ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μρ. 15, 43 – 16, 8)
Κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶδε τὸν Ἀδὰμ νὰ πλάθεται καὶ νὰ ζωοποιεῖται. Ὅταν ὅμως ἔλαβε, διὰ τοῦ ἐμφυσήματος τοῦ Θεοῦ, τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς πρώτη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε μία γυναῖκα, δηλαδὴ ἡ Εὔα, ἀφοῦ ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε ὅταν ἀνίστατο ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Πληροφορήθηκε ὅμως τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν λαμπροφοροῦντα ἄγγελο πρώτη ἀπὸ ὅλους μία γυναῖκα.
Ἡ Ἀνάσταση ἔγινε καὶ ὁ Κύριος ἐξῆλθε, ἥσυχα καὶ ἤρεμα, χωρὶς κανεὶς νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ παραμικρό. Ὁ λίθος ἀποκυλίσθηκε ἀργότερα γιὰ τὶς μυροφόρες καὶ γιὰ τοὺς μαθητές, καὶ ὄχι γιὰ τὸν Κύριο. Δηλαδὴ ἀποκυλίσθηκε γιὰ νὰ εἰσέλθουν οἱ μυροφόρες καὶ οἱ μαθητὲς καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐξέλθει ὁ Κύριος. Ὅπως λέει καὶ ἕνα Ἀναστάσιμο Στιχηρό: «Κύριε, ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου ὑπὸ τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου. Οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι˙ οὐκ ᾔσθοντο πότε ἀνέστης οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται».
Ἔτσι λοιπόν, τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, πρώτη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν καὶ πρέπον καὶ δίκαιο, τὴ δέχθηκε ἡ Θεοτόκος καὶ αὐτὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε ἀναστημένο. Καὶ ὄχι μόνο τὸν εἶδε μὲ τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε μὲ τὰ αὐτιά της, ἀλλὰ καὶ ἄγγιξε, πρώτη αὐτή, τὰ ἄχραντα πόδια του.
Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ ξεκρέμασαν ἀπὸ τὸν σταυρό, τὸ περιτύλιξαν σὲ σάβανα μαζὶ μὲ ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν μέσα σὲ λαξευτὸ μνημεῖο καὶ ἔβαλαν μία μεγάλη πέτρα στὴ θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν ἐκεῖ καὶ παρακολουθοῦσαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ «καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μὲ τὴ φράση «καὶ ἡ ἄλλη Μαρία» ὑποδηλώνεται ἀναμφίβολα ἡ Θεομήτωρ. Διότι αὐτὴ ἐκαλεῖτο καὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἦταν υἱοὶ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος.
Δὲν παρευρίσκονταν βέβαια μόνο αὐτὲς ἐκεῖ παρατηρῶντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ ἄλλες γυναῖκες, αὐτὲς ποὺ ὀνομάζουμε Μυροφόρες: ἡ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, ἡ Ἰωάννα, ἡ γυναῖκα τοῦ Χουζᾶ, ἐπιτρόπου τοῦ Ἡρώδη, ἡ Σαλώμη, ἡ μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου καὶ ἡ Σωσάννα. Αὐτές, μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἐπέστρεψαν καὶ ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα, ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν κείμενο νεκρό, ἀφετέρου δὲ ἐπινοῶντας μὲ τὸ ἄλειμμα αὐτὸ καὶ κάποια παρηγοριὰ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ παραμείνουν κοντὰ στὸ σῶμα, καθὼς αὐτὸ θὰ ἀνέδιδε τὴ δυσωδία τῆς σήψης. Ἀφοῦ λοιπὸν ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, τὸ μὲν Σάββατο ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῷ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, τὴ μία τῶν Σαββάτων, «ὄρθρου βαθέως ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα».
Στὸν τάφο τοῦ Κυρίου, πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες Μυροφόρες, ἦλθε ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί της καὶ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία. Τὴ στιγμὴ δὲ ποὺ ἀναρωτιόντουσαν γιὰ τὸ ποιὸς θὰ τοὺς μετακινήσει τὸν ὀγκώδη λίθο ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου συνέβη κάτι τὸ θαυμαστό˙ ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ ἀστραπόμορφος ἄγγελος Κυρίου μετακίνησε τὸν λίθο τῆς θύρας τοῦ μνημείου: «Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ· ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών· ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί».
Ἡ Παρθενομήτωρ ἑπομένως ἦταν παροῦσα τὴ στιγμὴ ποὺ γινόταν ὁ σεισμὸς καὶ παραμεριζόταν ὁ λίθος καὶ ἀνοιγόταν ὁ τάφος. Κατὰ τοὺς Πατέρες μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας -οἱ ὁποῖοι λένε πὼς γι᾽ αὐτὴ καὶ δι᾽ αὐτῆς ὅλα μᾶς ἀνοίχθηκαν, ὅσα εἶναι ἄνω στὸν οὐρανὸ καὶ ὅσα εἶναι ἐδῶ κάτω στὴ γῆ- ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος γι᾽ αὐτὴ πρώτη ἀνοίχθηκε, καὶ ὅτι γι᾽ αὐτὴ ἔλαμψε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε αὐτή, ἂν καὶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ὄχι μόνο τὸν τάφο νὰ δεῖ κενό, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια τακτοποιημένα, ἔτσι ποὺ νὰ μαρτυροῦν μὲ κάθε τρόπο τὴν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασθέντος. Ὅλες οἱ ἄλλες Μυροφόρες γυναῖκες ἦλθαν μετὰ τὸν σεισμὸ καὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀνοιγμένο καὶ τὸν λίθο παραμερισμένο.
Ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος μετακίνησε τὸν λίθο, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Ὅπως παλαιότερα τῆς εἶχε πεῖ, «μὴ φοβοῦ, Μαριὰμ εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ», τώρα σπεύδει νὰ εὐαγγελιστεῖ στὴν Ἀειπάρθενο τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση ἐκείνου ποὺ γεννήθηκε ἀσπόρως ἀπὸ αὐτή, νὰ σηκώσει τὸν λίθο καὶ νὰ ἐπιδείξει κενὸ τὸν τάφο καὶ τὰ ἐντάφια σπάργανα. Λέει λοιπὸν ὁ ἄγγελος στὴν Παναγία, καθὼς καὶ στὶς ἄλλες μυροφόρες οἱ ὁποῖες εἶχαν ἤδη καταφτάσει: «μὴ ἐκθαμβεῖσθε˙ Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον˙ ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε˙ ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν».
Ὅλα τοῦτα ὅμως γέμισαν μὲ φόβο τὶς μυροφόρες, διότι δὲν κατάλαβαν τὴ σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ἀκρίβεια τὸ γεγονός. Ἡ Παναγία, ὅμως, ὡς κεκαθαρμένη καὶ κεχαριτωμένη, ἐπλήσθη χαρᾶς μεγάλης, διότι κατενόησε τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου, πίστεψε σὲ αὐτὰ καὶ γνώρισε μὲ βεβαιότητα τὴν ἀλήθεια. Πῶς ἄλλωστε, μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀπὸ τέτοια γεγονότα στὰ ὁποῖα παρευρέθηκε, νὰ μὴν καταλάβει ἡ Παρθένος τὸ τί εἶχε συντελεστεῖ; Εἶδε τὸν σεισμό, τὸν ἀστραποβόλο ἄγγελο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, τὴ νέκρωση τῶν φυλάκων καὶ τὴ μετακίνηση τοῦ λίθου καὶ τὸν κενὸ τάφο καὶ τὰ ἐντάφια σπάργανα ἄδεια.
Μετὰ τὴ χαρμόσυνη ἀναγγελία τοῦ ἀγγέλου ἡ Θεομήτωρ, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες, ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους. Καθ᾽ ὁδὸν τὶς συνάντησε ὁ Κύριος, λέγοντάς τους «χαίρετε». Αὐτὲς ἔσπευσαν νὰ τὸν προσκυνήσουν: «αἳ δὲ προσελθοῦσαι, ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ». Ὅμως καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἡ Θεοτόκος, πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες Μυροφόρες ποὺ ἦταν μαζί της, εἶδε καὶ ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσπίπτοντας ἄγγιξε τὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολός του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους.
Οἱ δὲ μαθητές, ὅταν κατ᾽ αὐτὴ τὴν ἴδια μέρα τῆς Ἀνάστασης ἄκουσαν ἀπὸ τὶς Μυροφόρες καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα ὅτι ὁ Κύριος ζεῖ καὶ τὸν εἶδαν, ἀπίστησαν. Στὴ συνέχεια, ὅμως, ὄχι μόνο πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ κήρυξαν παντοῦ, «εἰς πᾶσαν τὴν γῆν», τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης, ἑλκύοντας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀληθινὴ πίστη τοὺς ἀνθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου