Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Θ΄ Λουκά
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Οι αμαρτίες, οι αδυναμίες και τα πάθη, εφόσον μένουν ελεύθερα και απολέμητα στην καρδιά του ανθρώπου, τον υποδουλώνουν, του σκοτίζουν το νου και τον οδηγούν στις πλέον παράλογες και ολέθριες για τον ίδιο, αποφάσεις και πράξεις. Του δημιουργούν μια κατάσταση αφροσύνης.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Οι αμαρτίες, οι αδυναμίες και τα πάθη, εφόσον μένουν ελεύθερα και απολέμητα στην καρδιά του ανθρώπου, τον υποδουλώνουν, του σκοτίζουν το νου και τον οδηγούν στις πλέον παράλογες και ολέθριες για τον ίδιο, αποφάσεις και πράξεις. Του δημιουργούν μια κατάσταση αφροσύνης.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
Ο άνθρωπος για τον οποίο μάς μιλάει το σημερινό ευαγγέλιο ήταν πλούσιο, πολύ πλούσιος. Είχε στην ιδιοκτησία του πολλά κτήματα, «χώρας» όπως χαρακτηριστικά λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Μεγάλη δηλαδή εκτάσεις, με ποικιλία καλλιεργειών και προϊόντων. Είχε αποθήκες μεγάλες και πολλές. Τα σπίτια του σίγουρα θα ήταν πολυτελέστατα, με πολλούς υπηρέτες. Τίποτα δεν του έλειπε, είχε τα πάντα, ότι ζητούσε η ψυχή του. Σ’ όλα αυτά ήρθε να προστεθεί, την περίοδο εκείνη, η πρωτοφανής ευφορία των κτημάτων του.
Εδώ όμως φαίνεται καθαρά το δράμα του άφρονα πλούσιου. Αντί να ευχαριστήσει τον δωρεοδότη Κύριο για την μεγάλη αυτή ευλογία της πλούσιας σοδειάς και από τα δώρα αυτά του Θεού να προσφέρει κι αυτός στους συνανθρώπους του, ως ιδιοτελής και φίλαυτος βυθίστηκε σε πολλές και καταθλιπτικές μέριμνες, που αφορούσαν τον εαυτό του και μόνον. Διαπίστωσε ότι οι αποθήκες που είχε, όσοι μεγάλες κι αν ήταν, δεν επαρκούσαν να χωρέσουν την πλούσια σοδειά. Κι αυτός δεν ήθελε να χάσει τίποτε από αυτά, ούτε να διαθέσει κάτι για τους πτωχούς, για τους συνανθρώπους του.
Έλεγε ξανά και ξανά, ημέρα και νύκτα, ότι «οὐκ ἒχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου». «Τούς καρπούς μου», έλεγε, «τά ἀγαθά μου». Τα θεωρεί όλα δικά του. Νομίζει ότι έχει το απόλυτο δικαίωμα επ’ αυτών. Μέσα σ’ αυτή του την παραζάλη της αφροσύνης του δεν σκέφθηκε ότι επιτέλους γι’ αυτά εργάστηκαν οι υπηρέτες του, οι γεωργοί και προ πάντων ότι ο Θεός έφερε ευνοϊκούς τους καιρούς για την πλούσια απόδοση των κτημάτων του.
Ύστερα από πολλές και αγωνιώδεις σκέψεις και συνδυασμούς, βρήκε, όπως νόμιζε, τη λύση. Κατέληξε στην απόφαση να γκρεμίσει τις αποθήκες του και να ανοικοδομήσει άλλες μεγαλύτερες. Να συνάξει εκεί με κάθε επιμέλεια τα πάντα και να μην αφήσει τίποτα να χαθεί, για να έχει άφθονα τα αγαθά, ώστε να τρώει, να πίνει και να ευφραίνεται καθημερινά και για πολλά χρόνια.
Ίσως και να ξεκίνησε την ανοικοδόμηση των νέων αποθηκών. Ίσως και να επιστάτησε με πολύ προσοχή στη συγκομιδή των καρπών. Και γεμάτος από ικανοποίηση έλεγε στον εαυτό του, στην ψυχή του˙ «ψυχή μου, ἒχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἒτη πολλά˙ ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει την σκέψη του, τα γεμάτα αφροσύνη λόγια του. Γιατί; Διότι συνέβη σ’ αυτόν το κοινό για όλους τους ανθρώπους γεγονός, ο θάνατος, το οριστικό και αναπόφευκτο τέρμα της επίγειας ζωής. Όλα τα σκέφθηκε, όλα τα υπολόγισε ο άφρονας πλούσιος, για όλα φρόντισε με κάθε σχολαστικότητα. Ένα μόνο δεν ήθελε να σκεφθεί˙ τον θάνατο και την μετά θάνατο αιωνιότητα. Και έτσι έχασε ανεπανόρθωτα τα πάντα και το πλέον χειρότερο, τον ίδιο τον εαυτό του εις αιώνας αιώνων.
«Ἂφρον» του είπε ο Θεός, ανόητε και απερίσκεπτε, σκοτισμένε από τη φοβερή ιδιοτέλεια και υλοφροσύνη, που ήλπιζες για μια μεγάλη και γεμάτη απολαύσεις ζωή, τώρα, αυτό το βράδυ, το οποίο πριν από πολύ καιρό ονειρευόσουν ως αρχή της ευτυχίας σου, οι άγγελοι του σκότους, οι δαίμονες της κολάσεως απαιτούν και θα πάρουν με βία τη ψυχή σου για να την μεταφέρουν όχι στους κόλπους του Αβραάμ, όπου η χαρά και η ευφροσύνη, αλλά στην απερίγραπτη οδύνη της αιώνιας καταδίκης. «Ἃ δέ ἠτοίμασας, τίνι ἒσται;». Δεν είναι πλέον δικά σου. Δεν γνωρίζεις σε ποια χέρια θα καταλήξουν, ίσως και σε εχθρούς σου. Κι όλα αυτά τα οποία ετοίμαζες για τον εαυτό σου, άλλοι θα τα απολαμβάνουν ενώ εσύ θα φλέγεσαι στη γέενα του πυρός του αιωνίου.
Ταλαίπωρος ο άνθρωπος αυτός. Ο Θεός τον ονόμασε άφρονα. Και πραγματικά ήταν άφρονας από την αρχή μέχρι το τέλος, σε όλες τις ιδιοτελείς επιθυμίες, ενέργειες και επιδιώξεις της αχόρταστης καρδιάς του. Κι αν μερικοί τον θεωρούσαν έξυπνο όταν τον έβλεπαν να συγκεντρώνει θησαυρούς, στην πραγματικότητα όμως ήταν άφρονας. Ήταν άφρονας, διότι δεν θέλησε να διδαχθεί ούτε από τη δική του ως τότε πείρα, ούτε από την πείρα των άλλων, ότι τα πλούτη, όσο πολλά κι αν είναι, δεν είναι ικανά να χαρίσουν την αληθινή χαρά στον άνθρωπο. Του δίνουν κάποια προσωρινή τέρψη, κι αυτή ανάμικτη με στυφότητα και πικρία για να αφήσουν αμέσως μετά το κενό και το άγχος, την πλήξη και την ανία μέσα στην ψυχή.
Ήταν άφρονας, διότι δεν σκέφθηκε ότι ο πλούτος δεν είναι πάντοτε ισόβιο κτήμα του ανθρώπου. Μια πυρκαγιά, ένας σεισμός, ένας πόλεμος, μια οικονομική κρίση και τόσα άλλα που γίνονται καθημερινά στον κόσμο είναι ικανά να εξαφανίσουν και τις πιο μεγάλες περιουσίες, να αφήσουν πτωχό και γυμνό τον άλλοτε πλούσιο. Δυστυχώς δεν είναι λίγα τα παραδείγματα τέτοιων καταστροφών. Τα έχουμε ζήσει είτε στο άμεσο περιβάλλον μας είτε στην Πατρίδα μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πόσοι και πόσοι από πλούσιοι μέσα σε λίγες στιγμές έφτασαν στο έσχατο σημείο της φτώχειας.
Ήταν άφρονας ο πλούσιος της παραβολής, διότι δεν έλαβε υπ’ όψιν του ότι τα χρόνια της ζωής του, όσα πολλά και αν φανταζόταν ότι θα είναι, κάποια στιγμή θα έφθανε το τέλος. Κι έπειτα από το αναπόφευκτο αυτό τέλος, θα ανοιγόταν ενώπιον του η αιωνιότητα. Πως θα παρουσιαζόταν μπροστά στον αδέκαστο Κριτή; Ποια καλά έργα θα είχε να του παρουσιάσει; Πως θα λογοδοτούσε για την χρήση των αγαθών που του είχε δώσει ο Θεός; Τότε θα έβλεπε, όπως και είδε, ότι έχασε την ψυχή του για τα λίγα αυτά υλικά αγαθά της περιουσίας του.
Και ο Κύριος, για να επιστήσει την προσοχή όλων μας, μήπως και βρεθούμε κι εμείς στην αφροσύνη του πλούσιου, έκλεισε την παραβολή με το συγκλονιστικό δίδαγμα˙ «οὓτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν».
Ο καθένας από μας τι θα παρουσιάσει στον Θεό, όταν βρεθεί ενώπιον του; Τι απολογία θα δώσουμε; Χωρίς αγάπη οι πύλες του ουρανού μένουν κλειστές. Όλα περνούν και φθείρονται. Εκείνο που μένει είναι η καλοσύνη και η αγάπη. Για το λόγο αυτό ας αξιολογήσουμε ορθά τη ζωή μας. Ας δούμε ειλικρινά και χωρίς προκαταλήψεις ότι αφορά τον εαυτό μας και τον κόσμο. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας και ας ατενίσουμε το μέλλον χωρίς φόβο. Ας δούμε την κάθε μας πράξη μέσα από το πρίσμα της αιωνιότητας. Αυτό είναι η πραγματική σοφία, η πραγματική σύνεση. Τότε αποβλέπουμε αληθινά στο αιώνιο συμφέρον μας. Ας ανοίξουμε, λοιπόν την καρδιά μας. Ας δώσουμε ανακούφιση και χαρά στους γύρω μας. Αυτό θα μάς βοηθήσει να διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία, ξεφεύγοντας από το επικίνδυνο κλείσιμο στον εαυτό μας. Σ’ αυτό θα μάς βοηθήσει πολύ η σκέψη: Αυτό που ζεις, αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που κάνεις σε τι αποβλέπει; Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου