ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 17, 14-23)
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρεται στὸ περιστατικό, ὅπου ἕνας πατέρας μὲ πενιχρὴ πίστη πλησιάζει τὸν Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλεῖ «ἐὰν καὶ ἐφόσον μπορεῖ», ὅπως χαρακτηριστικὰ τοῦ λέει, νὰ θεραπεύσει τὸν υἱό του ποὺ «σεληνιάζεται» καὶ ταλαιπωρεῖται τόσο, ὥστε νὰ κινδυνεύει ἡ ἴδια ἡ ζωή του. Ἐπισημαίνεται στὴ συνέχεια τόσο ἡ ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ θεραπεύσουν τὸν δαιμονισμένο υἱό, ὅσο καὶ ὁ ἔλεγχος ἀπὸ τὸν Χριστὸ τῆς ἀπιστίας, πρῶτα τῶν μαθητῶν καὶ ἔπειτα ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴ μία ὁ Χριστὸς προβάλει τὴν ἀπιστία ὡς ἐμπόδιο στὴν ἐπιτέλεση τοῦ θαύματος, θέτοντας συνεπῶς ὡς προϋπόθεση τὴν πίστη, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσφέρει τὴ θεραπεία, ἀγνοώντας τὴν ὀλιγοπιστία τῶν παρευρισκόμενων ἀνθρώπων. Ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς λεγόμενους πιστούς, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς ἀπίστους -πάντα κατά τὸ ἀνεξιχνίαστο του θέλημα- ἐπαληθεύοντας στὴν πράξη τὴν κοινὴ ἐνέργεια καὶ πρόνοια στὸν κόσμο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος: «τὸν ἥλιο ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους».
Κεντρικὸ σημεῖο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀποστολῆς του στὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος, βυθισμένος στὴν τυραννία καὶ κυριαρχία τοῦ διαβόλου καταλήγει σὲ τραγικὸ ἀδιέξοδο. Ὅμως ὁ Χριστός, ὁ ἐναθρωπήσας Θεός, ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο, ἀφοῦ ἔρχεται καὶ πλησιάζει τὸν κάθε ἄνθρωπο «προσωπικά», ὅπως δηλαδὴ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ δαιμονιζόμενου, τὸν θεραπεύει καὶ τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ του, τοῦ θανάτου.
Τὴν ἴδια στιγμή, ὁ Κύριος ὑποδεικνύει καὶ τὸν τρόπο ποὺ ὑποβοηθᾶ στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸ γένος τῶν δαιμόνων˙ ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, τὸ γένος αὐτὸ «οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὶς χαρακτηρίζει ὡς τὶς δύο φτεροῦγες ποὺ ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Ἡ προσευχὴ τοποθετεῖται στὴν πρώτη θέση, διότι εἶναι τὸ κατεξοχὴν μέσο ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, καὶ ἐκφράζεται μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία εἶναι δύο εἴδη ἄσκησης ποὺ ἔχουν, ὅμως, τὸν ἴδιο σκοπό, ὁ ὁποῖος ἀφορᾶ στὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ὡς σώματος καὶ ψυχῆς, καὶ τὴν ἐπανασύνδεση καὶ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Εἰδικότερα, ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ἡ ψυχὴ «νηστεύει» κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, μὲ σκοπὸ ὁ νοῦς νὰ προσκολληθεῖ στὴν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπιτύχει μὲ ἄλλα λόγια τὴ «μνήμη Θεοῦ», ὅπως ὀνομάζεται στὴν πατερικὴ καὶ ἀσκητικὴ γραματεία. Ἀκολούθως, ἡ νηστεία δὲν μπορεῖ νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἀφοῦ ἡ τρυφηλὴ ζωή, κατὰ πῶς μᾶς διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνισχύει τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας ἔναντι τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς ψυχῆς, τότε ἡ νηστεία ἔρχεται νὰ ἐνισχύσει τὴν προσευχή, ἀποτρέποντας τὴν προσκόλληση τοῦ νοῦ στὶς τροφὲς καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τὴ φιληδονία καὶ τὶς μέριμνες, καὶ ἔτσι τὸν ἐπαναφέρει στὴν καθαρὴ προσευχή.
Συμπερασματικά, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία, πάντα βέβαια σύμμετρη καὶ ἀνάλογη μὲ τὴ δύναμη τοῦ κάθε πιστοῦ, εἶναι ἡ ὁλοκληρωμένη ἄσκηση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε αὐτὸς νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό. Ἂς ἐφαρμόσουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὶς σωτήριες αὐτὲς ἐπιταγές, οἱ ὁποῖες δὲν μᾶς δόθηκαν οὔτε ἀπὸ ἀνθρώπους οὔτε ἀπὸ ἀγγέλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου