Κυριακὴ Εἰκοστὴ Τετάρτη (Ἐφεσ. β΄ 14-22) +Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος
13 Νοεμβρίου 1966
Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,
Σήμερα ἂς μὴ μιλήσουμε ἐμεῖς· ἂς πάρουμε μία ὁμιλία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κι ἂς τὴν ἐξηγήσουμε στὴ γλώσσα μας. Ἂς ἐξηγήσουμε πρῶτα τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα κι ὕστερα ἂς ἀκούσουμε νὰ μᾶς μιλάη ἐπάνω στὸ ἴδιο κείμενο ὁ ἱερὸς Πατέρας.
13 Νοεμβρίου 1966
Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,
Σήμερα ἂς μὴ μιλήσουμε ἐμεῖς· ἂς πάρουμε μία ὁμιλία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κι ἂς τὴν ἐξηγήσουμε στὴ γλώσσα μας. Ἂς ἐξηγήσουμε πρῶτα τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα κι ὕστερα ἂς ἀκούσουμε νὰ μᾶς μιλάη ἐπάνω στὸ ἴδιο κείμενο ὁ ἱερὸς Πατέρας.
Ἀδελφοί, τέτοιος ἔπρεπε σ' ἐμᾶς ἀρχιερέας νὰ εἶναι ὅσιος, ἄκακος, ὁλοκάθαρος, ἔξω ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ παραπάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, νὰ προσφέρη θυσίες πρῶτα γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες κι ὕστερα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ· γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶναι ἀναμάρτητος, καὶ γιὰ τὸ λαό, γιατί αὐτὸ τὸ ἔκαμε μιὰ γιὰ πάντα, ὅταν πρόσφερε τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βάζει ἀνάμεσα στὸ λαὸ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἔχουνε τὶς ἀνθρώπινες ἀτέλειες, ὅμως ὁ λόγος καὶ ὁ ὅρκος τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπὸ τὸ νόμο, δηλαδὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη, βάζει ἀρχιερέα τὸν υἱό του, ποὺ εἶναι τέλειος στὸν αἰώνα. Καὶ μ' ἕνα λόγο, ἔχομε τέτοιον ἀρχιερέα, ποὺ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλωσύνης στοὺς οὐρανούς, καὶ εἶναι λειτουργὸς τῶν Ἁγίων καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, ποὺ τὴν ἔχτισε ὁ Κύριος κι ὄχι ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τέτοιον ἔχομε ἀρχιερέα, ὅπως μᾶς τὸν περιγράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, γι' αὐτὸ ἂς τὸν μιμηθοῦμε κι ἂς βαδίσουμε στὰ ἴχνη του. Δὲν ὑπάρχει, γι' αὐτὸ κι ἂς μὴν ἐλπίζουμε σὲ ἄλλη θυσία γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μία θυσία προσφέρθηκε στὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν Μέγαν Ἀρχιερέα, ὅπου μὲ αὐτὴν πρόσφερε τὸν ἑαυτὸν του· μία θυσία μᾶς καθάρισε καὶ μᾶς ἀποκατάστησε ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὕστερα ἀπ' αὐτὴ τὴ θυσία, ἂν δὲν θὰ τὴν ἐκτιμήσουμε, δὲν μᾶς μένει παρὰ τιμωρία καὶ καταδίκη. Καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἀπόστολος διαρκῶς μᾶς μιλάει γιὰ ἕναν Ἀρχιερέα καὶ γιὰ μία θυσία, γιὰ νὰ μὴ θαρρῆ κανεὶς πὼς εἶναι πολλὲς θυσίες κι ἔτσι χωρὶς φόβο ν' ἁμαρταίνη.
Ὅσοι λοιπὸν καταξιωθήκαμε νὰ λάβουμε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσοι ἔχουμε τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσοι ἔχουμε θέση στὴν τράπεζα τῆς ἀθανασίας καὶ κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐμεῖς λοιπὸν ἂς φυλᾶμε γιὰ πάντα τὴν εὐγένεια καὶ τὴν τιμὴ μὲ τὴν ὁποία μᾶς τίμησε ὁ Θεός. Κι ἂς μὴν ἁμαρταίνη κανεὶς μὲ τὴν πρόφαση τάχα καὶ τὴν ἐλπίδα πὼς ἔχει νὰ μετανοήση, πὼς πρὶν ν' ἀποθάνη θὰ τρέξη νὰ ξομολογηθῆ καὶ νὰ ζητήση τὴ συχώρεση τοῦ Θεοῦ, γιατί πολλὲς φορὲς δὲν τὸ κατορθώνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι.
Παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ πιστέψετε σ' αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ μὴ σᾶς περάση ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς τὸ λέγω γιὰ νὰ σᾶς φοβίσω. Ξέρω πολλοὺς ποὺ τὸ ἔπαθαν αὐτό· ἁμάρταιναν μὲ τὴν ἀπαντοχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μετανοήσουν κι ἦρθε ἡ τελευταία τους ὥρα κι ἔφυγαν ἀμετανόητοι. Γιατί ὁ Θεὸς γι' αὐτὸ ἔδωκε τὴ μετάνοια· γιὰ νὰ συχωρέση τὶς ἁμαρτίες, ὄχι γιὰ νὰ τὶς πληθύνη. Ὅταν ὅμως κανεὶς χρησιμοποιῆ τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ γιὰ εὐκαιρία ν' ἁμαρταίνη περισσότερο, τότε λοιπὸν ἡ μετάνοια γίνεται αἰτία τῆς ἀμέλειας καὶ τῆς ὀκνηρίας μας. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, προσέχετε. Κανένας ἂς μὴν εἶναι σὰν μισθωτός, κανένας ἂς μὴν εἶναι ἀφιλότιμος, κανένας ἂς μὴν ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὰν κάτι βαρὺ καὶ κουραστικό. Μὰ ἂς ἐργασθοῦμε τὴν ἀρετὴ μὲ προθυμία καὶ μὲ χαρά. Ἤ τάχα κι ἂν δὲν ἦταν μισθός, δὲν θὰ 'πρεπε λοιπὸν νὰ ὑπάρχη τὸ καλὸ κι ἡ ἀρετὴ στὸν κόσμο; Ἀλλ' ὅμως, ἔστω καὶ μὲ μισθὸ καὶ μὲ πληρωμή, ἂς γίνουμε καλοὶ καὶ ἐνάρετοι. Γιατί πῶς ἐτοῦτο δὲν εἶναι τάχα ντροπὴ καὶ καταδίκη; Ἂν δὲν μὲ πλήρωσης, λέγει, δὲν γίνομαι καλὸς ἄνθρωπος, φεύγω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Λοιπὸν τολμῶ κι ἐγὼ νὰ πῶ κάτι· Ποτὲ δὲν θὰ εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος κι ἂς δείχνης σωφροσύνη, ὅταν τὸ κάνης ἐπειδὴ θὰ λάβης μισθό. Γιατί ποτὲ δὲν θὰ ἐκτίμησης τὴν ἀρετή, ἂν δὲν τὴν ἀγαπᾶς. Ὁ Θεὸς ὅμως, γιὰ τὴν πολλὴ ἀσθένειά μας, θέλησε ἡ ἀρετὴ νὰ γίνη ἐπιτέλους μισθὸς καὶ πληρωμή· ἐμεῖς ὅμως οὔτε καὶ ἔτσι εἴμαστε ἐνάρετοι.
Ἂς ἐξετάσουμε τώρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τί τάχα εἶναι βαρὺ καὶ κουραστικὸ ἀπ' αὐτὰ ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεός. Νὰ 'χης, λέγει, τὴ γυναίκα σου καὶ νὰ 'σαι φρόνιμος, νὰ τὴ σέβεσαι καὶ νὰ τὴν τιμᾶς. Ἐτοῦτο λοιπὸν εἶναι βαρύ; Κι ὅμως πολλοὶ δὲν ἔχουν γυναίκα κι εἶναι φρόνιμοι καὶ κάνουν ἐγκράτεια· κι ὄχι μόνο χριστιανοί, μὰ καὶ εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ κάνει ὁ εἰδωλολάτρης ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ματαιοδοξία καὶ δείχνεται ἀνώτερος, ἐσὺ δὲν τὸ κάνεις οὔτε γιὰ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.
Νὰ δίνης, λέγει, στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ καλά σου. Κι ἐτοῦτο τάχα εἶναι βαρύ; Μὰ κι ἐδῶ μᾶς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί της Ἐκκλησίας, ποὺ δίνουν ὁλόκληρες περιουσίες ἀπὸ κενοδοξία, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν προσωπικό τους ἐγωισμό.
Ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν αἰσχρολογῆς· μέσα στὴν αἰσχρολογία εἶναι καὶ ἡ βλασφημία. Εἶναι τάχα κι ἐτοῦτο δύσκολο; Μὰ κι ἂν δὲν ἔδινε ὁ Θεὸς τὴν ἐντολὴ καὶ πάλι θὰ 'πρεπε ν' ἀποφεύγουμε τὴν αἰσχρολογία σὰν ἔντιμοι ἄνθρωποι. Πὼς ὄχι ἡ ἐντολή, μὰ ἡ αἰσχρολογία κι ἡ βλασφημία εἶναι δύσκολο πράγμα, τὸ βλέπουμε στὸ πῶς ὁ καθένας ντρέπεται καὶ κοκκινίζει, ὅταν τοῦ ξεφύγη κανένας αἰσχρὸς καὶ βλάσφημος λόγος, παρεκτὸς κι ἂν εἶναι μεθυσμένος.
Νὰ μὴ μεθᾶς λέγει ἄλλη ἐντολή, καὶ πολὺ σωστὰ τὸ λέγει. Γιατί τὸ μεθύσι ἀπὸ μόνο του εἶναι κόλαση καὶ τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶπε νὰ στερῆς τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ βασανίζης τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ νὰ μὴ μεθᾶς. Δηλαδὴ νὰ μὴν ξευτελίζης καὶ ντροπιάζης τὸν ἑαυτό σου, ἔτσι ποὺ νὰ τοῦ ἀφαιρῆς κάθε ψυχικὸ καὶ λογικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου.
Μὴν τάχα καὶ δὲν πρέπει νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ σῶμα; Ὄχι, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Δὲν λέγω αὐτό, ἀλλὰ λέγω νὰ μὴ φροντίζης γιὰ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του καὶ νὰ μὴν ἀνάβης μέσα σου φωτιά. Ὅπως ἀκριβῶς λέγει ὁ ἅγιος Παῦλος «τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας».
Ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν ἁρπάζης καὶ νὰ μὴν κλέβης καὶ νὰ μὴν εἶσαι πλεονέκτης· νὰ μὴν παίρνης ψεύτικους ὅρκους στὰ δικαστήρια καὶ νὰ μὴν παραβαίνης ὅσα ὁρκίζεσαι κι ὅσα ὑπόσχεσαι. Ποιὸν κόπο τάχα καὶ ποιὸν ἱδρώτα χρειάζονται αὐτά;
Κι ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν κατηγορῆς καὶ νὰ μὴ συκοφαντῆς. Ἔχει κι ἐτοῦτο κανέναν κόπο; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα εἶναι πολὺ κουραστικό. Γιατί, μόλις κατηγορήσης κάποιον, ἀμέσως σὲ πιάνει ἀνησυχία καὶ σὲ βασανίζει ἡ ὑποψία· μὴν τύχη κι ὅ,τι εἶπες τὸ μάθη καὶ τὸ ἀκούση ἐκεῖνος ποὺ τὸν κατηγόρησες, ἐκεῖνος ποὺ τὸν συκοφάντησες.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Τίποτα δύσκολο καὶ τίποτα βαρὺ δὲν μᾶς προστάζει ὁ Θεός, ἂν βέβαια θέλουμε. Εἰδεμὴ καὶ δὲν θέλουμε, τότε καὶ τὰ εὐκολώτερα μᾶς φαίνονται βουνά. Τίποτα ἀπ' ὅσα προστάζει ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κόπο, ἂν θέλη ὁ ἀνθρωπος· γιατί ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου κι ἀπὸ τὴ θεία χάρη ἐξαρτῶνται τὰ πάντα. Ἂς θελήσουμε λοιπὸν κι ἂς ἀγαπήσουμε τὰ καλὰ σ' ἐτοῦτο τὸ βίο, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου