ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ – 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017
(Ἰω. 20, 19-31)
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ Νόμου καί τῶν προφητῶν…», εἶναι Αὐτός πού ἐκπλήρωσε «πᾶσαν τήν πατρικήν οἰκονομίαν» στό προαιώνιο σχέδιο τῆς σωτηρίας μας. Μέ τή Σταυρική Του θυσία ἕνωσε «τά πρίν διεστῶτα» καὶ γεφύρωσε τό μέγα χάσμα τό ὁποῖο χώριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό.
Ἔχουν περάσει ἤδη ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τήν Ἀνάσταση καθώς καί ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Διδασκάλου μπροστὰ στούς μαθητὰς Του. Ὅλοι εἶναι χαρούμενοι διότι ἀπό παντοῦ φθάνει τό εὐφρόσυνο μήνυμα ὅτι: «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως», ἀναστήθηκε ὁ Κύριος πραγματικά. Εἶναι γεγονός ποὺ τό ζοῦν ἔντονα. «Ἑωράκαμεν τόν Κύριον!» ἀναφωνοῦν γεμάτοι ἐνθουσιασμό στόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε τή στιγμὴ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κύριου.
Ὁ Θωμᾶς θέλει νά πιστέψη, ἡ λογική του ὅμως δέν τοῦ τό ἐπιτρέπει, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκλείη τό ὑπερφυσικό καί καταπληκτικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως: «Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τά σημάδια ἀπό τά καρφιά καί ἄν δέν βάλω τό δάκτυλό μου στά σημάδια, καί ἀκόμη ἄν δέν βάλω τό δάκτυλό μου στήν πλευρά Του, τήν τρυπημένη ἀπό τήν λόγχη, δέν πρόκειται νά πιστέψω».
Ἀπό τή φύση του ὁ Θωμᾶς ἦταν καλοπροαίρετος, ὅμως ἦταν καὶ χαρακτῆρας δυσκολόπιστος καί γιά ὅλα ἤθελε ἀποδείξεις. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν ἀμφέβαλε οὔτε πρός στιγμή στή μαρτυρία τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν ὅτι πραγματικά εἶχαν δεῖ τόν Κύριο. Ὅμως ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό καί ἡ ἐπιθυμία του νά δῆ τόν διδάσκαλο καί πάλι, μετά ἀπό τά ὅσα συνέβησαν τίς τελευταῖες ἡμέρες, τόν κάνουν δύσπιστο.
Συγχρόνως ἡ στάση του αὐτή, ἀπέναντι στό μεγάλο θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως, κρύβει καί ἕνα πικρό παράπονο, δηλαδή: «Γιατί ὅλοι οἱ μαθηταί ἀπό τόν στενό κύκλο τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά ἀκόμη καί πολλοί μαθηταί ἀπό τόν εὐρύτερο κύκλο, νά ἔχουν δῆ τόν ἀναστημένο διδάσκαλο, ἐνῶ αὐτός νά μήν ἔχει νοιώσει ἀκόμη αὐτή τήν πολυπόθητη ἐμπειρία;».
Ὅμως πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν καθόλου συμπτωματική. Ἡ θεία Πρόνοια κανόνισε γιά μᾶς ἔτσι τά γεγονότα, ὥστε νά ἔχουμε ἀκόμη μία μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως, μία μαρτυρία, πού νά προέρχεται ἀπό χείλη ἀνθρώπου πού θέλει ἀποδείξεις γιά νά πιστέψη.
Αὐτὴ τή δυσπιστία τοῦ μαθητῆ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα τήν ὀνομάζει «καλὴ» καὶ γι’ αὐτὸ ψάλλει ἀνάλογα: «Ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! Τῶν πιστῶν τάς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε…», δηλαδή: «Ὦ καλοπροαίρετη ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! Ὁδηγεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν στή διαβεβαίωση καί διαπίστωση τῆς Ἀναστάσεως».
Πῶς ὅμως εἶναι δυνατόν ἡ ἀπιστία νά εἶναι καλή; Πῶς γίνεται νά ἐξυμνεῖται ἡ ἀπιστία, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι ἡ πίστη στό Θεό ἐκδηλώνεται πρίν ἀπ’ ὅλα σάν ἐμπιστοσύνη ἀπέναντί Του; Μήπως ὁ Θωμᾶς δέν εἶχε αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη; Μά φυσικά καί τήν εἶχε, ὅμως ἡ ἐπιθυμία του νά ξαναδῆ τόν Διδάσκαλο, τόν παρασύρει στήν «καλή ἀπιστία». Δέν περιορίζονταν μόνο στό νά δή τόν Κύριο, ἀλλά ζητοῦσε νά Τόν αἰσθανθῆ καί μέ τήν ἁφή του, νά Τόν ψηλαφίση, μήπως καί τυχόν αὐτό πού θά ἔβλεπε ἦταν φαντασία.
Ὁ Κύριος στό παράπονο καί στήν ἐπιθυμία τοῦ μαθητῆ δείχνει συγκατάβαση. Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ξαναεμφανίζεται, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» «ἵνα διασώση καί τόν ἕναν». Ὅπως στήν πρώτη ἐμφάνιση, ἔτσι καί τώρα. Ἐνῶ οἱ μαθηταί ἦταν πάλι συγκεντρωμένοι, καί μαζί τους βρισκόταν καί ὁ Θωμᾶς, κι ἐνῶ οἱ θύρες ἦταν κλειστές καί ἀμπαρωμένες, ἐμφανίσθηκε καί τούς χαιρέτησε μέ τή γνωστή φράση: «Εἰρήνη ὑμῖν». Στόν χαιρετισμό Του συμπεριλαμβάνει καί τόν Θωμᾶ καί ἀπευθύνεται σ’ αὐτόν εἰδικά, διότι εἶναι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος δέν ἀπόλαυσε ἀκόμη τήν εἰρήνη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Εἰρήνη εὔχεται ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητάς Του, ἀποκαλύπτοντας ὅτι εἶναι «Θεὸς ἰσχυρός, Ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης». Τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ τήν βιώνουμε οἱ πιστοί κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Γευόμαστε τήν εἰρήνη καί τή χαρά τοῦ Κυρίου καί προγευόμαστε τήν Οὐράνια Βασιλεία ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ Θωμᾶς μή ἔχοντας μέσα του εἰρήνη, δυσκολευόταν νά δεχθῆ τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί τή χαρά πού τοῦ προσφέρει ὁ Χριστός.
Ἡ συγκατάβαση καί ἡ ἀνοχή τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη ποὺ δείχνει πρός τόν μαθητή, εἶναι μοναδική καί ἀσύγκριτη. Τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τίς σκέψεις του, ἀκόμη καί πώς τίς ἐξέφρασε. Δέν τόν ἀφήνει νά ζῆ στήν ἀμφιβολία. «Ἔλα λοιπόν νά δῆς», τοῦ λέει «ἔλα καί ψηλάφισέ με». Ὁ Θωμᾶς δέν ἤθελε περισσότερα γιά νά βεβαιωθῆ. Καί μόνο ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ χωρίς κἄν νά πραγματοποιήση τήν ψηλάφιση, τόν κάνει νά ἀναφωνήση αὐθόρμητα, «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Ἀφοῦ δηλαδή στερεώθηκε στήν πίστη δέν ἀναγνωρίζει ἁπλῶς τόν Ἰησοῦ σάν Κύριό του, ἀλλά ὀμολογεῖ καί τή θεότητά Του, μέ τέτοιο τρόπο πού κανείς μέχρι ἐκείνη τή στιγμή δέν τήν εἶχε ἀναγνωρίσει καί ὀμολογήσει ἔτσι: «πιστεύω καί ἀναγνωρίζω ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, ἐξυμνεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας σάν «καλή ἀπιστία», διότι μᾶς βοηθᾶ νά στηριχθοῦμε στήν πίστη μας. Μᾶς δείχνει ὅτι ἡ μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση δέν προέρχεται ἀπό χείλη εὐκολόπιστων ἀνθρώπων, ἀλλά ἀπό μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι παραμένουν δύσπιστοι μέχρι τῆς στιγμῆς ὅπου δίνονται σ’ αὐτούς ὅλες οἱ ἀποδείξεις τίς ὁποῖες ζητοῦσαν.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ Θωμᾶς πίστεψε πραγματικά στόν Χριστό καί Τόν ὀμολόγησε σάν Κύριό του καί Θεό του. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά πιστεύουμε στόν Χριστό ὄχι σάν σέ ἄνθρωπο πού ἔγινε Θεός, ἀλλά σάν Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, ὅπως λέει χαρακτηριστικά καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «…ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο…». Μόνο ἔτσι θά εἴμαστε σέ θέση νά βιώσουμε τήν εἰρήνη πού προσφέρει ὁ Θεός, καί θά μπορέσουμε νά ἀναφωνήσουμε στόν ἀναστηθέντα Ἰησοῦ μαζί μέ τόν Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Ἀμήν.
π. Π.Ι.Β.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου