ΑΓΑΠΗ ΘΕΟΥ
Τί μπορεῖ νά πεῖ κανείς περί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Πῶς νά κινήσει τήν πήλινη γλῶσσα του καί νά σύρει τήν γραφίδα του; Θά ἦταν ἴσως προτιμώτερο ν᾽ ἄρχιζε νά βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στό μυστήριο τῆς ἁγίας Σιωπῆς, πού τελεῖται στούς καθαρούς τῇ καρδίᾳ. Ὅμως, αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη κάνει τόν ἄνθρωπο, ἀκόμη καί ὅταν λίγο τήν γευθεῖ, νά βγαίνει ἀπό τά ὅριά του, καί τό λιγώτερο πού ἔχει τότε νά κάνει εἶναι νά διαλαλεῖ στά πέρατα τῆς οἰκουμένης αὐτήν τήν Θεϊκή Ἀγάπη, «ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς», ὁ Θεός, «διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ» (Ἐφεσ. β´, 4).
Ἄς ἔχει λοιπόν δόξα ὁ Πατήρ, ὁ μονογενής Του Υἱός καί τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό «ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον», δηλαδή ὁ ἅγιος Τριαδικός Θεός, πού δέν μᾶς ἄφησε μέσα στόν ζόφο τῆς ἀγνοίας καί δέν ἐπέτρεψε ἐπί πολύ νά παραμένουμε μέ τήν ὑπαρξιακή δίψα τῆς ἀγάπης. Ἄς ἔχει λοιπόν δόξα, διότι, διά τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ Αὐτοῦ, μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»! (Α´ Ἰωάν. δ´, 16).
Βεβαίως, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος. Δηλαδή, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη, ἄγνωστη καί ἀκατάληπτη, καί οὐδέποτε κτιστό ὄν κατώρθωσε ἤ θά κατορθώσει στό μέλλον νά τήν γνωρίσει καί νά τήν ἐννοήσει. Ὁ Θεός εἶναι «τῇ οὐσίᾳ ἀναφής», ὅπως δογματικῶς καταγράφει ὁ ἱερός Ὑμνογράφος, καί ὅπως, πολύ χαρακτηριστικά, τονίζει ὁ «λευκός κύκνος» τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καταθέτοντας: «Θεόν φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον».
Ὅμως, ἄν ἡ οὐσία τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι «ἀπρόσιτος καί ἀκατάληπτος», ὁ ἴδιος ὁ Θεός συγκαταβαίνει καί μᾶς ἀποκαλύπτει αὐτές, ἀλλά καί ἄλλες ἰδιότητές Του. Οἱ ἰδιότητές Του αὐτές, σέ οὐδεμία τῶν περιπτώσεων εἶναι ἐφεύρεση ἤ ἀποκάλυψη τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας. Εἶναι γνωστές σ᾽ ἐμᾶς, διότι εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους. Εἶναι οὐράνιες ἀλήθειες, πού ἔχουν φανερωθεῖ σ᾽ ἐμᾶς ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί αὐτά τά γνωρίζουμε, τόσο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅσο καί ἀπό τίς ἐμπειρίες τῶν φωτισμένων, κυρίως ὅμως τῶν θεουμένων Ἁγίων μας.
Ὁπωσδήποτε, οἱ ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι πολλές, ὅπως εἶναι κατατεθειμένες καί τίς μελετοῦμε στόν θεόπνευστο λόγο τῆς Γραφῆς, καί ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ καταφατική Θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἡ κορυφή ὅμως ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ «ἀγάπη», πού στήν οὐσία της εἶναι ἕνα μυστήριο βιούμενο μόνο διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ὁμοιάζει μέ τήν ἰδική μας ἀγάπη.
Στήν «ἔκρηξη» καί στό ὑπερχείλισμα λοιπόν αὐτῆς τῆς ἀγάπης Του, ὁ Τριαδικός Θεός δημιουργεῖ τά πάντα «ἐκ τοῦ μή ὄντος», ἀπό τό τίποτε, ἀπό τό μηδέν. Καί φθάνει, μέσα ἀπό τήν θεία Οἰκονομία Του, νά μᾶς ἀνεβάσει ἕως τόν οὐρανό. Νά μᾶς κάνει ἱκανούς νά νικοῦμε τόν θάνατο, νά μᾶς ἐξαγιάζει καί νά μᾶς Χριστοποιεῖ. Νά μᾶς χαρίζει δηλαδή ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο καί μᾶς ἔπλασε, δηλαδή τήν μετοχή στήν δική Του ζωή. «...Ἕως τόν οὐρανόν ἀνήγαγες ἡμᾶς», ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά σέ λειτουργική «μυστική εὐχή» ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.
Ἄραγε, ὑπάρχει ἄνθρωπος, ἔστω καί ἄν εὑρίσκεται στό ἔσχατο σκαλοπάτι τῆς πτώσεως καί εἶναι ἡ πλέον ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ θά λέγαμε, πού νά ἀποστρέφεται τήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ;
Ἀδύνατον! Φύσει ἀδύνατον! Θά ἀναφωνοῦσε κάποιος. Καί αὐτό, διότι ἡ κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων, ὁ θεότευκτος ἄνθρωπος, δέν ζεῖ παρά ἐν ἀγάπῃ καί διά τῆς ἀγάπης. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα, ἔστω κι ἄν τοῦτο, σέ κάποιες τῶν περιπτώσεων, δέν συνειδητοποιεῖται ἀπό τό ἴδιο τό δημιούργημα.
Καί ὅμως, παρά ταῦτα, πολλοί τῶν ἀνθρώπων ἀποστρέφονται αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί καταλήγουν νά βιώνουν ἀπό ἐδῶ τήν κόλαση. Ἔτσι, δυστυχῶς, οἱ ἴδιοι κλείνουν τήν στρόφιγγα τῆς ζωῆς, πού εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.
Γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ὁ «μαθητής τῆς ἀγάπης», ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, λαμβάνει, ἀνάμεσα ἀπ᾽ ὅλες τίς θεϊκές ἰδιότητες πού γίνονται γνωστές στούς ἀνθρώπους, τήν κορυφή τῆς ἀγάπης, γιά νά καταδείξει τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δηλαδή πού συγκινεῖ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἄλλα τήν ἀνθρώπινη καρδιά καί πού ἐκδηλώνεται πλούσια καί ἀφάνταστα, ἐνεργητικά, σέ ὅλη τήν ὁρατή καί ἀόρατη δημιουργία, καί πού τό ἀποτυπώνει ὡς λόγον Θεοῦ στήν γεροντική του ἡλικία. Ὅτι δηλαδή «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α´ Ἰωάν. δ´, 16).
Ναί, πολλά εἶναι τά γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τό κυριώτερο, ὅπως ἤδη τονίσαμε, καί ἐξαιρετικῶς χαρακτηριστικό, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφαίνεται στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί στήν ὅλη κτίση. Εἶναι πράγματι καταπληκτική ἡ μοναδική θεία στοργή, ἡ θεία ἀγαθότητα καί αὐτή ἡ ἀνέκφραστη οὐράνια καλωσύνη.
Ἀλλά, δέν εἶναι μονάχα ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ὅν ὁ Κύριος ἠγάπα», πού κάνει εἰδικές ἀναφορές περί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τόσο στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, ὅσο καί στίς Καθολικές του Ἐπιστολές, καί ὁ ὁποῖος καί πάλι θά μᾶς διδάξει στήν συνέχεια ἀπό τό ξεχείλισμα τῆς θεόπνευστης ἀγάπης του. Εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ Βίβλος. Τόσο ἡ Παλαιά, ὅσο καί ἡ Καινή ἰδίως Διαθήκη, πού κάνει κατ᾽ ἐξοχήν λόγο καί ἀναφέρει γεγονότα πού μαρτυροῦν ἀδιαμφισβήτητα τό δῶρο αὐτό τῆς ἄπειρης τοῦ Θεοῦ ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο.
Ἀπό τόν Προφητάνακτα μαθαίνουμε: «Χρηστός Κύριος τοῖς σύμπασι, καί οἱ οἰκτιρμοί αὐτοῦ ἐπί πάντα τά ἔργα αὐτοῦ» (Ψαλμ. ρμδ´, 9). Αὐτός ὁ Θεός παρέχει τήν τροφή καί τήν ζωή καί προστατεύει κάθε τί πού ζεῖ καί κινεῖται ἐπάνω στήν γῆ. «Ἀνοίγεις σύ τήν χεῖρά σου καί ἐμπιπλᾷς πᾶν ζῷον εὐδοκίας» (Ψαλμ. ρμδ´, 16). Ἀνοίγει δηλαδή τό χέρι Του ὁ Θεός καί γεμίζει μέ δῶρα τῆς ἀγάπης Του κάθε δημιούργημά Του.
Καί σέ πολλά ἄλλα βεβαίως σημεῖα, οἱ Ψαλμοί, ὅπως μελετοῦν οἱ πιστοί, ἐκφράζουν αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ συγκεκριμένος ὅμως ψαλμός, ὁ 144ος, ἔχει κάτι τό ἰδιαίτερο. Ναί, ἀπό τήν ἀρχαία ἀκόμα Ἐκκλησία, οἱ πιστοί τόν συνέδεαν μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, τήν Θεία Κοινωνία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν κορυφή τῶν κορυφῶν τῆς θεϊκῆς ἀγάπης.
Σέ ὅλη λοιπόν τήν αἰσθητή καί ὑλική δημιουργία, ἀλλά καί σέ αὐτήν τήν ἄϋλη καί νοερά, στά φωτεινά τάγματα τοῦ οὐράνιου καί Ἀγγελικοῦ κόσμου, παντοῦ ἀποτυπώνεται ἐναργῶς αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἀσύγκριτα περισσότερο, ὁ Πατήρ δι᾽ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή ὁ Τριαδικός Θεός, ἐκδηλώνει καί ἀποτυπώνει τήν ἀγάπη Του αὐτήν εἰδικῶς πρός τόν ἄνθρωπο. Τόν ἀγαπᾷ δέ τόν ἄνθρωπο ὁ Δημιουργός του σέ τέτοιον καί τόσον ἀνέκφραστο βαθμό, ὥστε, ὄχι μόνον τόν δημιουργεῖ ὁ Ἴδιος μέ ἰδιαίτερη δημιουργική ἐνέργεια, κατά τόν λόγον τῶν Πατέρων, ἀλλά Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι τό πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός εἶναι, τό πρωτότυπο τοῦ Ἀδάμ, τοῦ πρωτόπλαστου ἀνθρώπου.
Εἶναι ἀφάνταστα συγκλονιστικό τό γεγονός. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα Του»,
Σύμφωνα τώρα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκριβής καί ἀπαράλλακτη «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Χριστός, πού εἶναι καί ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ Πατρός! (Β´ Κορ. δ´, 4, Κολ. α´, 15, καί Ἑβρ. α´, 3).
Αὐτά σημαίνουν, ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι τό προαιώνιο πρωτότυπο (ἀρχέτυπο-μοντέλο) τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. α´, 27), καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Στήν συνέχεια, ὁ Θεός, ἔθεσε ὡς σκοπό τοῦ ἀνθρώπου νά γίνει ὅμοιος μέ αὐτήν τήν «εἰκόνα» του, δηλαδή μέ τόν Θεάνθρωπο, νά ἐπιτύχει μέ ἄλλα λόγια τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν» (Γεν. α´, 26). Ὅπως δηλαδή ὁ Θεάνθρωπος εἶναι, ὡς Πρόσωπο, «κατά φύσιν» υἱός τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἔτσι, θέλει ὁ Θεός, καί ὁ ἄνθρωπος νά ὁμοιάσει μέ τόν Θεάνθρωπο, ὥστε νά γίνει «κατά Χάριν» υἱός τοῦ Θεοῦ! Καί, φυσικά, ὅλα αὐτά νά συμβοῦν μέσα στό ὑπερευλογημένο σχέδιο καί πλαίσιο τῆς Τριαδικῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο· ἀλλά καί ἀντιστρόφως, μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀνθρωπίνης ἐλεύθερης καί ἀπόλυτης ὑπακοῆς πρός τόν Θεάνθρωπο.
Τό δέ ἐπίσης συγκινητικό, πού, ὅσο ὁ πιστός τό συνειδητοποιεῖ, μεθᾶ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι τοῦτο: Ὅτι ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀπό τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ἕως καί αὐτῆς τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὑπήρχαμε! Προϋπήρχαμε! Ναί, ὑπήρχαμε μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Ὑπήρχαμε προαιώνια μέσα στήν προαιώνια βουλή Του! Πρίν δηλαδή δημιουργηθεῖ καί πρίν ὑπάρξει ὁ κόσμος πού ζοῦμε καί αἰσθανόμαστε, ἀλλά καί αὐτός πού δέν βλέπουμε, πρίν ἀκόμα συλληφθοῦμε καί ἔλθουμε στήν ὕπαρξη, ἐμεῖς ὅλοι ὑπήρχαμε ἐν δυνάμει!
Μέσα στό προαιώνιο σχέδιο τῆς Ἀγάπης Του καί στήν ἄχρονή Του πραγματικότητα, ὁ Θεός ἐγνώριζε καί γνωρίζει μέσα στό συνεχές παρόν τῆς Τριαδικῆς Του παρουσίας, ποία χιλιετία, ποῖον αἰῶνα, ποῖο ἔτος, ποία συγκεκριμένη ἡμέρα, ἀλλά καί αὐτήν τήν στιγμή πού θά ἐρχόμεθα ἤ θά ἔλθωμε εἰς τήν ὕπαρξη, πού θά εἰσέλθουμε στίς διαστάσεις τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, μέσῳ τῶν εὐλογημένων γονέων μας!
Καί τοῦτο τώρα εἶναι τό συγκλονιστικό, τό ὅτι, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξει καί ἐπιλέξει, μετά τήν γέννησή του, τήν κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας του, μπορεῖ νά πάθει καί νά ὑποστεῖ μεγάλη πτώση. Νά ἀρνηθεῖ τό προαιώνιο σχέδιο αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ἀγάπης γιά τήν σωτηρία του καί τελικῶς νά ἀστοχήσει, νά ἀποτύχει καί νά χαθεῖ, ἀλλοίμονο, αἰωνίως!
Πόσο ἐπιγραμματικά, μά καί συνάμα δραματικά, ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος, περιγράφει αὐτήν τήν πραγματικότητα. Τήν πραγματικότητα τῆς συνυπάρξεως ἀγάπης καί ἐλευθερίας. Λέει λοιπόν: «Ἐκεῖνος πού σέ ἔπλασε δίχως νά σέ ρωτήσει, δέν μπορεῖ νά σέ σώσει, ἐάν ἐσύ ὁ ἴδιος δέν τοῦ τό ἐπιτρέψεις»!
Ὄντως, κανένας πατέρας δέν ἀγάπησε, οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἀγαπήσει, μέ τόση στοργή τό τέκνο του μέ ὅση ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόν κάθε ἄνθρωπο. Εἶναι ἀνέκφραστη αὐτή ἡ ἀγάπη. Γι᾽ αὐτό καί πάλι ὁ θεολόγος μαθητής, μέ τόν δυναμικό του λόγο, θά καταθέσει στά βαπτισμένα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, πού ἤδη γεύονται τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ´, 16).
Μάλιστα! Ἔτσι ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε τόν Υἱό Του τόν Μονογενῆ πρόσφερε γιά θυσία, ὥστε νά μή χαθεῖ σέ αἰώνιο θάνατο κάθε ἄνθρωπος πού πιστεύει σ᾽ Αὐτόν, ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια!
Αὐτά καταγράφει ὁ παρθένος καί ἀγαπημένος μαθητής, καί δέν θά ἦταν ὑπερβολή, φίλοι μου, ἐάν ὑποστηρίξουμε, ὅτι σ᾽ αὐτόν καί μόνο τόν στίχο τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ θεία οἰκονομία. Ὁλόκληρο τό κεφάλαιο τῆς Σωτηριολογίας, ἀκόμη καί πῶς ἀποτυπώνεται «ἐκτός ὁρίων» ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου