ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
(Λκ. 15, 11-32)
Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γόγγυζαν γιὰ τὴν ἐπιείκεια καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς πάσης φύσεως ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι τὸν πλησίαζαν ἐν μετανοίᾳ. Καὶ ἐνῶ οἱ «ἄγγελοι χαίρουσι ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι», οἱ ὑπερήφανοι καὶ αὐτοδικαιωμένοι Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, οἱ ὑποδουλωμένοι στὴν οἴηση καὶ τὴ φιλαργυρία, ἀρνοῦνταν νὰ δεχθοῦν τὴ μετάνοια τῶν ἀνθρώπων καὶ περιγελοῦσαν τὸν θεῖο λόγο.
(Λκ. 15, 11-32)
Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γόγγυζαν γιὰ τὴν ἐπιείκεια καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς πάσης φύσεως ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι τὸν πλησίαζαν ἐν μετανοίᾳ. Καὶ ἐνῶ οἱ «ἄγγελοι χαίρουσι ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι», οἱ ὑπερήφανοι καὶ αὐτοδικαιωμένοι Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, οἱ ὑποδουλωμένοι στὴν οἴηση καὶ τὴ φιλαργυρία, ἀρνοῦνταν νὰ δεχθοῦν τὴ μετάνοια τῶν ἀνθρώπων καὶ περιγελοῦσαν τὸν θεῖο λόγο.
Τοῦτες οἱ δύο καταστάσεις, ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἡ ἀποδοχή του ἀπὸ τὸν Κύριο, μαζὶ μὲ τὴν ἐγωιστικὴ ἄρνηση τοῦ θεωρούμενου ἄμεμπτου, περιγράφονται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ καὶ τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα.
Οἱ δύο υἱοὶ τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα ἔχουν διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία. Ὁ πρεσβύτερος παραμένει μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ ἐργαζόμενος σκληρά, οἰκονομεῖ καλῶς τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα. Ὁ ἄλλος, ὁ νεώτερος, ὑποδουλώνεται στὴ σάρκα καὶ στὶς αἰσθήσεις, καὶ μὲ μία ἐντελῶς παιδικὴ ὁρμή, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ καταφεύγει «εἰς χώραν μακράν». Ἐκεῖ σκορπίζει τὸν πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν ποὺ τοῦ ἐδόθη, ζῶντας ἀσώτως. Ἀποτυγχάνει στὸ νὰ οἰκονομήσει καλῶς τὴ ζωή του καὶ καταλήγει χοιροβοσκὸς καὶ ὁμοτράπεζος τῶν χοίρων. Ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρὸ αἰσθάνθηκε τὰ σφάλματά του καὶ συνῆλθε ἀπὸ τὴ ζάλη τῆς ἁμαρτίας καὶ κατάλαβε τὴν κατάντια του, ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρική του οἰκία. Ἐπιστρέφει λοιπὸν μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ ἐξομολογεῖται τὴν ἁμαρτία του μὲ πολλὴ συντριβὴ καὶ ζητεῖ νὰ καταταγεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες, ἐὰν βέβαια κριθεῖ ἄξιος καὶ γι᾽ αὐτό. Προτιμᾶ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀντισταθμίζει τὰ σφάλματά του μὲ τοὺς κόπους τῆς δουλείας, ὑπηρετῶντας τὸν πατέρα του ὡς μισθωτός.
Ὁ φιλάνθρωπος καὶ συμπαθὴς πατέρας του, βλέποντάς τον ἀπὸ μακρυὰ νὰ ἔρχεται, δὲν ἀγανακτεῖ, δὲν ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του, δὲν στέλλει νὰ τὸν διώξουν, δὲν κλείνει τὶς πύλες, δὲν τὸν ἐπιπλήττει, δὲν τὸν ἐπικρίνει, δὲν τὸν κατηγορεῖ. Ἀντ᾽ αὐτοῦ τρέχει ὁ ἴδιος νὰ τὸν προϋπαντήσει καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάσει, καὶ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ υἱοῦ του, καὶ νὰ δείξει μὲ τὸν ἀσπασμὸ τὴν πατρική του στοργή.
Ὅταν ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς ἀντίκρυσε τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα, τὴν ἑορτὴ δηλαδὴ γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ, ἔμεινε ἄφωνος˙ ὄχι τόσο ἀπὸ φθόνο, ὅσο ἀπὸ ἔκπληξη γιὰ τὴν τόσο μεγάλη εὔνοια πρὸς τὸν φυγάδα καὶ ἄσωτο. Συγκρίνοντας ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς τὴ δικαιοσύνη τοῦ πατέρα μὲ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἐπιείκειάς του, θαύμαζε πολὺ βλέποντας τὴν πρώτη νὰ ἡττᾶται παραδόξως ἀπὸ τὴ δεύτερη. Διότι ὁ ἴδιος, ἂν καὶ πρόσεχε πάντοτε στὰ θελήματα τοῦ πατέρα, καὶ δὲν εἶχε παραβεῖ καμμία ἐντολή του, δὲν εἶχε ποτὲ ἐμπειρία τέτοιας φιλανθρωπίας.
Τὸν πλησιάζει ὅμως καὶ αὐτὸν ὁ πατέρας καὶ ἀποκαλύπτοντας τὴν φιλανθρωπία του, λέγει: «παιδὶ μου, αὐτὸς ποὺ ἔχασε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ πρόβατα ποὺ εἶχε, τρέχει μὲ ἀγωνία σὲ ἀναζήτησή του, καὶ ὅταν τὸ βρεῖ τὸ ἐπαναφέρει καὶ τὸ συναριθμεῖ μὲ τὰ ἄλλα, πλημμυρισμένος ἀπὸ χαρά. Καὶ μία γυναίκα ποὺ ἔχασε μία ἀπὸ τὶς δέκα δραχμὲς ποὺ εἶχε τὴν ἀναζητεῖ μὲ κάθε τρόπο, καὶ χαίρεται ὅταν τὴ βρεῖ. Μάλιστα ὁ βοσκὸς καὶ ἡ γυναίκα καλοῦν καὶ φίλους καὶ γείτονες γιὰ νὰ χαροῦν καὶ αὐτοὶ μαζί τους γιὰ τὴν εὕρεση αὐτῶν ποὺ εἶχαν χαθεῖ. Πῶς τότε ἐγώ, ποὺ εἶμαι πατέρας, δὲν θὰ εὐφρανθῶ πολὺ δεχόμενος τὸν ἀδελφό σου ποὺ ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη νέκρωση, καὶ βρέθηκε μετὰ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἀπώλειά του; Πόσο ἀνώτεροι εἶστε ἐσεῖς τὰ παιδιὰ μου ἀπὸ τὶς δραχμὲς καὶ τὰ πρόβατα;».
Πράγματι, τὸ νὰ βροῦμε κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴχαμε χάσει, μᾶς προξενεῖ πολλὴ εὐφροσύνη. Γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ὑπάρχουν χαιρόμεθα μὲ τὴν παρουσία τους, γιὰ δὲ τὰ χαμένα πονοῦμε, καὶ ὅταν τελικὰ βρεθοῦν χαιρόμεθα γι᾽ αὐτὰ διπλά, προσθέτοντας γιὰ τὴν εὕρεση στὴν προηγουμένη χαρὰ καὶ δεύτερη, αὐτὴ ποὺ ἀντικατέστησε τὴ λύπη. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ πεῖ ὁ Κύριος παρόμοια παραβολή, ἀφοῦ εἶναι φανερὴ ἡ πρὸς τὰ τέκνα φιλανθρωπία του, τὴν ὁποία συνήθιζε νὰ χαρίζει ἀφειδῶς στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ στοὺς τελῶνες ποὺ προσήρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ ἦταν ἡ ἀναίδεια τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Γραμματέων ποὺ ὁδήγησε σὲ αὐτό. Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι βλασφημοῦσαν ὠμότατα τὸν Θεό. Ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔδειχναν φιλανθρωπία γιὰ τὰ τέκνα τους, ἤθελαν ὁ Θεὸς νὰ μνησικακεῖ γιὰ τὰ δικά του. Καὶ χρησιμοποιοῦσαν διάφορα ἐπιχειρήματα ὡς πρόφαση, ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀπιστία τους πρὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ πλήττουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, περιεργαζόμενοι καὶ κρίνοντας πολὺ αὐστηρὰ τὰ σφάλματά τους.
Ἐμεῖς ἂς μὴ μιμηθοῦμε τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἀναίδεια τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ἀλλὰ γονυπετεῖς νὰ ἐκζητήσουμε τὴ μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ νεώτερου υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, βοῶντας τό «ἥμαρτον» πρὸς τὸν πατέρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου