ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Ἡ
περίοδος τοῦ Τριωδίου ἀρχίζει μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ
Φαρισαίου. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει τὸν Τελώνη ὡς παράδειγμα
ἀνθρώπου, πού ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Δέστε τον. Πηγαίνει
στὸ Ναὸ νὰ προσευχηθεῖ. Ἀλλὰ «ὁ Τελώνης μακρόθεν ἔστώς οὐκ ἤθελε οὐδὲ
τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι». Πηγαίνει σὲ μιὰ ἄκρη τοῦ Ναοῦ.
Δὲν πλησιάζει τὸ ἱερό. Καὶ πῶς στέκει; Σκύβει. Δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ
σηκώσει τὰ μάτια του νὰ δεῖ τὸν οὐρανό. Καὶ μόνο αὐτό; Κτυπᾶ τὸ στῆθος
του. Καὶ ἀφήνει μιὰ μικρὴ φράση, ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ πολλὲς φορές, νὰ
βγεῖ ἀπὸ τὰ χείλη. Τὴ λέει καὶ τὴν ἐπαναλαμβάνει. Τὴν ἀκοῦνε ὅλοι: «Ὁ
Θεὸς ἱλάσθητι μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Συναισθάνεται βαθύτατα ὅτι εἶναι
ἁμαρτωλός. Καὶ τὸ ὁμολογεῖ. Τὸ κραυγάζει πρὸς τὸν Κύριο ἐκ βάθους ψυχῆς.
Βέβαια, δὲν φαίνεται καὶ πολὺ μεγάλη ἡ....ἀρετὴ τοῦ Τελώνη. Διότι αὐτὸ ποῦ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, τὸ συζητεῖ καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνει ὅλος ὁ κόσμος. Μήπως καὶ ὁ Φαρισαῖος, πού τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του, δὲν εἶπε: «Δὲν εἶμαι σὰν αὐτὸν τὸν Τελώνη»; Ναί, ὅλοι τὸ ἔλεγαν, ὅλοι τὸ ἐγνώριζαν. Ὅλοι τὸ συζητοῦσαν αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁμολόγησε ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ἀκριβῶς γιὰ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης. Διότι σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ἔκανε τὸ καθῆκον του.
Ἄραγε πόση αὐτογνωσία διαθέτουμε ἐμεῖς; Πόσο γνωρίζουμε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας; Εἶναι ἀνάγκη νὰ συναισθανθοῦμε καὶ ἐμεῖς βαθύτατα ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἐὰν περάσει ἀπὸ τὸ νοῦ μας ὅτι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε καὶ τόσο ἁμαρτωλοί, ἢ ὅτι βρισκόμαστε σὲ καλὸ δρόμο, τότε «ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α' Ἰω. Α' 8), ἔρχεται νὰ μᾶς βεβαιώσει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἐξαπατοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια μέσα μας. Καὶ συνεχίζει ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης: «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α' Ἴω. Α' 10). Ἐὰν κανένας τολμήσει νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶμαι ἁμαρτωλός, τότε κάνει ψεύστη τὸν Θεό. Καὶ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς λέει καθαρὰ ὅτι κανένας ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν ἔζησε καὶ μιὰ μόνο ἡμέρα ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν θὰ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅλοι, λοιπόν, εἴμαστε ἁμαρτωλοί!
Καὶ ὅμως! Ἐὰν προσέξουμε βαθύτερα τὴ συμπεριφορά μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι δὲν ἔχομε πραγματικὴ συνείδηση ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἀπόδειξη: Πῶς προσῆλθε ἐκεῖ στὸν περίβολο τοῦ Ναοῦ ὁ Τελώνης; Πῶς προσερχόμαστε καὶ εἰσερχόμαστε ἐμεῖς στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ; Πῶς καθόμαστε; Πῶς κοιτάζομε τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ἐκεῖ στὴν ἁγία εἰκόνα Του; Συντριβόμαστε μπροστά Του; Ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι; Πῶς βλέπομε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Μήπως τοὺς βλέπομε ὡς κατώτερούς μας; Μήπως ξεχωρίζομε τὸν ἑαυτό μας, διότι ἔχουμε φρόνημα φαρισαϊκό; Μιὰ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ μας θὰ μᾶς κάμει νὰ ἀναρωτηθοῦμε πραγματικά, ἐὰν ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Ἐὰν φέρουμε μπροστὰ μας τοὺς λογισμούς μας, τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὰ ἔργα μας, τί θὰ διαπιστώσουμε; «Ὑπερεπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία»! Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀδελφοι. Καὶ ὅμως δὲν τὸ συναισθανόμαστε!!!
Ὁ Τελώνης πού εἶχε συναίσθηση ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός, τί ἔκαμε; Τὸν εἴδαμε. Παρουσιάσθηκε ὁ ἄνθρωπος συντετριμμένος, ταπεινωμένος, καὶ ὁμολόγησε. Καὶ ἐμεῖς στὶς συζητήσεις μας νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ λάθη μας. Ἀπὸ τὰ λόγιά μας νὰ βγαίνει ἡ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι μὲ ἐλαττώματα, μὲ παραβάσεις, ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ καὶ στὴν προσευχή μας νὰ τὸ λέμε. Ὅπως τὸ ἔλεγε καὶ ὁ Τελώνης. Νὰ τὸ λέμε διαρκῶς, μὲ πόνο, μὲ συντριβή, μὲ κραυγὴ ἰσχυρή: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητι μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Λυπήσου καὶ συγχώρησε μὲ τὸν ἁμαρτωλό, Κύριε καὶ Θεέ μου. «Μὴ ἐγκαταλίπης με, Κύριε ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῆς ἀπ' ἐμοῦ» (Ψάλμ. ΛΖ' 22). Μὴ φύγεις μακριά μου. Μὴ Σὲ διώξουν οἱ ἁμαρτίες μου. Μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις ἀβοήθητο ποτέ.
Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο, νὰ ὁμολογοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητα μας ἐνώπιόν του Πνευματικοῦ. Διότι ἡ ἱερὴ Ἐξομολόγηση εἶναι τὸ μυστήριο, πού μᾶς ἔδωσε ὁ ἀγαθὸς Θεὸς γιὰ νὰ λαμβάνουμε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Στὴν Ἐξομολόγηση πηγαίνουμε νὰ κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ὁμολογήσουμε τὰ σφάλματά μας. Ἂς τὸ προσέξουμε αὐτό, διότι ὑπάρχουν καὶ χριστιανοὶ πού πηγαίνουν στὴν Ἐξομολόγηση γιὰ νὰ ἐπιρρίψουν τὴν εὐθύνη τους στοὺς ἄλλους. «Ξέρετε, λένε, ἔκαμα αὐτά, ἀλλά ἔφταισε ὁ Α, ὁ Β καὶ ὁ Γ». Δὲν κατακρίνουμε τότε τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ὁμολογοῦμε μὲ συντριβὴ τὰ ἁμαρτήματά μας. Καὶ ἑπομένως δὲν ἑλκύουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπιπλέον δὲν μπορεῖ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅταν ἐξομολογούμαστε, νὰ αἰσθανόμαστε ἀναπαυμένοι. Ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας μας, αὐτὴ ἑλκύει τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τί βεβαιώνει ὁ Κύριος; Ἐκεῖνος πού ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του, θὰ σωθεῖ. Ὁ Θεὸς «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Παροιμ. Γ 34). Στοὺς ταπεινούς, σ' ἐκείνους πού ὁμολογοῦν τὰ πταίσματά τους, σ’ αὐτοὺς δίδει ἄφεση, ἐκείνους χαριτώνει, ἀνεβάζει καὶ δοξάζει.
Λοιπόν, θέλουμε νὰ εἴμαστε χαριτωμένοι ἀπὸ τὸν Θεό; Νὰ ἔχουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας; Θὰ πρέπει νὰ συναισθανόμαστε τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ νὰ ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν του Θεοῦ. Τότε καὶ θὰ δικαιωθοῦμε ἐνώπιόν Του. Τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνη ἂς μᾶς συγκινήσει καὶ ἂς τὸ μιμηθοῦμε.
Ἀρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου