ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ – 19 ΜΑΙΟΥ 2019

 (Ἰω. ε΄ 1-15)

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρεται στὸ θαύμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε που θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ στὰ Ἰεροσόλυμα. Εἶναι τὸ τρίτο ἀπὸ τὰ θαύματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Τὸ πρῶτο ἔγινε στὴν Κανά, τότε πού ὁ Ιησοῦς Χριστος βρέθηκε στὸ γάμο κι ἔκαμε τὸ νερὸ τὸ κρασί. Τὸ δεύτερο ἔγινε στὴν Καπερναούμ, τότε πού θεράπευσε τὸ γιὸ τοῦ βασιλικοῦ. Το τρίτο γίνεται τώρα στὰ Ἰεροσόλυμα, κι εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ, ποὺ τριάντα ὀκτὼ χρόνια βασανιζότανε μέσα στὴν ἀρρώστια του. Ἡ σωματικὴ ἀρρώστια εἶναι κι αὐτή στὸν ἄνθρωπο κληρονομία τῆς ἀμαρτίας· τῆς πρώτης ἀμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων στὸν παράδεισο, τότε ποὺ τοὺς ξεγέλασε ὁ διάβολος καὶ τοὺς ἔβαλε νὰ παραβοῦν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Τότε μπῆκε ἡ ἀμαρτία στὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἀμαρτία ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος· τότε ἀνατράπηκε ἡ ἀρμονία τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Μὰ γι’ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ καταργήσῃ τὸν θάνατο καὶ νὰ σηκώσῃ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὸ βάρος τῆς κακῆς κληρονομίας. Σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Μεσσία καὶ τῆς θεϊκῆς του δύναμης καὶ ἀποστολῆς ἦσαν τὰ θαύματα πού ἔκαμε καὶ μάλιστα οἱ θεραπεῖες τῶν ἀρρώστων. Ἄς ἀκούσωμε ὅμως τώρα στὴ γλώσσα μας τὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ κι ἄς δοῦμε πῶς ο εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.

«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖ στὰ Ἰεροσόλυμα κοντὰ στὴν πύλη πού λέγεται προβατική, εἶναι μιὰ δεξαμενή, πού στὰ ἐβραϊκὰ λέγεται Βηθεσδά κι ἔχει γύρω πέντε καμαροσκέπαστα ὑπόστεγα. Κάτω ἀπ’ αὐτὰ τὰ ὑπόστεγα ἦσαν ξαπλωμένοι ἕνα πλῆθος ἄρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, πιασμένοι καὶ περίμεναν τὴν κίνηση τοῦ νεροῦ. Γιατὶ Ἄγγελος ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ κατέβαινε στὴν δεξαμενή, καὶ τάραζε τὸ νερό· ὅποιος, λοιπὸν, ὕστερα ἀπὸ τὴν κίνηση τοῦ νεροῦ ἔπεφτε πρῶτος στὴν δεξαμενή, αὐτὸς γινότανε καλά ἀπ’ ὁποιαδήποτε κι ἄν εἶχε ἀρρώστια. Ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος, πού τριάντα ὀκτὼ χρόνια βασανιζότανε μέσα στὴν ἀρρώστια του. Αὐτόν, ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ξαπλωμένο, κατάλαβε πῶς πολὺν καιρὸ εἶχε ἐκεῖ καὶ τοῦ λέγει· «Θέλεις να γίνεις καλά;». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος· «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὲ βάλει στὴν δεξαμενή, ὅταν ταραχθῇ τὸ νερό· επάνω στην ώρα, που πάω να μπῶ ἐγώ, ἄλλος πρὶν ἀπὸ μένα πέφτει στὸ νερό». Τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς· «Στάσου στὰ πόδια σου· σήκω τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε» καὶ ἀμέσως ἔγινε καλὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ περπατοῦσε. Καὶ ἦταν Σάββατο ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι στὸν θεραπευμένο· «Εἶναι Σάββατο· δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώσεις τὸ κρεβάτι». Τοὺς ἀποκρίθηκε· «Ἐκεῖνος πού μὲ ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· ‘σήκωσε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε’». Τὸν ξαναρώτησαν· «Ποιὸς εἶναι ο άνθρωπος πού σοῦ εἶπε ‘σήκωσε τὸ κρεβάτι καὶ πήγαινε;’». Μὰ ὁ θεραπευμένος δὲν ἤξερε ποιὸς εἶναι, γιατὶ ὁ Ἰησοῦς εἶχε χαθεῖ μέσα στὸ πλῆθος ποὺ ἦταν ἐκεί. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά, τὸν βρίσκει ὁ Ἰησοῦς στὸν ναὸ καὶ τοῦ λέει· «κοίταξε, ἔγινες καλά, μὴν ἁμαρταίνεις πιὰ γιὰ νὰ μὴ σὲ βρει κάτι χειρότερο». Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος καὶ διαλάλησε στοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι, πού τὸν ἔκανε καλά».

Πρῶτ’, ἀρχὴ δὲν θὰ πρέπει νὰ παρατρέξουμε ὅ,τι λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο γιὰ τὸ νερὸ τῆς δεξαμενῆς Βηθεσδά. Βηθεσδὰ στὰ ἑλληνικὰ θὰ πεῖ «οἶκος ἐλέους», δηλαδὴ σπίτι τῆς ἀγάπης· ἐπειδὴ μὲ ἕναν ἱδιαίτερο τρόπο ὁ Θεὸς ἔδειχνε ἐκεῖ τὴν ἀγάπη του στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καἰ οἱ ἀνθρωποι, ὅσο μποροῦσαν κι ὅσο ἤξεραν, σ’ ἑκεῖνα τὰ χρόνια, δείχνονταν εὐεργετικοὶ πρὸς τοὺς ἀρρώστους. Δὲν ἦσαν κάποιες ἰαματικὲς ἰδιότητες τοῦ νεροῦ πού θεράπευαν τοὺς ἀρρώστους· ἄν ἦταν ἔτσι, τότε σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου θὰ ἦταν ἰαματικό. Μὰ τὸ ἱερὸ κείμενο λέει πώς τὸ νερὸ ἐκεῖνο εἶχε τὴν δύναμη νὰ θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους «κατὰ καιρόν», κάθε φορὰ δηλαδὴ ποὺ ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ κατέβαινε καὶ τὸ ἀνατάραζε. Κι ἔπειτα δὲν γινόταν ὅλοι καλὰ, μὰ μόνο ὅποιος πρόφτανε νὰ πέσει πρῶτος στὸ νερό. Ἦταν λοιπὸν ἱερὸς τόπος ἐκεῖ, ἦταν ἁγίασμα καὶ προσκύνημα. Ὁ Θεὸς πού εἶναι παντοῦ, δείχνει τὴν παρουσία του πιὸ φανερὰ σὲ κάποιους τόπους καὶ περιστασιακὰ καὶ πρόσωπα, γιὰ νὰ τὸν  βλέπουν ἐκεῖ αίσθητότερα οἱ ἄνθρωποι, νὰ παίρνουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ νὰ πιστεύουν. Τόπος θεοφάνειας ἦταν ἡ Βηθεσδά.

Ἀλλὰ ἐκεῖ πού πρέπει περισσότερο νὰ προσέξουμε εἶναι τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅταν βρῆκε τὸν ἄνθρωπο στὸ ναὸ, τοῦ εἶπε· «Κοίταξε, ἔγινες καλά· μὴν ἁμαρταίνεις πιὰ γιὰ νὰ μὴ σὲ βρει κάτι χειρότερο». Ἐδὼ φαίνεται καθαρὰ πὼς ὁ ἄνθρωπος μὲ μιὰ βαριὰ ἀρρώστια ποὺ τὴν σήκωσε τριάντα ὀκτὼ χρόνια, πλήρωσε κάποια ἁμαρτία του. Ἀλλὰ ἐδὼ τῶρα πρέπει νὰ ἐτοιμαστοῦμε γιὰ ἀπολογία, γιατὶ ἕνα τέτοιο λόγο πολὺ τὸν ἀκοῦνε καὶ πειράζονται. Γιατὶ ἔτσι συμβαίνει πάντα· ὅταν ἁμαρταίνουμε, μᾶς φαίνεται καλά, μὰ ὅταν μᾶς θυμίζουν τὴν ἁμαρτία, πειραζόμαστε. Ἔπειτα εἶναι ἄνθρωποι πού δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν κἄν γιὰ ἁμαρτία. Τὶ θὰ πεῖ ἁμαρτία; Ὅλα στὴν ζωὴ εἶναι πράγματα φυσικά. Ὅμως ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντα ἡ ἁμαρτία του, ὁ μολυσμὸς τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ πνεύματὸς του. Καὶ ἡ ταραχὴ πού γεννιέται μέσα του ἀπὸ τὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία εἶναι πού χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὴ πού τὸν φέρνει στὸ σημεῖο νὰ ἀρνεῖται τὸν Θεό. Ἡ ἀθεΐα δὲν ἔχει ἀλλοῦ τὴ ρίζα της παρὰ στὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποῖα ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπιστία καὶ στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι τὸ δόγμα καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, πού δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι οἱ ἐντολὲς ποῦ βάζουν φραγμὸ στὴν ἁμαρτία του· αὐτὲς δὲν θέλει νὰ δεχθεῖ ἡ καρδιὰ, γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνεῖται ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό. Γιὰ νὰ μὴν χωριστεῖ ἀπὸ τὴνἁμαρτία του, φτάνει νὰ πιστέψει πώς δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός. Πραγματικὰ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγάλη τραγωδία τῆς ζωῆς μας.

Τὸ θέλουμε δὲν τὸ θέλουμε, ὑπάρχει στενὴ σχέση μεταξὺ τῆς ἡθικῆς καὶ τῆς σωματικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου. Καλὰ πού ἡ σωματικὴ ἀρρώστια κι ὁ θάνατος εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων, μὰ καὶ ἡ προσωπικὴ ἁμαρτία ἔχει πάντα τὶς δικὲς της συνέπειες στὴν ὑγεία τοῦ σώματος. Κάθε σωματικὴ ἀρρώστια δὲν ὀφείλεται πάντα σὲ ἡθικὲς παρεκτροπές, μὰ κάθε ἡθικὴ παρεκτροπὴ ἔχει πάντα τὶς συνέπειές της ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο. Κάθε ἁμαρτία, πού εἶναι παράβαση θείας ἐντολῆς εἶναι μιὰ ἐλεύθερη ἐκλογή καὶ πράξη τοῦ ἀνθρώπου, μὰ κάθε τέτοια ἐκλογὴ καὶ προτίμηση ἔχει τὶς συνέπειές της στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐλευθερία εἶναι εὐθύνη καὶ ἡ ἡδονὴ τῆς ὁποιασδήποτε ἁμαρτίας εἶναι ὕστερα ὀδύνη, πού τὴν σηκώνει καὶ τὴν πληρώνει ὅποιος προτιμᾶ τὸ δικὸ του θέλημα παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.  Αὐτὸς εἶναι ὁ κίνδυνος τῆς ἡθικῆς ἐλευθερίας μας· ὅταν πιστέψουμε πώς μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ νὰ σηκώσουμε τὶς συνέπειες τῶν πράξεών μας.

Μὰ γιατὶ τὰ λέμε ὅλα αὐτά, ὅταν τὸ ξέρουμε πώς καὶ κουράζουν καὶ ἐξοργίζουν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας; Γιατὶ ὅποιοι κι ἄν εἶναι οἱ καιροὶ κι ὅπως κι ἄν θέλουν νὰ σκέφτωνται οἱ ἄνθρωποι, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ κηρύξει Εὐαγγέλιο. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲν κάνει συμβιβασμοὺς καὶ δὲν κηρύττει τὴν ἀλήθεια στὰ μέτρα καὶ τὶς ἀντιλήψεις τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἄλλη ὄψη αὐτὴ τῆς τραγωδίας τοῦ σύγχρονου κόσμου· κι ὅταν δὲν ἀρνιοῦνται οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεό, δὲν χωρίζονται ἀπὸ τὴν ἀμαρτία τους καὶ θαρροῦν πῶς βρίσκουν τρόπο νὰ συμβιβάζουν τὰ ἀσυμβίβαστα, τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι. Φῶς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ σκοτάδι εἶναι ἡ ἁμαρτία, μέσα στὸ ὁποῖο παλεύει ὁ κόσμος. Ἡ ἁμαρτία, καθὼς γράφει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, φλογίζει «τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως»· αὐτὴ δηλαδή, σὰν μιὰ κακὴ κληρονομία, περνάει ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί καὶ κάνει τὸν φλογισμένο κύκλο της μέσα στὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι δὲν τὸ καταλαβαίνουν εἶναι τραγικοὶ ἄνθρωποι, πού πεθαίνουν ἀλύτρωτοι «ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν». Ὅσοι τὸ καταλαβαίνουν λένε μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο· «εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Κι ἄν ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία, πού μᾶς γονατίζει καὶ μᾶς λυώνει, μὰ εἶναι ὁ Χριστὸς ποῦ μᾶς λυτρώνει καὶ μᾶς σώζει. Χαρὰ σ’ ἑκείνους πού ἡ ἁμαρτία δὲν τους διώχνει ἀλλὰ τοὺς φέρνει στὸν Θεὸ καὶ ζητοῦν ἔλεος, γιὰ νὰ βροῦν σωτηρία.

Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ἄνθρωπο, πού τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἀρρώστια του, μᾶς ἔδωσαν ἀφορμὴ νὰ ὁμιλήσουμε σήμερα γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς συνέπειές της. Τὸ ξέρουμε πολὺ καλὰ πώς, ὅσα μπορέσαμε νὰ κηρύξουμε, δὲν ἀκούγονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εὐχάριστα. Μὰ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δικαίωμα νὰ εἶναι πάντα εὐχάριστο στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ποτὲ δὲν εἶναι εὐχάριστος ὁ λόγος, ὅταν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ θέλημα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἴδια ἡ λέξη ἁμαρτία μᾶς ἐνοχλεῖ, ἐνῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια πώς ἡ ἁμαρτία σὰν λογισμὸς καὶ σὰν πράξη καὶ σὰν μολυσμὸς «σαρκὸς καὶ πνεύματος», μᾶς ταλαιπωρεῖ καὶ κάνει τραγικὴ τὴν ζωὴ μας. Τὸ νὰ ἀρνούμαστε τὸν Θεὸ γιὰ χάρη τῆς ἁμαρτίας μας ἤ νὰ κόβουμε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στὰ μέτρα μας γιὰ νὰ βροῦμε τάχα ἀνάπαυση, αὐτὲς δὲν εἶναι λύσεις πού λυτρώνουν καὶ μᾶς βγάζουν ἀπὸ τὸ τραγικὸ ἀδιέξοδο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ λύση εἶναι μία· να παλεύουμε, γιὰ νὰ νικήσουμε τὸν ἐαυτὸ μας καὶ τὴν ἁμαρτία μας μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἀμήν.

π.Δ.Χ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου