ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2017

(Μτθ. ιζ΄, 14-23)

Τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τοποθετεῖται χρονολογικὰ ἀμέσως μετὰ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στὸ Ὅρος Θαβώρ, τὴ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικὴ γιορτή, ποὺ γιορτάσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή. Κατεβαίνει ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ Ὅρος Θαβὼρ μαζὶ μὲ τοὺς προκρίτους τῶν μαθητῶν του. Τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολεῖ ἀκόμη τὸ φῶς τῆς θείας φύσεώς του. Συναντοῦν τοὺς ὑπόλοιπους μαθητὲς καὶ πλῆθος κόσμου νὰ συζητοῦν μεταξύ τους.


Ἕνας πονεμένος πατέρας γονατίζει στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλεῖ ἱκετευτικά. Ἡ ἱκεσία του ἐκφράζεται μὲ τὴν πιὸ σύντομη ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ περιεκτικὴ προσευχή, τὸ «Κύριε ἐλέησον τὸν υἱόν μου». Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς δύο λέξεις, «Κύριε ἐλέησον», τονίζεται πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲ γεφυρώνεται παρὰ μόνο μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία του μπροστὰ στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, καταφεύγει μὲ συντριβὴ στὸ ἔλεός του γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλεύσπλαχνος καὶ ἐλεήμων. Πόσες φορές, ἀλήθεια, δὲν ἀκούγεται στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ μονολόγιστη αὐτὴ εὐχὴ τὸ «Κύριε ἐλέησον»; Αὐτὴ τὴν εὐχὴ λένε νοερὰ οἱ ἀσκητὲς καὶ φτάνουν σὲ ὕψη ἁγιότητας. Αὐτὴν ἂς ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, διαρκῶς.

Πρῶτα, λοιπόν, ὁ πονεμένος πατέρας ζητάει νὰ τὸν λυπηθεῖ ὁ Θεός, γιατί μία ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ εἶναι πάντα μία μεγάλη δοκιμασία γιὰ τοὺς γονεῖς. Μετὰ τὴν ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους ὁ πατέρας περιγράφει τὴν ἀσθένεια τοῦ παιδιοῦ. Ὁ ἀσθενὴς νέος «κακῶς πάσχει» καὶ ὅταν καταλαμβάνεται ἀπὸ κρίση τότε ἄλλοτε πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ ἄλλοτε στὸ νερό, καὶ ἔτσι κινδυνεύει νὰ καεῖ ἢ νὰ πνιγεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως ἀναγνωρίζει στὸν Ἰησοῦ μεγαλύτερη θεραπευτικὴ δύναμη ἀπ’ αὐτὴ τῶν μαθητῶν, συμπληρώνει ὅτι πῆγε καὶ στοὺς μαθητές του ἀλλὰ «οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι». Τότε ὁ Ἰησοῦς διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν»; Ἐπειδὴ ὅμως θέλει νὰ πιστέψουν σ’ αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι θεραπεύει μ’ ἕνα λόγο Του τὸν ἄρρωστο. «Ἐπετίμησεν αὐτῶ καὶ ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον». Φαίνεται ἐδῶ καθαρὰ ἡ αὐθεντία καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τῶν δαιμονίων, ποὺ κρατοῦν δέσμιους τούς ἀνθρώπους τῆς ἀποστασίας. Ὁ Σατανᾶς πειράζει τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀπόλυτη κυριαρχία πάνω τους. Παραπάνω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας καὶ τῆς πλάνης εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Μετὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου οἱ μαθητὲς ρωτοῦν τὸν Ἰησοῦ γιατί δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Μὲ σαφήνεια ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ «διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν» καὶ τονίζει στὴ συνέχεια τὴ δύναμη τῆς πίστεως. «Ἐὰν ἔχετε, λέει, πίστη ἔστω καὶ σὰν κόκκο σιναπιοῦ, ποὺ εἶναι ὁ μικρότερος ὅλων, θὰ λέτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ πήγαινε ἐκεῖ καὶ θὰ πηγαίνει καὶ τίποτα δὲ θὰ εἶναι ἀδύνατο σὲ σᾶς». Τὸ νὰ μετακινήσει βέβαια κάποιος ἕνα βουνὸ εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ὁ Χριστὸς ὅμως διαβεβαιώνει μὲ τὰ λόγια του αὐτά, ὅτι αὐτὸς ποὺ πιστεύει μπορεῖ νὰ ἐπιτελέσει, ὅσα οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀδύνατα. «Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῶ ἐστίν». Σὲ μᾶς δὲ μένει παρὰ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἐνισχύει στὴν πίστη, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν», ὄχι γιὰ νὰ κάνουμε θαύματα, ποὺ δὲν ἀποκλείεται καὶ αὐτό, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε κοντά του, νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του καὶ νὰ ἀντικρούουμε τὶς ἐπιθέσεις τοῦ Σατανᾶ.

Βέβαια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστη εἶναι ἀπαραίτητα σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα δύο ἀκόμα στοιχεῖα, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία, καθὼς τὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Τὸ δαιμονικὸ αὐτὸ γένος δὲ βγαίνει παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία». Ὁ Χριστὸς βγάζει τὰ πονηρὰ πνεύματα μὲ ἕνα Του λόγο, μία προσταγή, καί οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία.

Οἱ Πατέρες λένε πὼς μὲ τὴν προσευχὴ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ παίρνουμε τὴ δύναμή του. Μὲ τὴ νηστεία αὐτὴ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐπιδρᾶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάσχουν ἀπὸ δαιμόνια καὶ ἄλλες ἀρρώστιες καὶ γίνεται ἡ θεραπεία. Ἐὰν ἐκτὸς Ἐκκλησίας κάποιος μπορεῖ νὰ κάνει σωματικὴ νηστεία γιὰ λόγους ἰατρικούς, αἰσθητικούς, ἀθλητικούς, στὴ χριστιανικὴ ζωὴ δὲ νοεῖται σωματικὴ νηστεία χωρὶς τὸν πνευματικὸ ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς χρειάζεται τὴν προσευχή, ἡ ὁποία μᾶς συνδέει μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀνακαλύπτουμε τὴν «πείνα» καὶ τὴ «δίψα» μας γι’ Αὐτὸν ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξάρτησή μας ἀπ’ Αὐτόν. Γιατί «οὐκ ἐπ’ ἄρτω μόνω ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ», δηλαδὴ «ὁ ἄνθρωπος δὲ ζεῖ μόνο μὲ ψωμί, ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ», καθὼς τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ διάβολο μετὰ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία του στὴν ἔρημο. Νηστεία, λοιπὸν, καὶ προσευχὴ χρειαζόμαστε, τὰ δύο αὐτὰ ἰσχυρὰ πνευματικὰ ὅπλα, στὸν ἀγώνα μας ὡς χριστιανοί.

Καθώς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, διανύουμε τὴ νηστεία τοῦ Δεκαπενταύγουστου καὶ πλησιάζουμε στὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Παναγίας μας, ἂς ἐντείνουμε τὸν ἀγώνα μας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία γιὰ νὰ γιορτάσουμε καλύτερα τὴ Μητέρα τῆς Ζωῆς, ἡ ὁποία μετέστη πρὸς τὴν Ζωή. Ἀμήν. 

Π.Κ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου