Κυριακή ΙΣΤ΄ Ματθαίου (Ματθ. κε΄ 14-30)
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, ὁμιλία οη΄
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
α. Αὐτὲς οἱ παραβολὲς μοιάζουν μὲ τὴν προηγούμενη τοῦ πιστοῦ δούλου καὶ τοῦ ἀχάριστου ποὺ κατέφαγε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Κυρίου του. Εἶναι τέσσερις ὅλες οἱ παραβολὲς ποὺ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, γιὰ τὸ ἴδιο μᾶς παρακινοῦν· θέλω νὰ πῶ τὸ ζῆλο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ὠφέλεια τοῦ διπλανοῦ μας μὲ ὅλα ὅσα μποροῦμε, γιατὶ δὲ γίνεται νὰ σωθοῦμε ἀλλοιῶς. Ἀλλὰ ἐδῶ μιλάει γενκώτερα γιὰ κάθε εἶδος ὠφέλεια ποὺ πρέπει νὰ προξενοῦμε στὸν διπλανό μας. Στὴν παραβολὴ τῶν παρθένων τονίζει ἰδιαίτερα τὴν ἐλεημοσύνη μὲ χρήματα καὶ μάλιστα πιὸ ἔντονα ἀπὸ ὅ,τι στὴν προηγούμενη παραβολή. Ἐκεῖ τιμωρεῖ αὐτὸ ποὺ χτυπᾶ καὶ παραφέρεται καὶ διασκορπίζει τὴν περιουσία τοῦ κυρίου του καὶ τὴν καταστρέφει· ἐδῶ τιμωρεῖ κι αὐτὸν ποὺ δὲν ὠφελεῖ καὶ δὲν ἀδειάζει μὲ ἀφθονία τὴν τσέπη του σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.
Εἶχαν λάδι μὰ ὄχι ἄφθονο καὶ γι’ αὐτὸ τιμωροῦνται. Καὶ γιὰ ποιό λόγο ἀναφέρει αὐτὴν τὴν παραβολὴ στὸ πρόσωπο τῶν παρθένων καὶ δὲν τὴν ἐπεκτείνει σὲ κάθε ἄνθρωπο γενικά; Εἶπε σημαντικοὺς λόγους γιὰ τὴν παρθενία· Ὑπάρχουν εὐνοῦχοι ποὺ εὐνούχισαν τὸν ἑαυτό τους γιὰ χάρη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Καὶ τοῦτο· Ὅποιος μπορεῖ ἄς τὸ κατανοήση. Εἶδε ἀκόμα ὅτι οἱ περισσότεροι ἔχουν μεγάλο σεβασμὸ γι’ αὐτή. Γιατὶ τὸ πρᾶγμα φαίνεται πὼς εἶναι μεγάλο ἀπὸ τὴ φύση του, ἀφοῦ οὔτε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν τὴν ἐπέτυχαν οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι ἅγιοι ἄνθρωποι οὔτε καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη πῆρε τὴ μορφὴ ὑποχρετικοῦ νόμου. Δὲν τὴν ἐπέβαλε, τὴν ἄφησε στὴν προαίρεση τῶν ἀκροατῶν του. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος λέει· Γιὰ τοὺς παρθένους δὲν ἔχω ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Ἐπαινῶ ὅποιον τὴν ἐπιτυγχάνει δὲν ἀναγκάζω ὅμως αὐτὸν ποὺ δὲν τὴν ἐπιθυμεῖ, οὔτε μεταβάλλω τὸ πρᾶγμα σὲ ἐντολή. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ πρᾶγμα καὶ μεγάλο ἦταν καὶ σὲ πολλὴ ἐκτίμηση τὸ εἶχαν οἱ πολλοὶ, γιὰ νὰ μὴν πιστέψη κανένας ἐπιτυγχάνοντας το ὅτι ἐπέτυχε τὸ πᾶν κι ἀδιαφορήση γιὰ τὰ ἄλλα, γι’ αὐτὸ θέτει αὐτὴν τὴν παραβολή. Αὐτὴ φτάνει νὰ μᾶς πείση ὅτι ἡ παρθενία κι ἄν ἀκόμα ἔχη ὅλα τὰ ἄλλα, ὅταν δὲν διαθέτη τὰ πλεονεκτήματα τῆς ἐλεημοσύνης, ἀποβάλλεται μαζὶ μὲ τὴν πορνεία. Καὶ βάζει στὴν ἴδια μοῖρα μὲ τοὺς πόρνους τὸν ἀπάνθρωπο καὶ τὸν ἀνελεήμονα. Πολὺ φυσικά. Γιατὶ ἐκείνους τοὺς νικάει ὁ πόθος τῶν σωμάτων καὶ αὐτοὺς ὁ πόθος τῶν χρημάτων. Καὶ δὲν εἶναι ἴσος ὁ πόθος τῶν σωμάτων μὲ τὸν πόθος τῶν χρημάτων· ὁ πρῶτος εἶναι πιὸ ἔντονος καὶ πιὸ τυραννικός. Ὅσο λοιπὸν ἀσθενέστερος εἶναι ὁ ἀνταγωνιστής, τόσο πιὸ ἀσυγχώρητες εἶναι αὐτὲς ποὺ νικήθηκαν. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς ἀποκαλεῖ ἀνόητες· ὑπέφεραν τὸ μεγαλύτερο κόπο κι ἔχασαν τὸ πᾶν γιὰ τὸ μικρότερο. Λαμπάδες ἐδῶ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ χάρισμα τῆς παρθενίας, ἡ καθαρότητα τῆς ἁγιωσύνης· λάδι, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ βοήθεια πρὸς ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Κι ἐπειδὴ ἀργοῦσε ὁ Νυμφίος νύσταξαν ὅλες καὶ κοιμήθηκαν. Δείχνει μὲ τοῦτο ὅτι δὲν θὰ μεσολαβήση λίγος χρόνος, ἐμποδίζοντας τοὺς μαθητάς του νὰ περιμένουν ὅτι θὰ φαινόταν ἀμέσως ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἐλπίδα τους γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀναχαιτίζει ἀδιάκοπα σ’ αὐτήν. Μαζὶ φανερώνει καὶ τοῦτο ὅτι ὕπνος εἶναι ὁ θάνατος. Κοιμήθηκαν, λέει καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀντήχησε φωνή. Ἐπέμενε δηλαδὴ στὴν παραβολὴ καὶ ἔδειχνε ὅτι ἡ ἀνάσταση γίνεται νύχτα. Γιὰ τὴ φωνή, παρέχει ἔνδειξη κι ὁ Παῦλος· Μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου, καὶ μὲ σάλπιγγα Θεοῦ θὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τί σημαίνουν οἱ σάλπιγγες καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς κραυγῆς; Ἔρχεται ὁ νυμφίος. Καὶ ἀφοῦ ἑτοίμασαν τὶς λαμπάδες λένε στὶς φρόνιμες οἱ ἀνόητες· Δῶστε μας ἀπὸ τὸ λάδι σας. Τὶς ξαναχαρακτηρίζει ἀνόητες, δείχνοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἀνόητο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μαζεύουν ἐδῶ χρήματα καὶ φεύγουν γυμνοὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ, ὅπου ἔχομε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ φιλανθρωπία, ἀνάγκη ἀπὸ λάδι πολύ. Καὶ δὲν εἶναι ἀνόητες γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μονάχα ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἤλπισαν ὅτι θὰ προμηθευτοῦν ἀπὸ κεῖ καὶ τὸ ζήτησαν σὲ ἀκατάλληλη ὥρα. Ἄν καὶ δὲν ἦταν τίποτα πιὸ φιλάνθρωπο ἀπὸ τὶς παρθένες ἐκεῖνες καὶ γι’ αὐτὸ μάλιστα εἶχαν τιμηθῆ. Καὶ δὲν τὸ ζητοῦν ὅλο· Δῶστε μας λένε ἀπὸ τὸ λάδι σας. Καὶ δείχνουν πόσο ἀπαραίτητο τοὺς ἦταν· σβήνουν οἱ λαμπάδες μας, λένε. Μόλα ταῦτα ἀπέτυχαν. Δὲν τοὺς βοήθησε νὰ πετύχουν μήτε ἡ φιλανθρωπία αὐτῶν ἀπ’ τὶς ὁποῖες ζητοῦσαν, οὔτε ἡ εὐκολία νὰ πραγματοποιηθῆ ἡ αἴτηση, οὔτε ὅτι τοὺς χρειαζόταν καὶ τοὺς ἦταν ἀπαραίτητο. Τί διδασκόμαστε ἀπὸ δῶ· Ὅτι κανένας ἀπὸ μᾶς δὲ θὰ μπορέση νὰ βοηθήση ὅσους ἔχουν προδοθῆ ἀπὸ τὰ ἔργα τους· ὄχι ἐπειδὴ δὲν θέλει ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ. Κι αὐτὲς κάτι ἀδύνατο ζητοῦν. Τὸ πρᾶγμα αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε καὶ ὁ μακάριος Ἀβραάμ λέγοντας ὅτι Ὑπάρχει μέγα κενὸ ἀνάμεσά μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὸ περάσουν ἀκόμα κι αὐτοὶ ποὺ θέλουν. Πηγαίνετε σ’ αὐτοὺς ποὺ πουλᾶνε κι ἀγοράσετε. Καὶ ποιοὶ τὸ πουλᾶνε; Οἱ φτωχοί. Κι αὐτοὶ ποῦ βρίσκονται; Ἐδῶ. Κι ἔπρεπε τότε νὰ τὸ ζητήσετε. Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει καιρός.
β΄. Βλέπεις πόσα ζητήματα προκαλοῦν οἱ φτωχοί; Κι ἄν λείψουν αὐτοί, λείπει κι ἡ μεγάλη ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μαζεύωμε τὸ λάδι ἐδῶ, γιὰ νὰ μᾶς χρησιμέψη ἐκεῖ, ὅταν τὸ καλῆ ἡ ὥρα. Δὲν εἶναι ἐκεῖνος ὁ χρόνος τῆς συλλογῆς ἀλλὰ τοῦτος. Μὴ σπαταλᾶς λοιπὸν τὴν περιουσία σου σὲ διασκεδάσεις καὶ ματαιοδοξίες. Πολὺ θὰ σοῦ χρειαστῆ ἐκεῖ τὸ λάδι. Ὅταν τ’ ἄκουσαν ἐκεῖνες ἔφυγαν, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν τίποτα ὠφέλιμο. Κι αὐτὸ τὸ λέει ἤ γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὴν παραβολὴ ἤ γιὰ νὰ δείξη ὅ,τι κι ἄν γίνωμε φιλάνθρωποι μετὰ τὴν ἐκδημία μας, καθόλου δὲ μᾶς βοηθεῖ νὰ διαφύγωμε τὴν τιμωρία. Οὔτε σ’ αὐτὲς στάθηκε ἀρκετὴ ἡ προθυμία. Κι αὐτὸ γιατὶ δὲν πῆγαν ἐδῶ σ’ αὐτοὺς ποὺ πουλοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖ. Οὔτε καὶ στὸν πλούσιο, ὅταν ἔγινε τόσο φιλάνθρωπος, ὥστε νὰ φροντίζη καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς του. Γιατὶ προσπερνῶντας αὐτὸν ποὺ κοιτόταν στὴν ἐξώπορτά του, βιάζεται νὰ ἁρπάξη μέσα ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῆς γέενας αὐτοὺς ποὺ μήτε κἄν φαίνωνται καὶ παρακαλεῖ νὰ σταλοῦν μερικοὶ ποὺ νὰ τοὺς ποῦν ὅ,τι γίνεται ἐκεῖ. Ὅμως τίποτα αὐτὸς δὲν κέρδισε ἀπὸ κεῖ, ὅπως οὔτε ἐκεῖνες. Γιατὶ ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ κι ἔφυγαν, ἦρθε ὁ νυμφίος, οἱ ἕτοιμες μπῆκαν μαζί του, οἱ ἄλλες κλείστηκαν ἀπ’ ἔξω. Ὕστερα ἀπὸ τόσο κόπο καὶ τόσο ἱδρῶτα καὶ τὴν ἀνυπόφορη ἐκείνη μάχη καὶ τὰ τρόπαια ποὺ ἔστησαν κατὰ τῆς φύσεώς των ποὺ λυσσοῦσε, ντροπιασμένες καὶ μὲ τὶς λαμπάδες σβηστές, ἔφευγαν σκυμμένες στὴ γῆ. Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ σκοτεινὸ ἀπὸ παρθενία, ποὺ δὲν ἔχει εὐσπλαχνία. Γι’ αὐτὸ κι ὁ κόσμος τοὺς ἄσπλαχνους συνηθίζουν νὰ τοὺς ἀποκαλοῦν σκοτεινοὺς. Ποὺ εἶναι λοιπὸν τὸ ὄφελος τῆς παρθενίας, ὅταν δὲν εἶδαν τὸ νυμφίο, κι ὅταν ἐχτύπησαν καὶ δὲν ἐπέτυχαν ἀλλὰ ἄκουσαν τὴ φοβερὴ ἐκείνη φράση· Πηγαίνετε, δὲ σὰς γνωρίζω; Κι ὅταν ἐκεῖνος ξεστομίση αὐτὸ τὸ λόγο, δὲν ἀπομένει παρὰ ἡ γέενα καὶ ἡ ἀνυπόφορη τιμωρία. Ἀλλὰ ἡ φράση αὐτὴ εἶναι βαρύτερη καὶ ἀπὸ τὴ γέενα. Τὴν ἴδια φράση εἶπε καὶ στοὺς ἐργάτες τῆς ἀνομίας· νὰ ἀγρυπνῆτε, γιατὶ δὲ γνωρίζετε οὔτε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν ὥρα. Βλέπετε πόσο ἀδιάκοπα τελειώνει μ’ αὐτὸ, δείχνοντας ὅτι εἶναι χρήσιμη ἡ ἄγνοια τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπό δῶ; Ποῦ εἶναι τώρα αὐτοὶ ποὺ εἶναι τώρα αὐτοὶ ποὺ στάθηκαν ράθυμοι σ’ ὅλη τους τὴ ζωή, κι ὅταν τοὺς κατηγοροῦμε λένε «τὴν ὥρα, τοῦ θανάτου μου τ’ ἀφήνω σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη». Ἄς ἀκούσουν τοὺς λόγους αὐτοὺς κι ἄς διορθωθοῦν. Γιατὶ καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη πολλοὶ ἀπέτυχαν, ἀφοῦ τοὺς ἄρπαξε ὁ θάνατος ξαφνικὰ χωρὶς νὰ τοὺς δοθῆ ὁ καιρὸς οὔτε στοὺς δικούς τους νὰ παραγγείλουν, γιὰ ὅσα ἤθελαν. Αὐτὴ ἡ παραβολὴ ἔχει λεχθῆ γιὰ χάρη τῆς ἐλεημοσύνης μὲ χρήματα. Ἡ ἀκόλουθη ἀφορᾶ ἐκείνους ποὺ μὲ τίποτα δὲ θέλουν νὰ ὠφελήσουν τὸ διπλανό τους οὔτε μὲ χρήματα, οὔτε μὲ λόγους, οὔτε μὲ προστασία, ἀλλὰ τὰ ἀρνοῦνται ὅλα. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο αὐτὴ ἡ παραβολὴ παρουσιάζει βασιλεά καὶ ἡ ἄλλη νυμφίο; Γιὰ νὰ καταλάβωμε πόσο ὁ Χριστὸς θεωρεῖ δικές τους τὶς παρθένες, ποὺ διαθέτουν τὴν περιουσία τους. Αὐτὸ εἶναι ἡ παρθενία. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος αὐτὸ θέτει σὰν προϋπόθεσή της. Ἡ ἄγαμη φροντίζει γιὰ τὸν Κύριο, λέει, καὶ πρὸς ἐξασφάλιση ἄξιας καὶ τιμημένης θέσης κοντὰ στὸν Κύριο χωρὶς περισπασμούς. Αὐτὰ , λέει σᾶς συμβουλεύω. Ἄν τώρα στὸ Λουκᾶ ἔχει διαφορετικὴ διατύπωση ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἄλλη ἡ δεύτερη. Γιατὶ σ’ ἐκείνη ἀπὸ ἕνα κεφάλαιο προῆλθαν διαφορετικὰ εἰσοδήματα, ἀπὸ μιὰ μνᾶ ὁ ἕνας ἔφερε πέντε κι ὁ ἄλλος δέκα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πῆραν ἴδια ἀμοιβή. Στὴν ἄλλη ἔγινε τὸ ἀντίθετο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ στεφάνι ἦταν ἴσο. Αὐτὸς ποὺ ποὺ πῆρε δύο, ἔδωσε ἄλλα δύο, κι αὐτὸς ποὺ πῆρε πέντε, ἔδωσε ἄλλα πέντε. Ἐνῶ στὴν πρώτη, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀρχικὸ ποσό, ὁ ἕνας ἐκέρδισε περισσότερα κι ὁ ἄλλος λιγώτερα δὲν πῆραν φυσικὰ καὶ ἔπαθλα ἴσα. Προσέξετε ἀκόμα πῶς δὲν ἀπαιτεῖ σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις κατὰ τρόπον ἄμεσο. Στὴν περίπτωση τοῦ ἀμπελιοῦ, τὸ ἐμίσθωσε σὲ γεωργοὺς κι ἔφυγε. Κι ἐδῶ ἐμπιστεύεται κι ἀποδημεῖ, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν μακροθυμία του. Ἐγὼ νομίζω πὼς λέγοντάς τα αὐτὰ κάνει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀναστασή του. Ἐδῶ ὅμως δὲν εἶνα πιὰ γεωργοὶ καὶ ἀμπέλι, ἀλλὰ ὅλοι ἐργάτες. Γιατὶ δὲν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς ἄρχοντες μόνο, οὔτε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ πρὸς ὅλους. Κι αὐτοὶ ποὺ προσφέρουν φανερώνουν μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ τὰ δικά τους καὶ τοῦ Κυρίου τους. Ὁ ἕνας λέει, Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσε καὶ ὁ ἄλλος δύο. Δείχνουν ὅτι ἀπ’ αὐτὸν εἶχαν δεχθῆ τὸ ξεκίνημα τῆς ἐργασίας τους καὶ τοῦ ἀναγνωρίζουν πολλὴ χάρη κι ἀποδίδουν τὰ πάντα σ’ αὐτόν. Καὶ ὁ Κύριος τοὺς λέγει Εὖγε, ἀγαθὲ δοῦλε (τὸ γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι νὰ ἐργάζεται γιὰ τὸν διπλανό του) καὶ πιστέ. Στάθηκες πιστός σὲ λίγα, θὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ πολλά. Πέρασε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου. Μὲ τὴ φράση αὐτὴ δηλώνει ὁλόκληρη τὴ μακαριότητα. Δὲ φέρεται ἔτσι ὁ ἄλλος. Ἐγνώριζα, λέγει, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός· θερίζεις ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρες καὶ κεῖ ὅπου δὲ σκόρπισες μαζεύεις. Φοβήθηκα κι ἔκρυψα τὸ τάλαντό σου. Ἰδοὺ ἔχεις ὅ,τι μοῦ ἔδωσες. Κι ὁ Κύριος τοῦ λέει· ἔπρεπε νὰ βάλης τὰ χρήματα στὴν τράπεζα. Δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ μιλήσης, νὰ σύστήσης, νὰ συμβουλέψης. Δὲν σὲ ἀκοῦνε; Αὐτὸ δὲ σὲ ἐνδιαφέρει. Ὑπάρχει κάτι καλύτερο ἀπ’ αὐτό;
γ΄. Δὲν κάμουν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸν ἴδιο ποὺ ἐδάνεισε τὸν κάμουν καὶ ὑπεύθυνο γιὰ τὴν ἀπαίτηση τῆς ὀφειλῆς. Δὲν κάμει ὅμως ἔτσι αὐτός. Ἀλλὰ σὺ ἔπρεπε νὰ καταθέσης τὰ χρήματα λέγει καὶ ν’ ἀφήσης σ’ ἐμένα τὴν ἀπαίτησή τους. Κι ἐγὼ θὰ τὰ ζητοῦσα μὲ τόκο. Τόκο ὑπακοῆς ἐννοεῖ, τὴν ἐπίδειξη ἔργων. Σὺ ἔπρεπε νὰ κάμης τὸ εὐκολώτερο καὶ ν’ ἀφήσης τὸ δυσκολώτερο σ’ ἐμένα. Κι ἀφοῦ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ, πάρτε ἀπ’ αὐτὸν τὸ τάλαντο, προστάζει καὶ δῶστε το σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα. Γιατὶ σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει θὰ τοῦ δοθοῦν καὶ θὰ τοῦ περισσέψουν, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει θὰ τοῦ ἀφαιρεθῆ καὶ τὸ λίγο ποὺ ἔχει. Τί σημαίνει αὐτο; Αὐτὸς ποὺ ἔχει, ἀλλὰ δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ χάρη τοῦ λόγου καὶ τῆς διδασκαλίας γιὰ νὰ ὠφελῆ, θὰ τὴ χάση τὴ χάρη. Αὐτὸς ὅμως ποὺ δείχνει προθυμία, θὰ ἐπισύρη μεγαλύτερη δωρεά. Ὅπως κι ἐκεῖνος θὰ χάση κι αὐτὸ ποὺ εἶχε λάβει. Δὲ φτάνει ὅμως ὡς ἐδῶ ἡ ζημία ὅποιου ἀδρανεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ τιμωρία του εἶναι ἀνυπόφορη, καὶ μὲ τὴν τιμωρία ἡ ἀπόφαση γεμάτη ἀπὸ πολλὴ κατηγορία. Βγάλετε, λέει, τὸν κακὸ δοῦλο στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ θρῆνος καὶ τὸ χτύπημα τῶν δοντιῶν. Βλέπετε πῶς ὄχι μονάχα οἱ ἅρπαγες κι οἱ πλεονέκτες, κι ὅσοι κάμουν ἀδικίες, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ δὲν κάμει τὸ καλὸ τιμωρεῖται μὲ τὴν ἔσχατη τιμωρία. Ἄς ἀκούσωμε λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς λόγους. Ὅσο εἶναι καιρὸς ἄς φροντίσωμε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἄς βάλωμε λάδι στὰ λυχνάρια μας, ἄς ἐκμεταλευτοῦμε τὸ τάλαντο. Ἄν ἀδρανήσωμε καὶ περάσωμε τὴ ζωή μας μὲ ὀκνηρία κανένας δὲ θὰ μᾶς λυπηθῆ στὸ τέλος ἐκεῖ κι ἄν θρηνοῦμε ἀτελείωτα. Ἀνεγνώρισε τὸ σφάλμα του κι αὐτὸς μὲ τὰ ἀκάθαρτα ροῦχα, ἀλλὰ δὲν ὠφέλησε ἡ ἀνάγνωση. Ἐπέστρεψε τὴν παρακατήθηκη κι ἐκεῖνος ποὺ τοῦ εἶχαν ἐμπιστευθῆ τὸ ἕνα τάλαντα μὰ καὶ ἔτσι καταδικάστηκε. Παρακάλεσαν καὶ οἱ παρθένες, ἤρθανε καὶ χτύπησαν τὴν πόρτα, ἄδικα ὅμως καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἄς προσφέρωμε καὶ χρήματα καὶ προθυμία καὶ προστασία καὶ ὅλα στὸν ἀδελφό μας. Τάλαντο εἶναι ἐδῶ ὅ,τι μπορεῖ καθένας εἴτε νὰ προστατέψη, εἴτε νὰ βοηθήση μὲ χρήματα, εἴτε νὰ διδάξη, εἴτε νὰ κάμη ὁτιδήποτε παρόμοιο. Κανεὶς ἄς μὴν πῆ. Ἔχω ἕνα τάλαντο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάμω τίποτα. Καὶ μὲ τὸ ἕνα μπορεῖς νὰ προκόψης. Δὲν εἶσαι φτωχότερος ἀπὸ τὴ χήρα ἐκείνη, δὲν εἶσαι πιὸ ἀπελέκητος ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη. Αὐτοὶ κι ἁπλοῖ ἦσαν κι ἀγράμματοι, ἐπειδὴ ὅμως ἔδειξαν ζῆλο κι ἐνεργοῦσαν πάντα πρὸς τὸ συμφέρον ὅλων γι’ αὐτὸ ἐκέρδισαν τὸν οὐρανό. Κανένα ἄλλο δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸ στὸ Θεό, ὅσο ν’ ἀποβλέπης στὸ καλὸ τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς λόγο καὶ χέρια καὶ πόδια καὶ σωματικὴ δύναμη καὶ λογικὸ καὶ φρόνηση, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμε ὅλ’ αὐτὰ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Γιατὶ ὁ λόγος δὲ χρησιμεύει μονάχα γιὰ ὕμνο κι εὐχριστία, ἀλλὰ καὶ διδάσκει καὶ συμβουλεύει. Ἄν τὸν χρησιμοποιήσωμε ἔτσι μιμούμαστε τὸν Κύριο, ἀντίθετα, μιμούμαστε τὸν διάβολο. Ἔτσι κι ὁ Πέτρος, ὅταν ὡμολόγησε τὸ Χριστό, μακαριζόταν ἐπειδὴ εἶχε πεῖ ὅ,τι κι ὁ Πατέρας· ὅταν ὅμως ἀπόφευγε κι ἀρνήθηκε τὸ σταυρό, δεχόταν δυνατὴ ἐπιτίμηση ἐπειδὴ εἶχε τὸ φρόνημα τοῦ διαβόλου. Κι ἄν ὑπάρχη τόση κατηγορία ὅπου ὁ λόγος προέρχεται ἀπὸ ἄγνοια, ὅταν θεληματικὰ πολλὲς ἁμαρτίες διαπράττωμε, τί εἶδος συγνώμης θὰ λάβωμε; Ἄς λέμε τέτοιους λόγους ὥστε νὰ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ δὲ χρησιμοποιῶ λόγους τοῦ Χριστοῦ, ὅταν μόνο λέγω· Σήκω καὶ περπάτα, οὔτε ἄν πῶ Ταβιθά, σηκώσου. Πολὺ περισσότερο ὅταν μὲ ὑβρίσουν καὶ εὐχαριστήσω, ὅταν μὲ πειράζουν καὶ προσευχηθῶ γι’ αὐτούς. Προηγουμένως ἔλεγε ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι ποὺ ἀγγίζει τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα περισσότερο λέγω ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα ποὺ μιμεῖται τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ἄν φυλάξωμε τὴν ἀπαιτούμενη προσοχή, ἄν λέμε ἐκεῖνα ποὺ θέλει ἐκεῖνος. Καὶ τί θέλει ἐκεῖνος; Νὰ λέμε τοὺς λόγους ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἐπιείκεια καὶ πραότητα. Αὐτὰ ἔλεγε κι ὁ ἴδιος, σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ὕβριζαν, Ἐγὼ δὲν ἔχω δαιμόνιο. Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο. Ἄν μίλησα ἄσχημα δεῖξε μου το. Ἄν ἔτσι μιλᾶς κι ἐσύ, ἄν μιλᾶς ἔτσι ὥστε νὰ διορθώνονται οἱ διπλανοί σου, τότε ἔχεις γλῶσσα ὅμοια μ’ ἐκείνη. Αὐτὸ τὸ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ ἀφήνει μεσ’ ἀπὸ τὸ ἀνάξιο στόμα του νὰ βγῆ κάτι τὸ ἄξιο, εἶναι σὰν νὰ ἔχη τὸ δικό μου στόμα. Ὅταν λοιπὸν ἡ γλῶσσα σου εἶναι σὰν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ στόμα σου τὸ στόμα τοῦ Πατέρα καὶ εἶσαι ὁλόκληρος ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποιὰ ἄλλη τιμὴ ὑπάρχει ἴση μ’ αὐτή; Κι ἄν ἀπὸ χρυσάφι ἦταν τὸ στόμα σου κι ἄν ἀπὸ πετράδια πολύτιμα, ποτὲ δὲ θὰ ἔλαμπε ὅπως τώρα φωτισμένο ἀπὸ τῆς καλωσύνης τὸ στόλισμα. Τὶ πιὸ καλὸ ἀπὸ ἕνα στόμα ποὺ δὲν ξαίρει νὰ ὑβρίζη, ἀλλὰ ἔχει κάμει φροντίδα του τοὺς καλοὺς λόγους. Ἄν δὲν μπορῆς νὰ εὐλογῆς ὅποιον σὲ καταριέται, κράτησε σιγή, κι ὅταν τὸ κατορθώσης αὐτὸ προχωρῶντας καὶ προσέχοντας ὅσο πρέπει, θὰ φτάσης καὶ σ’ ἐκεῖνο καὶ θὰ ἀποκτήσης τέτοιο ποὺ εἴπαμε στόμα.
δ΄. Μὴ νομίσης ὅτι εἶναι τολμηρὸς ὁ λόγος μου· εἶναι φιλάνθρωπος, ὁ Κύριος, κι εἶναι δῶρο αὐτὸ τῆς ἀγαθότητός του. Τολμηρὸ εἶναι νὰ ἔχης στόμα ποὺ νὰ μοιάζη τοῦ διαβόλου, νὰ ἔχης γλῶσσα ὅμοια μὲ δαίμονα πονηροῦ καὶ μάλιστα σὺ ποὺ μετέχεις σὲ τέτοια μυστήρια, καὶ ποὺ τὴν ἴδια τὴ σάρκα τοῦ Κυρίου κοινωνεῖς. Αὐτὰ ἀναλογίσου καὶ διάπλασε τὶς δυνάμεις σου κατὰ τὸ παράδειγμά του. Κι ὅταν γίνης τέτοιος μήτε νὰ σ’ ἀντικρύση δὲ θὰ μπορῆ ὁ διάβολος. Γιατὶ ἀναγνωρίζει τὸ βασιλικὸ χαρακτῆρα, ξαίρει τὰ ὅπλα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν νίκησαν. Ποιὰ εἶν’ αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια, ἡ πραότητα. Ὅταν στὸ βουνὸ δέχτηκε τὴν ἐπίθεσή του καὶ τὸν ἐνίκησε κατὰ κράτος, ὄχι ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ἦταν ὁ Χριστὸς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τὸν ἔπιασε πρῶτα, ἀπὸ τὴν ἐπιείκεια τὸν αἰχμαλώτησε, ἀπὸ τὴν πραότητα τὸν κατατρόπωσε. Τὸ ἴδιος κάνε καὶ σύ. Ἄν δῆς κάποιον ἄνθρωπο σὲ διάβολο μεταμορφωμένο νὰ σὲ πλησιάζη, μὲ τοῦ Χριστοῦ τὸν τρόπο νίκησέ τον καὶ σύ. Σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσία ὁ Χριστὸς νὰ διαπλάσης τὴ δύναμή σου καὶ τὸ παράδειγμά του. Μὴ φοβηθῆς ἀκούοντάς το. Φόβος εἶναι νὰ μὴν τοῦ μοιάσης. Νὰ μιλᾶς λοιπὸν ὅπως ἐκεῖνος καὶ θὰ γίνης σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅπως αὐτός, ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ γίνη ὁ ἄνρθωπος. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνώτερος ὅποιος μιλᾶ ἔτσι ἀπ’ αὐτὸν ποὺ προφητεύει. Γιατὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ σύνολό του στὴ χάρη, ἐνῶ ἐκεῖνο εἶναι καὶ δικός σου κόπος κι ἱδρῶτας. Ζήτησε ἀπὸ τὴν ψυχή σου νὰ φτιάξης τὸ στόμα σου ὅμοια μὲ τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη τέτοιο πρᾶγμα, ἄν θέλη· γνωρίζει τὴν τέχνη ἄν δὲν εἶναι ράθυμη. Καὶ πῶς πλάθεται τέτοιο στόμα; Μὲ ποιὰ χρήματα καὶ ποιὰ ὑλικά; Μὲ κανένα. Ἀλλὰ, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ μόνο καὶ τὴν ἐπιείκεια, καὶ τὴν ταπείνωση. Ἄς δοῦμε πῶς πλάθεται καὶ τοῦ διαβόλου τὸ στόμα καὶ νὰ μὴν τὸ φτιάξωμε ἐκεῖνο ποτέ. Πλάθεται μὲ τὶς κατάρες καὶ τὶς ὕβρεις, μὲ τὴ συκοφαντία καὶ τὴν ἐπιορκία. Ὅταν κανένας λέγη τοὺς λόγους ἐκείνου, ἀποκτᾶ καὶ τὴ γλῶσσα ἐκείνου. Τί εἴδους λοιπὸν συγνώμη θὰ λάβωμε ἤ καλύτερο, ποιὰ τιμωρία δὲ θὰ ὑποστοῦμε ὅταν ἀδιαφορήσωμε, ἄν ἡ γλῶσσα μας ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γευτῆ τὴ σάρκα τοῦ Κυρίου λέη τοὺς λόγους τοῦ διαβόλου; Ἄς μὴν ἀδιαφορήσωμε λοιπὸν ἀλλὰ ἄς δείξωμε ὅλο τὸ ζῆλο μας, ὥστε νὰ τὴ γυμνάσωμε νὰ μιμῆται τὸν Κύριό της. Ἄν τὴν ἀσκήσωμε σ’ αὐτό, μὲ πολὺ θάρρος θὰ μᾶς ἀνεβάση στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄν δὲν γνωρίζη κάποιος νὰ μιλᾶ ἔτσι, κι ὁ δικαστὴς δὲ θὰ τὸν ἀκούση. Ὅπως ὅταν ὁ δικαστὴς τύχη Ρωμαῖος, δὲ θ’ ἀκούση τὴν ἀπολογία ἐκείνου ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ μιλᾶ ρωμαϊκά, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς, ἄν δὲν μιλᾶς τὴ δική του γλῶσσα δὲ θὰ σ’ ἀκούση καὶ δὲ θὰ σὲ προσέξη. Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ μιλοῦμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νὰ καταλαβαίνη ὁ βασιλιάς μας, ἄς φροντίσωμε ἐκείνη τὴ γλῶσσα νὰ μιλήσωμε. Κι ἄν σὲ βρῆ κάποια λύπη, πρόσεξε νὰ μὴ σοῦ διαστρέψη τὸ στόμα τὸ βάρος της, ἀλλὰ νὰ μιλήσης ὅπως ὁ Χριστός. Δοκίμασε κι αὐτὸς λύπη γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ τὸν Ἰοῦδα. Ἄν σοῦ τύχη φόβος ζήτησε καὶ πάλι νὰ μιλήση ὅπως αὐτός. Δοκίμασε κι ἐκεῖνος φόβο γιὰ χάρη σου, ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκονομία. Πὲς καὶ σύ· Ὄχι ὅπως θέλω ἐγὼ ἀλλὰ ὅπως σύ. Κι ἄν κλαῖς δάκρυσε ἤρεμα ὅπως αὐτός. Κι ἄν τύχη νὰ συκοφαντιθῆς καὶ νὰ λυπηθῆς, κάμε ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ συκοφαντήθηκε καὶ λυπήθηκε ὥσπου ἔφτασε νὰ πῆ· Εἶναι περίλυπη ἡ ψυχή μου μέχρι θανάτου. Κι σοῦ ἔδωσε γιὰ ὅλα παραδείγματα, νὰ τὰ κρατᾶς σὰν μέτρα καὶ νὰ μὴν καταστρέφης τοὺς κανόνες. Ἔτσι θὰ μοιάζη τὸ στόμα σου ἐκείνου. Μὲ τέτοια συμπεριφορὰ πάνω στὴ γῆ, θὰ μᾶς παρουσιάσης γλῶσσαν ὅμοια μ’ ἐκείνου ποὺ κάθεται στὸν οὐρανό, τηρῶντας τὰ μέτρα ποὺ σοῦ ἔδωσε γιὰ τὴ λύπη, τὴν ὀργή, τὸ πάθος, τὴν ἀγωνία. Πόσοι ἀπὸ μᾶς δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ δοῦν τὴ μορφή του! Μποροῦμε ὄχι μόνο νὰ τὴ δοῦμε ἀλλὰ καὶ νὰ τοῦ μοιάσουμε, ἄν φροντίσωμε. Ἄς μὴ ἀναβάλωμε λοιπόν. Δὲν ἀγαπᾶ τόσο τὸ στὸμα τῶν προφητῶν, ὅσο τῶν καλωσυνάτων καὶ πράων ἀνθρώπων. Πολλοί, λέει, θὰ μοῦ προβάλουν. Δὲν προφητεύσαμε στ’ ὄνομά σου; Καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήσω· Δὲ σᾶς γνωρίζω. (Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ἦταν ἄνθρωπος ὑπερβολικὰ πρᾶος περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς)· Γι’ αὐτὸ τόσο πολὺ ἤθελε καὶ τὸν ἀγαποῦσε ὥστε εἶπε, Κοντὰ κοντά, στόμα στόμα τοῦ μιλοῦσε, σὰ φίλος, στὸ φίλο του. Δὲν θὰ ἐπιβληθῆς τώρα στοὺς δαίμονες, ἀλλὰ θὰ στήσης τότε τὴ φωτιὰ τῆς γέενας, ἄν εἶναι τὸ στόμα σου ὅμοιο μὲ τοῦ Χριστοῦ. Θὰ προστάξης τὴ φωτιὰ τῆς ἀβύσσου καὶ θὰ τῆς πῆς· Σώπα, ὑποτάξου. Μὲ πολὺ θάρρος θὰ τὴν κατακτήσης, καὶ θὰ τὴν ἀπολαύσης τὴ Βασιλεία. Αὐτὴν μακάρι νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι μὲ τὴ χάρι καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμὴ καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.301-311
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου