­οι θὰ ἔ­χουν ζω­ή, ἀ­φοῦ θὰ συ­νευ­ρί­σκον­ται μὲ τὸν Θε­ό, καὶ θὰ εἶ­ναι υἱ­οὶ καὶ κλη­ρο­νό­μοι τῆς βα­σι­λεί­ας του, ἔ­τσι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ θὰ πα­ρα­δο­θοῦν μα­ζὶ μὲ τοὺς δαί­μο­νες στὸ κο­λα­στι­κὸ πῦρ.

Για­τί, ὅ­μως, θὰ ἐκ­δι­ω­χθοῦν ἀ­πὸ τὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν; Δι­ό­τι ἦ­ταν ἀ­φι­λάν­θρω­ποι: «πεί­να­σα καὶ δὲν μοῦ δώ­σα­τε νὰ φά­ω», λέ­ει ὁ Κύ­ρι­ος, «δί­ψα­σα καὶ δὲν μὲ πο­τί­σα­τε, ξέ­νος ἦμουν καὶ δὲν μὲ συμ­μα­ζεύ­σα­τε, γυ­μνὸς καὶ δὲν μὲ ἐν­δύ­σα­τε, ἀ­σθε­νὴς καὶ φυ­λα­κι­σμέ­νος καὶ δὲν μὲ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε». Ὅ­πως ἡ ἀ­γά­πη καὶ τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι πλή­ρω­μα τῶν ἀ­ρε­τῶν, ἔ­τσι καὶ ὁ ἀ­συμ­πα­θὴς τρό­πος καὶ ἡ ἀ­κοι­νώ­νη­τη γνώ­μη, εἶ­ναι πλή­ρω­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Καὶ ὅ­πως τὴ φι­λαν­θρω­πί­α ἀ­κο­λου­θοῦν καὶ συ­νυ­πάρ­χουν μὲ αὐ­τὴν οἱ ἀ­ρε­τές, ἔ­τσι τὴ μι­σαν­θρω­πί­α ἀ­κο­λου­θοῦν οἱ κα­κί­ες.

Ἀ­φοῦ ἑ­πο­μέ­νως τέ­τοιες εἶ­ναι οἱ συν­θῆ­κες τῆς τε­λι­κῆς κρί­σε­ως, ἂς προ­σέ­ξου­με. Ἂς ἐ­λε­ή­σου­με τοὺς ἑ­αυ­τούς μας δι­ὰ τοῦ ἐ­λέ­ους πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς, ἂς εὐ­ερ­γε­τή­σου­με γιὰ νὰ εὐ­ερ­γε­τη­θοῦ­με. Ἂς σπεύ­σου­με γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με τὸν πλοῦ­το τῆς ἀ­γα­θό­τη­τος, ἂς ἀ­γο­ρά­σου­με μὲ ὀ­λί­γα ἀρ­γύ­ρι­α αἰ­ώ­νι­α κλη­ρο­νο­μί­α. Ταυ­τό­χρο­να, ἂς φο­βη­θοῦ­με τὴν ἀ­πό­φα­ση ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀ­νοι­κτιρ­μό­νων καὶ ἀ­φι­λαν­θρώ­πων· ἂς μὴ φο­βη­θοῦ­με μὴ τυ­χὸν καὶ γί­νου­με φτω­χοί, δί­δον­τας ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἂς φο­βη­θοῦ­με καὶ ἂς κά­νου­με τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μὴν μεί­νου­με ἐ­κτὸς τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, δι­ὰ τῆς ἀ­σπλαγ­χνί­ας. Ἂς ἐ­πι­δεί­ξουμε ἔρ­γα ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐ­λε­ῶν­τας τοὺς φτω­χούς, ἐ­πι­στρέ­φον­τας τοὺς πλα­νη­μέ­νους, δι­και­ώ­νον­τας τοὺς ἀ­δι­κουμέ­νους, ἐ­πι­σκε­πτό­με­νοι καὶ πα­ρη­γο­ρῶν­τας τοὺς ἀ­σθε­νεῖς καὶ τοὺς φυ­λα­κι­σμέ­νους, καὶ συγ­χω­ρῶν­τας ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο. Ἐν γέ­νει, ἂς ἐ­πι­δεί­ξου­με τὴ με­τα­ξύ μας ἀ­γά­πη μὲ κά­θε τρό­πο καὶ μὲ κά­θε ἔρ­γο καὶ λό­γο, γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χουμε τὴν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἀ­γά­πη καὶ εὐ­λο­γη­θοῦ­με ἀ­πὸ αὐ­τὸν καὶ κλη­ρο­νο­μή­σου­με τὴν ἐ­πηγ­γελ­μέ­νη οὐ­ρά­νι­α καὶ αἰ­ώ­νι­α βα­σι­λεί­α «ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου