ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

(Λκ. 15, 11-32)

Οἱ Γραμ­μα­τεῖς καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι γόγ­γυ­ζαν γιὰ τὴν ἐ­πι­εί­κει­α καὶ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Κυ­ρί­ου πρὸς τοὺς πά­σης φύ­σε­ως ἁ­μαρ­τω­λούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι τὸν πλη­σί­α­ζαν ἐν με­τα­νοί­ᾳ. Καὶ ἐ­νῶ οἱ «ἄγ­γε­λοι χαί­ρου­σι ἐ­πὶ ἑνὶ ἁ­μαρ­τω­λῷ με­τα­νο­οῦν­τι», οἱ ὑ­πε­ρή­φα­νοι καὶ αὐ­το­δι­και­ω­μέ­νοι Γραμ­μα­τεῖς καὶ Φα­ρι­σαῖ­οι, οἱ ὑ­πο­δου­λω­μέ­νοι στὴν οἴ­η­ση καὶ τὴ φι­λαρ­γυ­ρί­α, ἀρ­νοῦν­ταν νὰ δε­χθοῦν τὴ με­τά­νοι­α τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ πε­ρι­γε­λοῦ­σαν τὸν θεῖ­ο λό­γο.


Τοῦ­τες οἱ δύ­ο κα­τα­στά­σεις, ἡ με­τά­νοι­α τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ καὶ ἡ ἀ­πο­δο­χή του ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο, μα­ζὶ μὲ τὴν ἐ­γω­ι­στι­κὴ ἄρ­νη­ση τοῦ θε­ω­ρού­με­νου ἄ­μεμ­πτου, πε­ρι­γρά­φον­ται στὴ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ τοῦ ἀ­σώ­του υἱ­οῦ καὶ τοῦ σπλα­χνι­κοῦ πα­τέ­ρα.

Οἱ δύ­ο υἱ­οὶ τοῦ ἀ­γα­θοῦ πα­τέ­ρα ἔ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α. Ὁ πρε­σβύ­τε­ρος πα­ρα­μέ­νει μα­ζὶ μὲ τὸν πα­τέ­ρα του καὶ ἐρ­γα­ζό­με­νος σκλη­ρά, οἰ­κο­νο­μεῖ κα­λῶς τὰ πε­ρι­ου­σι­α­κά του στοι­χεῖ­α. Ὁ ἄλ­λος, ὁ νε­ώ­τε­ρος, ὑ­πο­δου­λώ­νε­ται στὴ σάρ­κα καὶ στὶς αἰ­σθή­σεις, καὶ μὲ μί­α ἐν­τε­λῶς παι­δι­κὴ ὁρ­μή, ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα καὶ κα­τα­φεύ­γει «εἰς χώ­ραν μα­κράν». Ἐ­κεῖ σκορ­πί­ζει τὸν πλοῦ­το τῶν ἀ­γα­θῶν ποὺ τοῦ ἐ­δό­θη, ζῶν­τας ἀ­σώ­τως. Ἀποτυγχάνει στὸ νὰ οἰ­κο­νο­μή­σει κα­λῶς τὴ ζω­ή του καὶ κα­τα­λή­γει χοι­ρο­βο­σκὸς καὶ ὁ­μο­τρά­πε­ζος τῶν χοί­ρων. Ὅ­ταν με­τὰ ἀ­πὸ και­ρὸ αἰ­σθάν­θη­κε τὰ σφάλ­μα­τά του καὶ συ­νῆλ­θε ἀ­πὸ τὴ ζά­λη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ κα­τά­λα­βε τὴν κα­τάν­τι­α του, ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴν πα­τρι­κή του οἰ­κί­α. Ἐ­πι­στρέ­φει λοι­πὸν μὲ με­γά­λη τα­πεί­νω­ση καὶ ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται τὴν ἁ­μαρ­τί­α του μὲ πολ­λὴ συν­τρι­βὴ καὶ ζη­τεῖ νὰ κα­τα­τα­γεῖ μα­ζὶ μὲ τοὺς ὑ­πη­ρέ­τες, ἐ­ὰν βέ­βαι­α κρι­θεῖ ἄ­ξι­ος καὶ γι᾽ αὐ­τό. Προ­τι­μᾶ νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ καὶ νὰ ἀν­τι­σταθ­μί­ζει τὰ σφάλ­μα­τά του μὲ τοὺς κό­πους τῆς δου­λεί­ας, ὑ­πη­ρε­τῶν­τας τὸν πα­τέ­ρα του ὡς μι­σθω­τός.

Ὁ φι­λάν­θρω­πος καὶ συμ­πα­θὴς πα­τέ­ρας του, βλέ­πον­τάς τον ἀ­πὸ μα­κρυ­ὰ νὰ ἔρ­χε­ται, δὲν ἀ­γα­να­κτεῖ, δὲν ἀ­πο­στρέ­φει τὸ πρό­σω­πό του, δὲν στέλ­λει νὰ τὸν δι­ώ­ξουν, δὲν κλεί­νει τὶς πύ­λες, δὲν τὸν ἐ­πι­πλήτ­τει, δὲν τὸν ἐ­πι­κρί­νει, δὲν τὸν κα­τη­γο­ρεῖ. Ἀντ᾽ αὐ­τοῦ τρέ­χει ὁ ἴ­διος νὰ τὸν προ­ϋ­παν­τή­σει καὶ νὰ τὸν ἀγ­κα­λιά­σει, καὶ νὰ τα­πει­νω­θεῖ καὶ αὐ­τὸς μα­ζὶ μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση τοῦ υἱ­οῦ του, καὶ νὰ δεί­ξει μὲ τὸν ἀ­σπα­σμὸ τὴν πα­τρι­κή του στορ­γή.

Ὅ­ταν ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἀ­δελ­φὸς ἀν­τί­κρυ­σε τὸ πα­ρά­δο­ξο αὐ­τὸ θέ­α­μα, τὴν ἑ­ορ­τὴ δη­λα­δὴ γιὰ τὴν ἐ­πά­νο­δο τοῦ μι­κρό­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ, ἔ­μει­νε ἄ­φω­νος˙ ὄ­χι τόσο ἀ­πὸ φθό­νο, ὅσο ἀ­πὸ ἔκ­πλη­ξη γιὰ τὴν τό­σο με­γά­λη εὔ­νοι­α πρὸς τὸν φυ­γά­δα καὶ ἄ­σω­το. Συγκρίνοντας ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἀ­δελ­φὸς τὴ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ πα­τέρα μὲ τὴν ὑ­περ­βο­λὴ τῆς ἐ­πι­εί­κει­άς του, θαύ­μα­ζε πο­λὺ βλέ­πον­τας τὴν πρώ­τη νὰ ἡτ­τᾶ­ται πα­ρα­δό­ξως ἀ­πὸ τὴ δεύ­τε­ρη. Δι­ό­τι ὁ ἴ­διος, ἂν καὶ πρό­σε­χε πάν­το­τε στὰ θε­λή­μα­τα τοῦ πα­τέρα, καὶ δὲν εἶ­χε πα­ρα­βεῖ καμ­μί­α ἐν­το­λή του, δὲν εἶ­χε πο­τὲ ἐμ­πει­ρί­α τέ­τοιας φι­λαν­θρω­πί­ας.

Τὸν πλη­σι­ά­ζει ὅ­μως καὶ αὐ­τὸν ὁ πα­τέ­ρας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὴν φι­λαν­θρω­πί­α του, λέ­γει: «παι­δὶ μου, αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χα­σε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἑ­κα­τὸ πρό­βα­τα ποὺ εἶ­χε, τρέ­χει μὲ ἀ­γω­νί­α σὲ ἀ­να­ζή­τη­σή του, καὶ ὅ­ταν τὸ βρεῖ τὸ ἐ­πα­να­φέ­ρει καὶ τὸ συ­να­ριθ­μεῖ μὲ τὰ ἄλ­λα, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ χα­ρά. Καὶ μί­α γυ­ναί­κα ποὺ ἔ­χα­σε μί­α ἀ­πὸ τὶς δέ­κα δραχ­μὲς ποὺ εἶχε τὴν ἀ­να­ζη­τεῖ μὲ κά­θε τρό­πο, καὶ χαί­ρε­ται ὅ­ταν τὴ βρεῖ. Μά­λι­στα ὁ βο­σκὸς καὶ ἡ γυ­ναί­κα κα­λοῦν καὶ φί­λους καὶ γεί­το­νες γιὰ νὰ χα­ροῦν καὶ αὐ­τοὶ μα­ζί τους γιὰ τὴν εὕ­ρε­ση αὐ­τῶν ποὺ εἶ­χαν χα­θεῖ. Πῶς τό­τε ἐ­γώ, ποὺ εἶ­μαι πα­τέ­ρας, δὲν θὰ εὐ­φραν­θῶ πο­λὺ δε­χό­με­νος τὸν ἀ­δελ­φό σου ποὺ ἐ­πα­νῆλ­θε ἀ­πὸ τὴ φο­βε­ρὴ ἐ­κεί­νη νέ­κρω­ση, καὶ βρέ­θη­κε με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πο­λυ­χρό­νι­α ἀ­πώ­λει­ά του; Πό­σο ἀ­νώ­τε­ροι εἶ­στε ἐ­σεῖς τὰ παι­διὰ μου ἀ­πὸ τὶς δραχ­μὲς καὶ τὰ πρό­βα­τα;».

Πράγ­μα­τι, τὸ νὰ βροῦ­με κά­τι ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ εἴ­χα­με χά­σει, μᾶς προ­ξε­νεῖ πολ­λὴ εὐ­φρο­σύ­νη. Γιὰ τὰ κα­λὰ ποὺ ὑ­πάρ­χουν χαι­ρό­με­θα μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τους, γιὰ δὲ τὰ χα­μέ­να πο­νοῦ­με, καὶ ὅ­ταν τε­λι­κὰ βρε­θοῦν χαι­ρό­με­θα γι᾽ αὐ­τὰ δι­πλά, προ­σθέ­τον­τας γιὰ τὴν εὕ­ρε­ση στὴν προ­η­γου­μέ­νη χα­ρὰ καὶ δεύ­τε­ρη, αὐ­τὴ ποὺ ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὴ λύ­πη. Γι᾽ αὐ­τὸ δὲν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νὰ πεῖ ὁ Κύ­ρι­ος πα­ρό­μοι­α πα­ρα­βο­λή, ἀ­φοῦ εἶ­ναι φα­νε­ρὴ ἡ πρὸς τὰ τέ­κνα φι­λαν­θρω­πί­α του, τὴν ὁ­ποί­α συ­νή­θι­ζε νὰ χα­ρί­ζει ἀ­φει­δῶς στοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ στοὺς τε­λῶ­νες ποὺ προ­σήρ­χον­το πρὸς αὐ­τόν. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἡ ἀ­ναί­δει­α τῶν Φα­ρι­σαί­ων καὶ τῶν Γραμ­μα­τέ­ων ποὺ ὁ­δή­γη­σε σὲ αὐ­τό. Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι βλα­σφη­μοῦ­σαν ὠ­μό­τα­τα τὸν Θε­ό. Ἐ­νῶ οἱ ἴ­διοι ἔ­δει­χναν φι­λαν­θρω­πί­α γιὰ τὰ τέ­κνα τους, ἤ­θε­λαν ὁ Θε­ὸς νὰ μνη­σι­κα­κεῖ γιὰ τὰ δι­κά του. Καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν δι­ά­φο­ρα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ὡς πρό­φα­ση, ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴν ἀ­πι­στί­α τους πρὸς τὸν Κύ­ρι­ο, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ πλήτ­τουν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, πε­ρι­ερ­γα­ζό­με­νοι καὶ κρί­νον­τας πο­λὺ αὐ­στη­ρὰ τὰ σφάλ­μα­τά τους.

Ἐ­μεῖς ἂς μὴ μι­μη­θοῦ­με τὴν ὑ­πο­κρι­σί­α καὶ τὴν ἀ­ναί­δει­α τῶν Γραμ­μα­τέ­ων καὶ Φα­ρι­σαί­ων, ἀλ­λὰ γο­νυ­πε­τεῖς νὰ ἐκ­ζη­τή­σου­με τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν τα­πεί­νω­ση τοῦ νε­ώ­τε­ρου υἱ­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, βο­ῶν­τας τό «ἥ­μαρ­τον» πρὸς τὸν πα­τέ­ρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου